Όπως προαναφέραμε η δημοσίευση των γεγονότων της πλημμύρας της Λάρισας του 1896 πραγματοποιήθηκε πέντε χρόνια αργότερα (1901), στο φιλολογικό περιοδικό «Παναθήναια» του Κίμωνα Μιχαηλίδη [1]. Σε αγκύλες τίθενται επεξηγηματικές σημειώσεις.
«[Η γέφυρα του Πηνειού] με την αρχικήν μορφήν του καταστρώματος, επειδή τούτο ήτο χαμηλότερον προς την αριστεράν όχθην, το ύδωρ του ποταμού υψούμενον κατά τας πλημμύρας, υπερεπήδα την γέφυραν και έρρεεν άνωθεν αυτής, ούτω δε πας κίνδυνος επρολαμβάνετο αφ’ εαυτού. Ήδη, όμως, ο εκάστοτε μηχανικός πρέπει να προσέχη πολύ κατά τας πλημμύρας και να φροντίζη να αφίνη ελευθέραν την ροήν των υδάτων.
Τα ύδατα εξηκολούθουν να υψώνται καθ’ όλην την πρωίαν, έφθασαν δε εις το μεγαλείτερον αυτών ύψος την 11 π.μ. και διετηρήθησαν εις την στάθμην αυτήν μέχρι της 5 μ.μ., ότε ήρχισαν να καταπίπτωσι σχεδόν ανεπαισθήτως. Παρά την γέφυραν δεν υπάρχει ουδεμία βαθμονόμησις, όπως καθίσταται γνωστή η ανύψωσις των υδάτων. Διά τούτο αι διάφοροι καταμετρήσεις εγένοντο μόνον προχείρως. Ούτω λοιπόν ευρέθη ότι τα υψηλότερα ύδατα έφθασαν μέχρι της κατωτέρας επιφανείας του πέλματος της τρίτης από της αριστεράς όχθης εγκαρσίου σιδηράς δοκού του καταστρώματος.
Μετά μεσημβρίαν της 16 [= Δεκεμβρίου 1896], έφθασαν εκ Βόλου εις Λάρισαν σιδηροδρομικώς δώδεκα λέμβοι, άς έφερεν η αστυνομία ίνα χρησιμεύσωσι προς διάσωσιν των εις την πεδιάδα κινδυνευόντων [2]. Η υπηρεσία της διασώσεως ήρχισεν αμέσως και αι λέμβοι διέσχιζον την λίμνην την σχηματισθείσα υπό της κατακλύσεως των υδάτων, σώζουσαι τους επί των δένδρων και των γηλόφων καταφυγόντας. Ούτω δε πολλοί εσώθησαν. Ήτο μεγαλοπρεπές το θέαμα, το οποίον παρουσίαζεν η πλημμύρα, ής [= της οποίας] αμυδράν μόνον ιδέαν λαμβάνει τις. Τα ύδατα είχον φθάσει μέχρι σχεδόν του Τυρνάβου και η μεγάλη πεδιάς εφαίνετο ως λίμνη με μικράς νήσους. Η από Λαρίσης εις Τύρναβον οδός, αν και είναι εν επιχώματι, κατέστη αδιάβατος, διότι η πλημμύρα κατέστρεψε τας παρά την Γιάννουλην τρείς ξυλίνας γεφύρας. Επί πολλάς ημέρας η μεταξύ Γιάννουλης και Αλκαζάρ συγκοινωνία εγίνετο διά πορθμείων [3]. Η δε αμαξιτή οδός Τυρνάβου προσέλαβε μεγάλην ομοιότητα προς την οδόν της Τουρλίδος, ήτις διασχίζουσα την λιμνοθάλασσαν Μεσολογγίου, ενώνει την πόλιν ταύτην μετά της νησίδος.
Αλλ’ είναι μόνον μεγαλοπρεπές το θέαμα τούτο; Εκ των πλημμυρών του Πηνειού πολλαί ανθρώπιναι υπάρξεις ευρήκαν προώρως τον θάνατον μετ’ αγωνιώδη και απεγνωσμένην πάλην κατά της ορμητικής ροής του ποταμού. Ωσαύτως [= με αυτόν τον τρόπο] δε και η ιδιοκτησία των παροχθίων πλειστάκις κατεστράφη. Αν δε αι διάφοροι αρχαί εδείκνυον ολιγωτέραν στοργήν προς την Ποίησιν και εμερίμνων πατρικώτερον υπέρ των ατυχών κατοίκων της Θεσσαλίας, ήθελον στερήσει μεν ημάς του αγρίου τούτου και μεγαλοπρεπούς θεάματος, αλλ’ ήθελον σώζει κατ’ έτος πολλάς ανθρωπίνας υπάρξεις και προφυλάττει τα πάντοτε εν κινδύνω κτήματα των αγαθών και υπομονετικών Θεσσαλών.
Και αν μη το αίσθημα της φιλανθρωπίας, τουλάχιστον το πλουτολογικόν [= που σχετίζεται με τον πλούτο] θα ήτο ικανόν να εμπνεύση τους άρχοντας ημών όπως φροντίσωσιν υπέρ της διασώσεως των εν διαρκεί κινδύνω διατελούντων ατυχών Θεσσαλών, ουχί χάριν αυτών τούτων, αλλά τουλάχιστον του πάντοτε ανισορρόπου προϋπολογισμού του Κράτους».
Σύμφωνα με δημοσιεύματα στον Αθηναϊκό Τύπο, οι πλημμύρες του 1896 προκάλεσαν εκτεταμένες ζημιές στην ευρύτερη περιοχή της Λάρισας: «Τα πλεονάζοντα ύδατα του Πηνειού κατέκλυσαν την πέριξ πεδιάδα και τα χωριά Νυκτερέμ [= Παλαιόπυργος] και Κουλούρα. Οι κάτοικοι έντρομοι κατέφυγον εις την εκκλησία όπως σωθώσιν, άλλοι δε εις τους γύρω λόφους (…). Τα ύδατα του Πηνειού υπερεκχειλίσαντα κατέκλυσαν όλα τα προάστια της Λαρίσσης. Τα χωριά Κουλούρι, Καλύβια [= σημ. Αγία Μαρίνα] και Κιόσκι κατεστράφησαν, όπως επίσης και η γέφυρα Κουτσοχωρίου. Η ύψωσις των υδάτων εξακολουθεί, τούτο δε εμβάλλει εις εύλογον φόβον τους κατοίκους. Περί θυμάτων και του αριθμού αυτών ουδέν εγνώσθη. Η συγκοινωνία μεταξύ Λαρίσσης και Αγυιάς είναι διακεκομμένη ένεκα της ετοιμορρόπου καταστάσεως της γεφύρας Αγυιάς-Ασωμάτων» [4].
-------------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Νικίας Δέλτα, «Πλημμύρα Πηνειού», Παναθήναια (Αθήνα), τόμος 2, τεύχος 21 (15 Αυγούστου 1901), σελ. 336-340.
[2]. «Ο νομάρχης Λαρίσσης ετηλεγράφησεν όπως μεταφερθώσι διά του σιδηροδρόμου λέμβοι εκ Βόλου εις Λάρισσαν διά την συγκοινωνίαν». Βλ. Άστυ (Αθήνα), φ. 9184 (17 Δεκεμβρίου 1896).
[3]. Πλεούμενο (συνήθως ξύλινη εξέδρα δεμένη με σχοινιά) που μετέφερε από ένα σημείο στο άλλο, ανθρώπους, ζώα, οχήματα και εμπορεύματα. Πορθμεία υπήρχαν σε πολλά σημεία σε όλο το μήκος της ροής του ποταμού Πηνειού. Αργότερα στα σημεία αυτά κατασκευάστηκαν γέφυρες.
[3]. Άστυ (Αθήνα), φ. 9186 (19 Δεκεμβρίου 1896).