Ο κ. Στέφανος Γεωργιάδης είναι πρώην γενικός διευθυντής Δικτύων της ΕΥΔΑΠ και με τη μακρόχρονη εμπειρία του στην κοινή ωφέλεια, αφού για 30 χρόνια ασχολείτο με την παροχή υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης, μιλά στην «Ε» για τις αστοχίες του σχεδιασμού, αλλά και την προβληματική υποστήριξη έργων υποδομών ύδρευσης και αποχέτευσης στην Ελλάδα.
Ο κ. Γεωργιάδης ο οποίος βρέθηκε στη Λάρισα όπου έδωσε σεμιναριακή διάλεξη στο πλαίσιο του προγράμματος μεταπτυχιακών σπουδών στη Διοίκηση και Διαχείριση Έργων του ΤΕΙ Θεσσαλίας δίνει απαντήσεις για τους παράγοντες που οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση, ενώ αναλύει τις προϋποθέσεις σταθερής παροχής ποιοτικών υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης στο πλαίσιο της σημερινής «υποστελέχωσης των περισσότερων ΔΕΥΑ», όπως σχολιάζει, στη δύσκολη οικονομική περίοδο που διανύει η χώρα. «Η διαχρονική πίεση για την πάντα επείγουσα κάλυψη των ανελαστικών ανθρώπινων αναγκών ύδρευσης και αποχέτευσης σε συνδυασμό με τις εγγενείς αδυναμίες κάλυψης από το κράτος έχει οδηγήσει στη σημερινή κατάσταση», αναφέρει για να προσθέσει ότι: «ναι μεν, αβίαστα διαπιστώνεται η ελλειμματικότητα του επιπέδου των παρεχόμενων υπηρεσιών αλλά από την άλλη υπάρχουν πολύ μεγάλα περιθώρια για εύκολες νίκες απλώς και μόνο με την επανεξέταση και αξιοποίηση των υφισταμένων πόρων».
Τις τελευταίες δεκαετίες κυρίως μετά την ευρωπαϊκή ένταξη της χώρας και την εύκολη χρηματοδότηση υπήρξε, σύμφωνα με τον ίδιο υπερβολική παραγωγή υποδομών, δικτύων, εγκαταστάσεων με ελλειμματική τεκμηρίωση της αναγκαιότητάς τους αλλά και με πολύ μικρή ανταπόδοση. «Γενικότερα σε όλη την Ελλάδα υπάρχει πληθώρα αναξιοποίητων υποδομών οι οποίες χειμάζουν και εξαντλούν τον χρόνο ζωής τους λόγω κακής συντήρησης και πλήρους εγκατάλειψης», σημειώνει χαρακτηριστικά για να συμπληρώσει ότι «χρειαζόμαστε ταρακούνημα για να δούμε τι έχουμε και πώς μπορούμε να αξιοποιήσουμε αυτά που έχουμε. Χρειάζεται δηλαδή νοικοκύρεμα πράγμα που δεν το συμπαθούν γιατί προβλέπει δουλειά για να γίνει».
Ο Στ. Γεωργιάδης έχει εργαστεί σε όλη του τη σταδιοδρομία στη λειτουργία και τελικά αξιοποίηση των υποδομών και όχι στην κατασκευή νέων καθώς έχει τη βαθιά πεποίθηση αλλά και την τεχνογνωσία για την εξασφάλιση πολύ μεγάλου οφέλους σε ελάχιστο χρόνο με ασήμαντο κόστος από την αξιοποίηση και μόνο των ήδη υφισταμένων με εύκολες νίκες που τόσο ανάγκη έχουμε ως χώρα. «Θέλω να τονίσω ότι η αξιοποίηση των υφισταμένων, η επανεξέταση του αρχικού τους προορισμού, η αναβάθμιση του τρόπου λειτουργίας τους, η εφαρμογή ψηφιακών τεχνολογιών, η επέκταση του χρόνου ζωής τους με στοχευόμενη συντήρηση, η άρση στενώσεων, η ενίσχυση αδύναμων σημείων είναι ορισμένες από τις έννοιες που εξασφαλίζουν πολύ κερδοφόρο άμεσο θετικό αποτέλεσμα με ελάχιστο κόστος μεταλλάσσοντας θετικά και μετρήσιμα το συνολικό αποτέλεσμα», αναφέρει.
Η εργασία αυτή απαιτεί εξειδικευμένη τεχνογνωσία και κυρίως μεγάλη εμπειρία. Τονίζοντας ότι «τώρα θέλουμε λειτουργούς, αξιοποιητές και όχι μηχανικούς. Αυτή η τεχνογνωσία του λειτουργού της εμπειρίας στην παραγωγή υπηρεσιών και όχι έργων σε συνδυασμό με την αίσθηση και αντίληψη των ανθρωπίνων αναγκών δεν προσφέρεται από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Ούτε διατίθεται με επάρκεια στους τεχνοκράτες του ιδιωτικού τομέα αφού η αρμοδιότητα αυτή μάλλον άστοχα αλλά έτσι είναι βρίσκεται μόνο στον δημόσιο τομέα και μάλιστα κατακερματισμένα πανελλαδικά. Η εύκολη νίκη της προστιθέμενης αξίας αλλά και της μεγάλης βελτίωσης του περιεχομένου των παρεχόμενων υπηρεσιών εντοπίζεται όχι τόσο στην Αθήνα και Θεσσαλονίκη όπου λόγω κλίμακας και εταιρικού σχήματος η εικόνα είναι ανοιχτή αλλά σε όλη την Ελλάδα όπου η εικόνα είναι απογοητευτική αλλά από την άλλη με τεράστια δυνατότητα άμεσης και σχεδόν ανέξοδης βελτίωσης».
ΠΟΙΟΤΗΤΑ
Σχετικά με την ποιότητα του νερού ύδρευσης ο Στέφανος Γεωργιάδης υποστηρίζει ότι πρόκειται για ένα ακανθώδες θέμα. «Είναι δύσκολα να εξασφαλίσεις ότι το καλό νερό που έχεις στην πηγή θα καταλήξει καλό και στον καταναλωτή. Στον δρόμο δεν θα γίνει καλύτερο, χειρότερο θα γίνει. Σκοπός είναι να φτάσει όσο το δυνατόν λιγότερα χειρότερο. Αυτό επιτυγχάνεται παραμένοντας το δίκτυο πάντα σε πίεση. Πρέπει να μιλάμε για διαρροές και όχι για εισροές», αναφέρει για να προσθέσει τους τρεις στόχους των ΔΕΥΑ που είναι: «παροχή, πίεση και ποιότητα. Τα τρία Π με τα οποία πορεύονται». Οι Λαρισαίοι μπορούν να καταναλώνουν άφοβα το νερό τους διότι όπως επισημαίνει «η Λάρισα έχει καλό νερό, η ποιότητά του είναι καλή και μέσα σε λίγο χρόνο φτάνει στον καταναλωτή». Συγχρόνως όμως αναφέρει ότι «είναι τολμηρό να πεις ότι παντού στην Ελλάδα είναι καλό».
Σχετικά όμως με τις ποσότητες του νερού που διαθέτει η χώρα και αν με το πέρασμα των χρόνων υπάρχουν περιοχές που κινδυνεύουν να μείνουν από νερό υπογραμμίζει ότι «η Ελλάδα είναι μια χώρα που έχει πολύ νερό. Είναι ελάχιστο το ποσοστό των περιοχών που έχουν ένα μικρό πρόβλημα. Ποτέ στο μέλλον δεν πρόκειται η χώρα να αντιμετωπίσει έλλειψη παρά την κλιματική αλλαγή».
Της Ζωής Παρμάκη