Ο ζωτικός χώρος των Λαρισαίων ασφαλώς και δεν περιοριζόταν στη δεξιά όχθη της, αλλά απλωνόταν και στην εύφορη πεδιάδα στα βορειοδυτικά της. Πώς, λοιπόν, περνούσαν το ποτάμι για να βρεθούν στην απέναντι όχθη οι αγρότες και το ταξιδιώτες, οι οποίοι κατευθύνονταν προς την Περραιβία και μέσω αυτής προς την Ελιμιώτιδα, τη σημερινή Δυτική Μακεδονία;
Ασφαλώς υπήρχε κάποια γέφυρα, για την οποία δεν είναι γνωστές πληροφορίες. Η διοργάνωση του οδικού δικτύου της Θεσσαλίας κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, λογικό είναι πως ανεγέρθηκε, εάν δεν υπήρχε κάποια γέφυρα. Αυτό είναι θέμα των αρχαιολόγων και κανενός άλλου.
Για τη βυζαντινή περίοδο, ειδικά για την πρώτη χιλιετία, οι πληροφορίες για τη Θεσσαλία είναι ελάχιστες και επομένως δεν θα βρούμε κάποια αναφορά για τη γέφυρα του Πηνειού. Στους πρώτους δύο αιώνες της δεύτερης χιλιετίας και πάλι δεν υπάρχουν αναφορές στη γέφυρα. Θα περιμέναμε κάποια αναφορά στην εξιστόρηση των πολεμικών γεγονότων, μεταξύ των Βυζαντινών και των Νορμανδών, όταν εγκαταστάθηκε εδώ, τον χειμώνα 1082-1083, ο Βοημούνδος. Ενώ στην εξιστόρηση της Άννα Κομνηνής αναφέρεται ένα νησάκι του Πηνειού, στην περιοχή της πόλης, όπου βρισκόταν ο Βοημούνδος και έτρωγε σταφύλια, δεν γίνεται καμία αναφορά στη γέφυρα(1).
Η αρχαιότερα αναφορά, γνωστή στον γράφοντα, ανάγεται στο έτος 1208-1209 και την οφείλουμε στον ιστορικό Ερρίκο της Βαλανσιέν, ο οποίος έγραψε την Ιστορία του αυτοκράτορα Ερρίκου της Κωνσταντινούπολης (1206-1216). Το Χρονικό του Ερρίκου, το οποίο θεωρείται συνέχεια του Χρονικού του Βιλαρδουίνου, κυκλοφόρησε σε μετάφραση του Κώστα Αντύπα το 1987(2). Στις παραγράφους 659-660 του Χρονικού αναφέρεται η Λάρισα και η γέφυρά της:
Παράγραφος 659. «Ο αυτοκράτορας [Ερρίκος] έβαλε την πανοπλία του και πέρασε τη γέφυρα που ήταν φτιαγμένη από μακριά και στενά σανίδια· και το ποτάμι ήταν τόσο βαθύ και το ρέμα τόσο δυνατό, που κανείς δεν ανέβαινε στη γέφυρα χωρίς να εντυπωσιαστεί κοιτάζοντας το ποτάμι. Και όταν πέρασαν στην άλλη άκρη, ο αυτοκράτορας ανέβηκε σε ένα γκρίζο άλογό του. Έβαλε το κράνος του και μετά πήρε την ασπίδα του με τα σήματα του κόμη της Φλάνδρας. Και όταν τον είδαν οι Λομβαρδοί(3), τον απειλούσαν με άγριες κουβέντες και έλεγαν πως θα του χρειαζόταν να είναι γερή η ασπίδα του, διότι δεν θα τους βρει καθόλου καλούς μαζί του.
Παράγραφος 660. Τότε πέρασε [τη γέφυρα] ο αυτοκράτορας και έφτασε μπροστά στην πόλη [Λάρισα]. Έτσι πολιόρκησε τους Λομβαρδούς, που δεν χαίρονταν καθόλου γι’ αυτό. Αντίθετα, και ο πιο θαρραλέος ήθελε να βρίσκεται μακριά από εκεί. Τότε ήρθε ο Ροβέρτος του Μανσικούρ στον αυτοκράτορα, αυτός και ο Γουλιέλμος της Λάρισας [ο Λομβαρδός στον οποίο δόθηκε η Λάρισα από τους Σταυροφόρους] και τον παρακάλεσαν για τον Θεό να αφήσει τους Λομβαρδούς να φύγουν ζωντανοί με τους δικούς τους και τους δικούς τους (…)».
(1) Για τα γεγονότα αυτά βλέπε: Ευαγγελία Ιωαννιδάκη - Ντόστογλου, «Οι Νορμανδοί και η πολιορκία της Λάρισας», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 15 (1989) 3-11.
(2) Το βιβλίο κυκλοφόρησε στις εκδόσεις Χατζηνικολή.
(3) Μετα την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους (1204) και τη διανομή της αυτοκρατορίας, η Θεσσαλία παρα-χωρήθηκε στους Λομβαρδούς, με ηγέτη τον Γουλιέλμο Ντα Λάρσα. Για τα γεγονότα αυτά, βλέπε το άρθρο της Σουζάνας Χούλια, «Οι Φράγκοι στη Θεσσαλία», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 15 (1989) 17-28.
Από τον Κώστα Σπανό, εκδότη του «Θεσσαλικού Ημερολογίου»