Μία κάπως προσεκτική παρατήρηση στα όσα συζητούνται κυρίως στα ΜΜΕ, δείχνει ότι το θέμα των καταιγίδων σκόνης δεν είναι επαρκώς γνωστό στην κοινή γνώμη και όχι μόνο. Πρόσφατα προκάλεσε εντύπωση η διατύπωση στη δημόσια τηλεόραση από πανεπιστημιακό καθηγητή της άποψης, ότι η σκόνη που συνήθως μας επισκέπτεται από την Αφρική δεν μεταφέρει παθογόνους μικροοργανισμούς που μπορεί να προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα ακόμα και θάνατο, άποψη που μία γρήγορη επίσκεψη στη διεθνή βιβλιογραφία αποδεικνύει ότι δεν είναι ορθή. Η περίπτωση για παράδειγμα του «πυρετού της κοιλάδας» (valley fever) που οφείλεται σε παθογόνο μύκητα, ο οποίος μπορεί να μεταφερθεί σε μεγάλες αποστάσεις είναι ευρέως γνωστή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πρόκληση στον Καναδά απώλειας χιλιάδων ανθρώπινων ζωών ύστερα από μεταφορά του μύκητα αυτού, που προκαλεί τη φονική ασθένεια από καταιγίδα σκόνης που συνέβη στις ΗΠΑ. Το ότι λοιπόν η μεταφορά σκόνης μπορεί να μεταφέρει παθογόνους μικροοργανισμούς που προκαλούν σοβαρά προβλήματα υγείας είναι αποδεδειγμένο και λαμβάνονται μέτρα αντιμετώπισής τους σε πολλές χώρες (αναφ. 1). Όμως αυτό το θέμα είναι αντικείμενο άλλων ειδικοτήτων και δεν μπορούμε να επεκταθούμε. Εκείνο που θεωρούμε χρήσιμο και θα κάνουμε σε αυτό το άρθρο, είναι μια συνοπτική αναφορά για την πρόκληση αυτή σε ό,τι αφορά την έκτασή της, τις αιτίες που την προκαλούν και τη σχέση της με την κλιματική αλλαγή και τη γεωργία.
Οι κλιματικές καταιγίδες είναι κλιματικό φαινόμενο που συμβαίνει στις ξηρές και ερημικές περιοχές του πλανήτη και είναι η κύρια πηγή της ατμοσφαιρικής σκόνης της Γης. Σε περιοχές ξηρές και χωρίς φυτική κάλυψη μία ταχύτητα αέρα 8 m/sec μπορεί να μεταφέρει εδαφικά σωματίδια στον αέρα. Υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο μεταφέρονται στην ατμόσφαιρα από 500 εκατ. έως 5 δισ. τόνοι σκόνης (αναφ. 2). Οι αφρικανικές καταιγίδες σκόνης συμβαίνουν ολόκληρο τον χρόνο, αλλά στις μεσογειακές χώρες και στις χώρες της Μέσης Ανατολής αυτό παρατηρείται την άνοιξη και το καλοκαίρι. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να φθάσει και μέχρι τις σκανδιναβικές χώρες. Oι επιπτώσεις αυτού του φαινομένου είναι πάρα πολλές και πολύ σοβαρές.
Η σκόνη μπορεί να επηρεάζει την ατμοσφαιρική θερμοκρασία και τα επίπεδα του διοξειδίου του άνθρακα. Αυξάνει τη θερμοκρασία της ατμόσφαιρας, επηρεάζει τον σχηματισμό των νεφών και των βροχοπτώσεων, ενώ επιταχύνει την ερημοποίηση λόγω αύξησης της θερμοκρασίας. Μία άλλη σημαντική επίπτωση είναι η επίδραση στα οικοσυστήματα. Σε ό,τι αφορά τα θαλάσσια οικοσυστήματα η σκόνη μέσω του σιδήρου και του φωσφόρου που μεταφέρει μπορεί να αυξήσει σημαντικά το φυτοπλαγκτόν, αλλά και να μεταφέρει παθογόνα που βλάπτουν τους κοραλιογενείς σχηματισμούς. Μέσω των θρεπτικών στοιχείων που μεταφέρει μπορεί να επηρεάσει θετικά την παραγωγικότητα δασικών οικοσυστημάτων, ιδίως σε περιοχές με ρηχά, άγονα εδάφη, τα οποία εμπλουτίζει με θρεπτικά στοιχεία.
Σημαντική επίσης επίδραση έχει η σκόνη στα εδάφη, σε όλα τα επίπεδα, από τον σχηματισμό τους μέχρι τον εμπλουτισμό τους με θρεπτικά στοιχεία. Πολύ σημαντική ακόμα είναι η επίδραση της σκόνης στην εδαφική μικροπανίδα μεταφέροντας μικροοργανισμούς με θετική, αλλά και βλαπτική δράση, όπως βακτήρια και ιούς. Αυτό μπορεί να έχει σοβαρές συνέπιες στη φυτοπροστασία δεδομένου ότι η έρευνα έχει δείξει ότι με τη σκόνη μπορεί να μεταφερθούν ακόμη και σε μεγάλες αποστάσεις σοβαρές φυτικές ασθένειες, νέες στις περιοχές που επηρεάζονται, που σημαίνει νέα δεδομένα για τους γεωργούς. Είναι πολυάριθμα τα παραδείγματα από περιπτώσεις μεταφοράς νέων ασθενειών σε περιοχές που προηγούμενα δεν υπήρχαν. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η ασθένεια καρκίνος των εσπεριδοειδών που αποτελεί σοβαρό πρόβλημα στη Φλόριδα των ΗΠΑ που μεταφέρθηκε από την Αφρική μέσω καταιγίδας σκόνης. Το ίδιο διαπιστώθηκε με παρόμοια ασθένεια που προσβάλλει τα καρότα. Ανάλογα μεγάλος είναι ο κατάλογος και των μεταφερόμενων με τη σκόνη παθογόνων που προσβάλλουν τα κτηνοτροφικά ζώα, στα οποία προκαλείται πληθώρα ζωονόσων, όπως μαστίτιδες, βακτηριακός καρκίνος, πνευμονίες, άνθρακας κ.λπ.
Ο κατάλογος των παθογόνων που μπορούν να μεταφερθούν με τη σκόνη είναι τεράστιος και αφορά σε μεγάλο βαθμό και τη γεωργία της χώρας μας που γειτνιάζει με την Αφρική, όπου συμβαίνουν πολύ συχνά οι καταιγίδες σκόνης. Η ανάγκη ενίσχυσης της αγροτικής έρευνας και για τον λόγο αυτόν αναδεικνύεται ανάγλυφα. Ελπίζουμε η νέα ηγεσία του ΥΠΑΑΤ να δείξει ευαισθησία για το σοβαρό αυτό κενό της χώρας μας, δηλαδή την αποδυνάμωση της αγροτικής έρευνας. Οποιαδήποτε προσπάθεια ανασυγκρότησης του πρωτογενή τομέα δεν μπορεί να επιτύχει, εάν δεν υποστηρίζεται από τα νέα επιστημονικά δεδομένα που αναδεικνύει η αγροτική έρευνα.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι ο αγώνας για την προσαρμογή στα νέα κλιματικά δεδομένα και τις αλλαγές που προκαλούν στο περιβάλλον, που έχουν άμεση ή έμμεση σχέση με τη ζωή μας, θα είναι συνεχής και απαιτείται η λήψη σοβαρών αποφάσεων για τη διαχείρισή τους. Μήπως ήρθε η ώρα να ξανασυζητηθεί το Εθνικό Σχέδιο για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή (ΕΣΠΚΑ) και τα αντίστοιχα περιφερειακά σχέδια (ΠεΣΠΚΑ); Η Περιφέρεια πρέπει να ενημερώσει το κοινό για την πρόοδο του αντίστοιχου σχεδίου για τη Θεσσαλία;
Αναφορές: 1. Zhang et al. 2016. A Systematic review of global desert dust and associated human health effects. Atmosphere doi.10.3390/atmos7120158. 2. Gonzales-Martin et al. 2014. The global dispersion of pathogenic microorganisms by dust storms and its relevance to agriculture. Adv. In Agron. 127. http://dx.doi.org/10.1016/B978-0-12-800131-8.00001-7
Γράφει ο Χρ. Τσαντήλας*
Γεωπόνος, δρ. Εδαφολογίας, πρ. διευθυντής
Ινστιτούτου Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών
Φυτών του ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ
(e-mail: christotsadilas@gmail.com).