Στο συνέδριο προέκυψαν, επίσης, συμπεράσματα που δεν αφορούν απλώς την Τεχνική και Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση, αλλά και τη γενικότερη οικονομική και κοινωνική κρίση.
Όπως τονίστηκε, η ανεργία των νέων και το "παρωχημένο" μοντέλο της ελληνικής επιχειρηματικότητας ερμηνεύουν τη στασιμότητα στην οποία βρίσκεται η ελληνική οικονομία.
Ειδικότερα, σημειώθηκε ότι «η κατάρρευση των πιο μοντέρνων μορφών επιχειρήσεων, το brain drain (διαρροή εγκεφάλων), το γεγονός ότι το 1/3 των νέων είναι απολύτως αποκλεισμένο από την εκπαίδευση και από την εργασία, η επιχειρηματική εμμονή σε ένα μοντέλο έντασης εργασίας και όχι έντασης γνώσης, καταδεικνύουν την αναγκαιότητα θεμελίωσης ενός ριζοσπαστικού, καινοτόμου μοντέλου Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης, όπως ζητούν επιτακτικά τα συνδικάτα του κόσμου της εργασίας».
Σύμφωνα με κάποια στοιχεία που παρατέθηκαν, οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις στην Ελλάδα αποτελούν το σώμα της ελληνικής επιχειρηματικότητας (το 99,6% των επιχειρήσεων), απασχολούν το 76,0% τους συνόλου των εργαζομένων στις ελληνικές επιχειρήσεις και παράγουν το 56,0% της συνολικής προστιθέμενης αξίας που παράγει το σύνολο των επιχειρήσεων στη χώρα.
Όσον αφορά στην ανεργία των νέων, έγινε λόγος ότι η αγορά εργασίας στην Ελλάδα δεν ανταμείβει το επίπεδο τεχνολογικής εξειδίκευσης των αποφοίτων της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και υιοθετεί ένα μοντέλο που προκρίνει ως ικανοποιητικά προσόντα εργασίας το μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών, τη γνώση της Αγγλικής σε επίπεδο Proficiency (αναγνωρισμένο δίπλωμα επάρκειας για διδασκαλία της Αγγλικής) και την τριετή προϋπηρεσία στο αντικείμενο. Ωστόσο, όπως επισημάνθηκε, το αντικείμενο εργασίας που προσφέρεται είναι για απόφοιτο Λυκείου και η εργασία αμείβεται με μισθό κατώτερο του αποφοίτου Γυμνασίου. Η συγκεκριμένη τάση, όπως τονίστηκε, διογκώνει τα φαινόμενα του του brain-drain (διαρροή εγκεφάλων) και brain-waist (σπατάλη εγκεφάλων).
Επίσης, αναφέρθηκε ότι πιο δραματικό στοιχείο που προκύπτει από την ανάλυση του προφίλ της ανεργίας των νέων είναι ότι η χώρα μας κατέχει την πρωτιά στην ΕΕ του δείκτη των NEETs (Νέοι εκτός Εκπαίδευσης, Απασχόλησης ή Κατάρτισης) που σημαίνει ότι «το ποσοστό 27,1% για το 2015 σημαίνει ότι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι των νέων ανθρώπων της χώρας είναι ολοκληρωτικά περιθωριοποιημένο με πολύ μικρές πιθανότητες επανένταξης στον ομαλό ακαδημαϊκό και εργασιακό βίο».
Το συνέδριο του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ πραγματοποιήθηκε στο αμφιθέατρο του Μουσείου της Ακρόπολης, με τη συμμετοχή εκπροσώπων της πολιτικής ηγεσίας, της εκπαιδευτικής κοινότητας, των κοινωνικών εταίρων και εμπειρογνωμόνων από την Ελλάδα και το εξωτερικό.
Την εκδήλωση άνοιξε ο διευθύνων σύμβουλος του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ Μιχάλης. Κουρουτός, ο οποίος έκρουσε τον κώδωνα κινδύνου, λέγοντας πως, παρά τις θετικές πρωτοβουλίες που λαμβάνονται τον τελευταίο καιρό για την ΕΕΚ, ορισμένοι επιχειρούν να αποκλείσουν τους εκπροσώπους των κοινωνικών εταίρων από τα θεσμικά όργανα λήψης των αποφάσεων.
Ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Γιάννης Παναγόπουλος, αναφέρθηκε στην ποιοτική προσφορά των επιστημονικών φορέων των εργατικών και εργοδοτικών οργανώσεων, θεωρώντας ότι παίζουν κομβικό ρόλο στη διαμόρφωση καινοτόμων προτάσεων για ζητήματα που άπτονται της διασύνδεσης της εκπαίδευσης με την εργασία. Εξέφρασε, όμως, τον έντονο προβληματισμό του για την ιδιότυπη οικονομική ασφυξία που έχει επιβληθεί από την πολιτεία στους επιστημονικούς φορείς των κοινωνικών εταίρων.
Ο ειδικός γραμματέας του ΣΕΠΕ Νάσος. Ηλιόπουλος, εκπροσωπώντας την υπουργό Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου, έκανε λόγο για την ανάγκη καταπολέμησης των εκπαιδευτικών ανισοτήτων, μέσω της ενίσχυσης της ΕΕΚ, ενώ επισήμανε πως σε πολλές επιχειρήσεις καταπατώνται εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα των μαθητευομένων που διασφάλισε η σημερινή κυβέρνηση.
Τέλος, ο επιστημονικός συνεργάτης του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ Νίκος Παΐζης, παρουσίασε στοιχεία που αναδεικνύουν τις παθογένειες της αγοράς εργασίας και του ελληνικού επιχειρηματικού μοντέλου, τονίζοντας ότι το κλειδί για την κατανόηση της οικονομικής κρίσης και την αδυναμία ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας έγκειται στο συνδυασμό κατάρρευσης της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας και έλλειψης ποιοτικής και στοχευμένης ΕΕΚ.