Στοιχεία τραγικά που επιβεβαιώνουν πως τα "λουκέτα" όχι μόνο δεν μειώνονται αλλά αυξάνονται ραγδαία απειλώντας τη ραχοκοκαλιά της μικρομεσαίας οικονομίας του νομού.
Η αιμορραγία στην επιχειρηματικότητα είναι δυστυχώς διαρκής καθώς και στο φετινό οκτάμηνο, από τον Ιανουάριο μέχρι και τον Αύγουστο, άλλες 517 επιχειρήσεις έβαλαν "λουκέτο", έναντι 416 που έκαναν έναρξη εργασιών. Ουσιαστικά κάθε μέρα που περνά σχεδόν 2 επιχειρήσεις σβήνουν από τον επιχειρηματικό χάρτη του νομού και μόνο μία μπαίνει στον αγώνα της επιβίωσης, χωρίς και αυτή προοπτική. Ανάλογη εικόνα, σύμφωνα με τον πίνακα που παραθέτουμε, καταγράφεται από το 2012, με την πλειοψηφία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων είτε να αναστέλλουν τη δράση τους μετά από λίγους μήνες λειτουργίας είτε να παλεύουν με "νύχια και δόντια" για την επιβίωσή τους.
Πρωταθλήτριες στα "λουκέτα" στον νομό αναδεικνύονται οι ατομικές εταιρίες καθώς 409 συνολικά κατέβασαν ρολά στο φετινό 8μηνο καταχωρώντας τους ιδιοκτήτες τους στον κατάλογο των θυμάτων της κρίσης. Σε επίπεδο ενάρξεων οι ατομικές πάλι έχουν την τιμητική τους, καθώς ιδρύθηκαν 254 ενώ εντυπωσιακό είναι και το στοιχείο πως αυξάνεται σταθερά, δεδομένης της οικονομικής συγκυρίας, η «δημοτικότητα» των Ιδιωτικών Κεφαλαιουχικών Εταιριών (ΙΚΕ) που είναι γνωστές και ως «επιχειρήσεις του ενός ευρώ» καθώς στο ίδιο διάστημα συστάθηκαν 50 και διαγράφηκαν μόνο 6. Προσωπικές, στην ουσία επιχειρήσεις που δεν έχουν ούτε υπαλλήλους για να τονώσουν την απασχόληση ούτε πραγματοποιούν επενδύσεις που θα μπορούσαν να κινήσουν την οικονομική δραστηριότητα. Είναι απλώς απέλπιδες προσπάθειες εργαζομένων να επιβιώσουν και να μην έχουν την τύχη των δεκάδων χιλιάδων μικρομεσαίων επιχειρήσεων που έκλεισαν. Η συντριπτική τους πλειονότητα εκτιμάται πως αποτελεί απότοκο του κλεισίματος των βιβλίων ελεύθερων επαγγελματιών που επέλεξαν αυτή τη μορφή "επιχειρείν" ως μοναδική διέξοδο επιβίωσης έστω και προσωρινής.
Επίσης εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος των επιχειρήσεων που συστήνονται τα τελευταία χρόνια εξακολουθούν να δραστηριοποιούνται σε κλάδους με προσανατολισμό την εγχώρια κατανάλωση, κατά κύριο λόγο αφορούν στην εστίαση και στη διασκέδαση και όχι σε κλάδους μεταποίησης ή υψηλού τεχνολογικού περιεχομένου.
Στην Ελλάδα από το 2012, οπότε και άρχισε να βαθαίνει απότομα η οικονομική κρίση, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αντιπροσώπευαν το 86,5% της απασχόλησης σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος. Το αντίστοιχο μερίδιο για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις ήταν 58,6%. Οι μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις δηλαδή κάλυπταν πάνω από τα δύο τρίτα της οικονομικής δραστηριότητας και της απασχόλησης. Από τότε όμως μέχρι σήμερα όπως φαίνεται και στον σχετικό πίνακα που αφορά στον ν. Λάρισας, διαρκώς αποψιλώνονται.
Ένας από του λόγους που συνέβη αυτό, είναι επειδή επλήγησαν δυσανάλογα από τη συνεχιζόμενη συρρίκνωση των τραπεζικών χορηγήσεων. Καθώς βασίζονταν σχεδόν αποκλειστικά στον τραπεζικό δανεισμό για τη χρηματοδότησή τους, όταν αυτή στέρεψε άρχισαν να κλείνουν. Παράλληλα είχαν και έχουν να αντιμετωπίσουν, εκτός από το ύψος της φορολογίας, και ένα ασταθές και πολύπλοκο φορολογικό περιβάλλον, το οποίο αλλάζει διαρκώς –και μάλιστα προς το δυσμενέστερο για την επιχειρηματικότητα– ανάλογα με τις «τρύπες» που εμφανίζονται κάθε φορά στα έσοδα του προϋπολογισμού.
Έτσι, όπως λένε οι άνθρωποι της αγοράς, τα μη εξυπηρετούμενα πιστωτικά ανοίγματα στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις διαμορφώνονται πλέον στο 60%. Δηλαδή έξι στους δέκα επιχειρηματίες έχουν δάνεια που έχουν πλέον κοκκινίσει.
Τις συνθήκες για την πραγματική οικονομία περιγράφουν με μελανά χρώματα όλοι οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, ενώ οι έρευνες που διενεργήθηκαν φέτος τόσο από την τοπική Ομοσπονδία Επαγγελματοβιοτεχνών (ΟΕΒΕΛ) όσο και από τη Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών, Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ) επιβεβαιώνουν την τραγική κατάσταση της αγοράς καθώς όπως εκτιμούν στο προσεχές διάστημα, 4 στις 10 επιχειρήσεις θεωρούν πολύ πιθανό ότι θα κλείσουν. Παράλληλα πάνω από 4 στις 5 μικρομεσαίες επιχειρήσεις δηλώνουν ότι βρίσκονται εκτεθειμένες σε πιστωτικούς κινδύνους, παρουσιάζουν κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας και λειτουργούν με ορίζοντα συρρίκνωσης και όχι επέκτασης. Και γιατί όλα αυτά; Λόγω των υψηλών φόρων, του χαμηλού καταναλωτικού ενδιαφέροντος λόγω της συρρίκνωσης των εισοδημάτων και του υψηλού ποσοστού ανεργίας, λόγω της παντελούς έλλειψης χρηματοδότησης. Όλα αυτά δημιουργούν ασφυκτικές πιέσεις στους μικρομεσαίους που βλέπουν μέρα με τη μέρα τις υποχρεώσεις τους να αυξάνονται και τα έσοδά τους να μειώνονται. Οπότε μοιραία το "λουκέτο" γίνεται αναπόφευκτο…
ΑΚΑΤΑΣΧΕΤΟΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ
Στο μεταξύ ένα ακόμη ζήτημα το οποίο θα μπορούσε να δώσει μια βαθιά ανάσα στις χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα και να λειτουργήσουν χωρίς τον φόβο της κατάσχεσης, μένει σε εκκρεμότητα. Οι εξαγγελίες της κυβέρνησης για τη θέσπιση ακατάσχετου λογαριασμού παραμένει επί μήνες στα λόγια με αποτέλεσμα αρκετοί να βρίσκονται με το «μαχαίρι στον λαιμό».
Παρά το γεγονός πως στον νόμο 4446/2016 για το «πλαστικό χρήμα» που ψηφίστηκε τον Δεκέμβριο του 2016, υπάρχει διάταξη αναφορικά με τη θέσπιση του «Ειδικού Επιχειρηματικού Τραπεζικού Λογαριασμού», εντούτοις η ουσιαστική λειτουργία του, μέσω της έκδοσης των απαραίτητων ερμηνευτικών εγκυκλίων, δεν έχει ακόμη τεθεί σε εφαρμογή.
Ο επιχειρηματικός κόσμος από καιρού έχει προτείνει τη θεσμοθέτηση και εφαρμογή του «ειδικού επιχειρηματικού» αλλά ουσιαστικά «τροφοδότη λογαριασμού» των εξόδων (λειτουργικών) της επιχείρησης, με πρόβλεψη ειδικού προστατευτικού καθεστώτος έναντι των κατασχέσεων. Και αυτό γιατί η κατάσχεση για οφειλές σε εφορίες, ασφαλιστικά ταμεία ή για την εξόφληση δανείων, ουσιαστικά συντελεί στην εκμηδένιση της ρευστότητας της επιχείρησης και στην αδυναμία λειτουργίας της.
Συγκεκριμένα έχουν προτείνει να παρέχεται στην κάθε επιχείρηση η δυνατότητα γνωστοποίησης ενός επαγγελματικού τραπεζικού λογαριασμού σε πιστωτικό ίδρυμα, ο οποίος θα μπορεί, ακόμη και μετά την εντολή κατάσχεσης, να τροφοδοτεί τις βασικές λειτουργίες της (πληρωμή μισθοδοσίας, οφειλών προς το Δημόσιο, τα ασφαλιστικά ταμεία και τους προμηθευτές). Ο συγκεκριμένος λογαριασμός θα συνδέεται με τις εισπράξεις της επιχείρησης από πιστωτικές, χρεωστικές και προπληρωμένες κάρτες μέσω της χρήσης τερματικών μηχανημάτων αποδοχής ηλεκτρονικών πληρωμών (POS), ενώ το ύψος του προστατευτικού ορίου θα καθορίζεται βάσει των απολογιστικών δεδομένων της οικονομικής λειτουργίας κάθε επιχείρησης.
Πρόταση συνεπώς υπάρχει, η αποδοχή της και η λύση του προβλήματος εκκρεμεί. Και άγνωστο για πόσο ακόμη…
Του Γιώργου Νούλη