Για εκατό περίπου χρόνια κάποιος από τους κατιόντες συγγενείς της οικογένειας αυτής διέπρεπε στο επάγγελμα και στη τέχνη της φωτογραφίας. Αν και μετά τη συνταξιοδότησή του στεγάστηκε στο φωτογραφείο ο ανεψιός του Παναγιώτης Βερνιώτης[1], η αίγλη της οικογένειας των φωτογράφων είχε πλέον σβήσει μετά τον θάνατο του Γεωργίου Βαλσάμη.
Γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1911 στο πατρικό του σπίτι στη Λάρισα, το οποίο βρισκόταν κοντά στο ποτάμι, στη συνοικία του Αγίου Αθανασίου (περιοχή Σάλια[2]), επί της οδού Αθηνάς, στη διασταύρωσή της με την οδό Ήρας. Σ' όλη του τη ζωή αγαπούσε τον Πηνειό. Από μικρός όπου έπαιζε ατέλειωτες ώρες με το νερό και κολυμπούσε και αργότερα όταν μεγάλωσε το φωτογράφιζε. Γονείς του ήταν ο Αστέριος Βαλσάμης και η Χάιδω Δαφνοπούλου, αδελφή του σπουδαίου φωτογράφου Γεράσιμου Δαφνόπουλου (1874-1935). Γιαγιά από την πλευρά της μητέρας του ήταν η Στυλιανή Δαφνόπουλου-Παντοστόπουλου, αδελφή του ζωγράφου και φωτογράφου Ιωάννη Παντοστόπουλου (1863-1928). Επομένως μεγάλωσε και ανατράφηκε σε μια σπουδαία καλλιτεχνική οικογένεια, η οποία λάτρευε την τέχνη της φωτογραφίας και επιβίωνε απ’ αυτήν. Συνεπαρμένος ίσως και από την αίγλη του θείου του Γεράσιμου Δαφνόπουλου, προσκολλήθηκε από μικρός στο φωτογραφείο του, όπως έγινε και με τα ξαδέλφια του Δημήτριο Αρετόπουλο (1902-1968) και Νικόλαο Μούσιο (1906-1940). Μετά την αποφοίτησή του από το Σχολαρχείο και τα τρία ξαδέλφια εργάζονταν πλέον μαζί με τον θείο τους Γεράσιμο μέχρι τον θάνατό του το 1935.
Το 1932 κατετάγη στο στράτευμα για να υπηρετήσει τη θητεία του και όταν απολύθηκε αποφάσισε κάποια στιγμή (1935) να ανοίξει δικό του φωτογραφείο στη γωνία των οδών Μ. Αλεξάνδρου-Πατρόκλου-Δευκαλίωνος, εκεί όπου σήμερα στεγάζεται το καφέ-Bruno. Ήταν ένα διώροφο οίκημα, ιδιοκτησία του θείου του και στέγαζε από το 1928 τον Σύλλογο Φιλομούσων Λαρίσης[3], ενώ τα ξαδέλφια του συνέχισαν τη λειτουργία του φωτογραφείου του Γεράσιμου Δαφνόπουλου. Στο οίκημα αυτό ο Βαλσάμης είχε κατά τη διάρκεια της κατοχής και μέσα σε λίγα χρόνια τρία θλιβερά ατυχήματα. Το πρώτο ήταν ο σεισμός του Μαρτίου του 1941, λίγες εβδομάδες αργότερα μια γερμανική βόμβα έσκασε στην είσοδο του φωτογραφείου και κατά τη γερμανική κατοχή έπεσε θύμα ληστείας. Ένας Γερμανός στρατιωτικός με την απειλή περιστρόφου οδήγησε τον Βαλσάμη στο φωτογραφείο, και καθώς ήταν όπως φαίνεται ενημερωμένος, του υπέδειξε το πλακάκι του δαπέδου, κάτω από το οποίο ο φωτογράφος έκρυβε τα χρήματα. Ο Γερμανός τα πήρε και εξαφανίσθηκε.
Επειδή οι καταστροφές ήταν επιδιορθώσιμες, ο Βαλσάμης συνέχισε τη δουλειά του ανεμπόδιστα στο οίκημα αυτό. Όμως μετά τον νέο σεισμό του 1954 το εγκατέλειψε και αναγκάστηκε να μεταφέρει το φωτογραφείο του στην αυλή του αρχοντικού που είχε κτίσει ο Γεράσιμος Δαφνόπουλος στην οδό Μ. Αλεξάνδρου στο ύψος της σημερινής πολυκατοικίας με τον αριθμό 8. Το νέο φωτογραφείο του ήταν ένα στενόμακρο ισόγειο κτίσμα, η πρόσοψη του οποίου έβλεπε στην οδό Μ. Αλεξάνδρου, όπως και η πρόσοψη της όμορφης κατοικίας του Δαφνόπουλου. Εδώ παρέμεινε μέχρι το 1969, όταν όλος αυτός ο χώρος, φωτογραφείο και αρχοντικό, περιήλθαν κατόπιν αγοράς στην κατοχή του Γ. Βαλσάμη. Τη χρονολογία αυτή κατεδαφίσθηκαν τα υπάρχοντα οικήματα και οικοδομήθηκε η σημερινή πολυκατοικία. Στο διάστημα αυτό της κατασκευής το φωτογραφείο μετακόμισε προσωρινά για δύο χρόνια σε ισόγειο κατάστημα διπλανής οικοδομής, για να επιστρέψει μετά την ολοκλήρωση της πολυκατοικίας και πάλι στον αριθμό 8 της Μ. Αλεξάνδρου, όπου και παρέμεινε μέχρι το 1976, χρονολογία κατά την οποία συνταξιοδοτήθηκε.
Ο Γεώργιος Βαλσάμης ήταν μια εκκεντρική προσωπικότητα υψηλής νοημοσύνης. Είχε θάρρος και απέραντη αγάπη για τη ζωή, ενώ με τους παιδικούς του φίλους είχε αναπτύξει αισθήματα λατρείας και φιλαλληλίας. Ήταν άνθρωπος εκδηλωτικός, εύθυμος, εξωστρεφής, κοσμικός και δημιουργούσε με μεγάλη ευκολία εκλεκτές φιλίες και γνωριμίες. Προπολεμικά πρωτοστάτησε στη δημιουργία του Γ.Ο.Λ. (Γλεντζέδικος Όμιλος Λαρίσης). Είχε επίσης πολύ καλές σχέσεις με τον αθλητισμό. Σε νεαρή ηλικία έπαιζε ποδόσφαιρο, έκανε εκδρομές, ορειβασίες, περιπλανήσεις στη φύση και όταν μεγάλωσε ήταν ένθερμος οπαδός της ΑΕΛ.
Στη δουλειά του ήταν εξαιρετικός και ασχολήθηκε κυρίως με φωτογραφίες- πορτραίτα. Σπάνια φωτογράφιζε τοπία. Και αν στο αρχείο του υπάρχουν φωτογραφίες με τοπία, αυτά είναι πολύ λίγα και αποτελούν το φόντο στην παρουσία κάποιου προσώπου κατά τη διάρκεια μιας εκδρομής ή κατά τις αναρριχήσεις στον αγαπημένο του Όλυμπο. Επίσης φωτογράφιζε διάφορες κοινωνικές, δημόσιες, πολιτικές και θρησκευτικές εκδηλώσεις, σαν ένα είδος ρεπόρτερ-φωτογράφου. Δεν νομίζω να υπάρχει ακόμα και σήμερα σπίτι παλιού Λαρισαίου που να μην έχει φωτογραφίες συγγενικών τους προσώπων με την υπογραφή του.
Κοντά του εκτός από τον Παναγιώτη Βερνιώτη μαθήτευσαν και πολλοί άλλοι φωτογράφοι που στη συνέχεια έκαναν επαγγελματική καριέρα όχι μόνο στη Λάρισα, αλλά και εκτός αυτής, όπως ο Ιωάννης Γουργιώτης στην Αγιά, τα αδέλφια Γιάννης και Τάσος Μάρρος στον Βόλο, οι Κώστας και Δημήτριος Γκουσγκούνης, ο Αχιλλέας Φελουζάκης, ο Παναγιώτης Τσιτσιγιάννης και μια νέα γενιά σπουδαίων Λαρισαίων φωτογράφων.
Μετά την συνταξιοδότησή του ένα μεγάλο μέρος του αρχείου του είχε τοποθετηθεί στο υπόγειο του φωτογραφείου, μαζί με μια ντουλάπα, μέσα στην οποία είχαν αποθηκευτεί οι περισσότερες μηχανές του. Όμως σε μια πλημμύρα της Λάρισας το υπόγειο γέμισε νερά, οι φωτογραφίες και τα φιλμ καταστράφηκαν, η δε ντουλάπα ήταν άδεια… Η στενοχώρια του ήταν μεγάλη, αλλά ευτυχώς η καλή μηχανή του studio που είχε, οι οικογενειακές φωτογραφίες καθώς και ότι θεωρούσε σημαντικό, τα είχε στο σπίτι του.
Το 1961 νυμφεύθηκε την Αγορίτσα Λέντζα και απέκτησε μία κόρη τη Χαϊδίτσα και δύο εγγόνια. Απέκτησε πνευματική συγγένεια με τον Βολιώτη φωτογράφο Νικόλαο Στουρνάρα, γιο του "άγιου της φωτογραφίας", όπως ονομάστηκε, Στέφανου Στουρνάρα και εκδότη πολλών επιστολικών δελταρίων, προπολεμικών και μεταπολεμικών, της Λάρισας. Τον στεφάνωσε και βάπτισε το πρώτο από τα δύο παιδιά του, τον γιο του Στέφανο.
Πέθανε στις 18 Φεβρουαρίου 1998 πλήρης ημερών, σε ηλικία 87 ετών, ικανοποιημένος από το έργο που άφησε, τις προσωπικές επιτυχίες που κατάφερε, τη φωτογραφική τέχνη που κατέκτησε, την τεχνική που δίδαξε στους μαθητές του και την αγάπη που εισέπραξε από την οικογένεια, τους συγγενείς και τους φίλους του. Ένιωθε υπερήφανος -για την κόρη του Χαϊδίτσα που δεν πίστευε ότι μπορούσε να αποκτήσει, -για τα απολυτήρια στρατού που κατείχε, καθώς έλεγε: "Εγώ έχω έντεκα (11) απολυτήρια στρατού και μια πληγή στο χέρι", -για τα όσα έζησε στο μέτωπο, -για τους φίλους της νιότης του, -για τον ανεψιό του δικηγόρο Γεράσιμο Μούσιο που τόσο του συμπαραστάθηκε και τον θεωρούσε σαν γιο του, -για την ΑΕΛάρα του (είχε μόνιμη θέση στο γήπεδο μέχρι το τέλος της ζωής του), -και τέλος για τους υπαλλήλους που κατά διαστήματα τον βοήθησαν και ήταν δεκάδες[4].
-------------------------------------------------------
[1]. Ο Παναγιώτης Βερνιώτης καταγόταν από τους Αγίους Αναργύρους της Λάρισας και σε ηλικία 15 ετών ήρθε, μαζί με την αδελφή του Ευαγγελία, να εργαστεί κοντά στον θείο του Γεώργιο Βαλσάμη, από τον οποίο μυήθηκε στην τέχνη της φωτογραφίας. Μετά την αποχώρηση του τελευταίου λόγω σύνταξης, συνέχισε να λειτουργεί το φωτογραφείο ο Βερνιώτης, ο οποίος κάποια στιγμή μετακόμισε το κατάστημά του στην οδό Μανδηλαρά, κοντά στο Α' Γυμνάσιο Αρρένων.
[2]. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Η περιοχή "Σάλια" της Λάρισας, εφ. "Ελευθερία", φύλλο της 4ης Απριλίου 2018.
[3]. Ο σύλλογος αυτός ιδρύθηκε από μια ομάδα κυριών, επικεφαλής των οποίων ήταν η Ιουλία Σάπκα και ως γνωστόν υπήρξε ο πρόδρομος του Δημοτικού Ωδείου Λάρισας: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Η ιδρύτρια του Δημοτικού Ωδείου Λάρισας, Ιουλία Σάπκα-Λογιωτάτου. 80 χρόνια από τον θάνατό της, εφημ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 21ης Οκτωβρίου 2012.
[4]. Πολλές φωτογραφίες καθώς και βιογραφικά στοιχεία του Γεώργιου Βαλσάμη αντλήθηκαν από το αρχείο του αείμνηστου ανεψιού του Γεράσιμου (Μάκη) Μούσιου γιου του φωτογράφου Νικ. Μούσιου, Τη μεγαλύτερη όμως συνδρομή την είχα από την κόρη του Χάιδω Βαλσάμη-Πανέλα, την οποία και ευχαριστώ πολύ. Χωρίς την ουσιαστική βοήθειά της δεν θα μπορούσαν να γραφούν τα πέντε συνεχή κείμενα της στήλης αυτής.
Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com