Πριν από περίπου δυόμισι χρόνια στη συγκεκριμένη εφημερίδα (η οποία δεν κυκλοφορεί πλέον) δημοσιεύτηκε ρεπορτάζ βασισμένο σε μια επιστολή. Η επιστολή ήταν υπογεγραμμένη από ανύπαρκτο όπως αποδείχθηκε επιστολογράφο και φερόταν πως είχε αποδέκτες ακόμα και υψηλόβαθμα στελέχη της ΕΛ.ΑΣ. Μιλούσε για ανάρμοστες σχέσεις και συμπεριφορές που επηρέαζαν ακόμα και τις θέσεις των αστυνομικών στην υπηρεσία.
Το δημοσίευμα αναφερόταν– μέσω της επιστολής- σε τρία πρόσωπα, με τα αρχικά των ονοματεπωνύμων τους, οι οποίοι εκ των υστέρων κινήθηκαν δικαστικά εναντίον πέντε συνολικά ατόμων. Εναντίον του δημοσιογράφου που υπέγραψε με ψευδώνυμο, του εκδότη, του γενικού διευθυντή μέσων, του διευθυντή σύνταξης και του αρχισυντάκτη. Η κατηγορία που αντιμετώπιζαν ήταν η συκοφαντική δυσφήμιση διά του Τύπου από κοινού κατά συρροή.
Στο πρώτο δικαστήριο, που έγινε τον Ιούνιο του 2017, τρεις εξ αυτών αθωώθηκαν. Όμως ο δημοσιογράφος και ο διευθυντής σύνταξης κρίθηκαν ένοχοι από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας για την πράξη της απλής δυσφήμησης (μετατράπηκε από συκοφαντική) κατ’ ιδέα συρροή. Τιμωρήθηκαν με συνολική ποινή φυλάκισης 16 μηνών με τριετή αναστολή.
Στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων η έφεση του δημοσιογράφου κρίθηκε ανυποστήρικτη και έτσι παρέμεινε η ποινή ως είχε. Ο διευθυντής σύνταξης κρίθηκε ένοχος ωσεί παρών και τιμωρήθηκε με ποινή φυλάκισης 12 μηνών. Ο συνήγορος υπεράσπισης δεν παραστάθηκε (λόγω δικαστηρίου στην Αθήνα), όμως μέσω συναδέλφου του, ζήτησε αναβολή - διακοπή κάτι που δεν έγινε δεκτό από την έδρα του δικαστηρίου, καθώς αναφέρθηκε πως υπήρχε ο κίνδυνος παραγραφής. Όταν η συνάδελφός του προσκόμισε εξουσιοδότηση για να εκτελέσει η ίδια χρέη συνηγόρου υπεράσπισης, είχε ήδη περάσει ο χρόνος που της είχε δοθεί για να κάνει κάτι τέτοιο. Η ίδια προέβη σε δήλωση – καταγγελία ενώπιων της έδρας.
ΤΟ ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
Με το δημοσίευμα το δικαστήριο πρώτου βαθμού, έκρινε πως δημοσιογράφος και διευθυντής σύνταξης, διέδωσαν σε μεγάλο αριθμό πολιτών αναγνωστών της εφημερίδας στο νομό Λάρισας, στην ευρύτερη περιφέρεια της Θεσσαλίας αλλά και σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια, γεγονότα που αφορούσαν σε τρία πρόσωπα της ΕΛ.ΑΣ., χωρίς να τους κατονομάζουν ρητά αλλά τους «φωτογράφισαν», βάζοντας τα αρχικά των ονοματεπωνύμων τους αλλά και την ιδιότητα, τον βαθμό, τη θέση και τις αστυνομικές υπηρεσίες που υπηρέτησαν και υπηρετούν.
Σύμφωνα πάντα με το δικαστήριο, όλα αυτά ήταν «αντικειμενικά πρόσφορα να μειώσουν την επαγγελματική, ατομική, κοινωνική, οικογενειακή και ηθική τιμή και υπόληψη των εγκαλούντων». Αυτό γιατί παρείχαν σε όσους διάβασαν το δημοσίευμα «ερείσματα αναφορικά με την κοινωνική παράστασή τους, ως υψηλόβαθμων αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ. και ως ατόμων προς στήριξη αρνητικών κρίσεων για την επαγγελματική, κοινωνική, οικογενειακή και ιδιωτική εν γένει ζωή τους, καθώς τους παρουσίασαν ως επίορκους αστυνομικούς που επέτυχαν την ιεραρχική τους ανέλιξη με αδιαφανή διαδικασία και ανέντιμες μεθόδους. Ως αξιωματικούς που ενεργούν απρεπώς και αντίθετα προς τις απορρέουσες από τον νόμο υποχρεώσεις τους, που εκμεταλλεύονται διασυνδέσεις σε βάρος της αξιοκρατίας και της ιεραρχίας της ΕΛ.ΑΣ. και που επιδεικνύουν ανάρμοστη ιδιωτική ζωή». Από το σύνολο του κειμένου του δημοσιεύματος, το δικαστήριο έκρινε πως προκύπτει σκοπός εξύβρισης των εγκαλούντων.
Κ.ΓΚΙΑΣΤΑΣ