Όπως προαναφέραμε η δημοσίευση των γεγονότων της πλημμύρας της Λάρισας του 1896 πραγματοποιήθηκε πέντε χρόνια αργότερα (1901), στο φιλολογικό περιοδικό «Παναθήναια» του Κίμωνα Μιχαηλίδη [1]. Σε αγκύλες τίθενται επεξηγηματικές σημειώσεις.
«[Οι κάτοικοι του Πέρα Μαχαλά] Αν και βραδέως, εγκαίρως, όμως, πάντοτε επρόφθασαν να εκκενώσωσι την συνοικίαν των και ήτο ήδη πράγματι καιρός διότι μετ’ ολίγον το ύδωρ κατέκλυσε τον «Πέρα Μαχαλά» και η εντός αυτού συγκοινωνία κατέστη αδύνατος. Το ύδωρ εν τη ορμή του συμπαρέσυρε παν το προστυχόν [=τυχαία] και μετ’ ού πολύ πλείσται ξίλιναι οικίαι μετά θορύβου κατέπιπτον μετασχηματιζόμεναι ακαριαίως εις άμορφον όγκον ξύλων, πλίνθων και κεράμων, άνωθεν του οποίου εις το σκότος της νυκτός εφαίνετο τεφρόχουν νέφος κονιορτού [=σκόνης] [2]. Πλην της καταστροφής ταύτης, τα ύδατα του ποταμού διέσπασαν τα πρόχειρα αμυντικά έργα, άτινα [=τα οποία] οι κάτοικοι της συνοικίας «Ταμπάκικα» είχον κατασκευάσει, ούτω δε τα ύδατα κατέκλυσαν και την συνοικίαν ταύτην.
Οι εις την πεδιάδα ευρεθέντες άνθρωποι έφευγον και έσπευδον να σωθώσι προς τα ψηλότερα μέρη. Τέσσαρες, όμως, εργάται του ατμομύλου, άγνωστον πώς δεν επρόφθασαν να φύγωσι και απεκλείσθησαν ούτως [=κατ’ αυτόν τον τρόπο] εντός του μύλου. Μέσα διασώσεως δεν υπήρχον, πλην μιας μικράς λέμβου ευρισκομένης παρά την γέφυραν. Ταύτην διετάχθησαν να ανασύρωσιν οι πυροβοληταί της αγγαρείας και να την μεταφέρωσιν προς τον μύλον. Ούτω δε τη βοηθεία της λέμβου εσώθησαν οι αποκλεισθέντες. Αν και η Λάρισα ήτο εν ασφαλεία, εν τούτοις πλείστοι κάτοικοι έμειναν άγρυπνοι καθ’ όλην την νύκτα και ήρχισαν να συρρέωσιν επί των λόφων των υπερκειμένων της γέφυρας. Οι θεαταί ούτοι μετ’ αγωνίας παρηκολούθουν τα συμβαίνοντα. Περί δε την 5ην πρωινήν ώραν, όταν το βαθύ σκότος ήρχισε να διαλύεται κάπως, ηκούσθησαν φωναί εκ του πλήθους: - «Ένα νησί έρχεται». Παρατηρούμεν προσεκτικώς και ημείς και διακρίνομεν πράγματι μέλανα όγκον μεγάλων διαστάσεων επιπλέοντα και μετά ταχύτητος φερόμενον κατά της γεφύρας. Το σχοινίον του Δημάρχου δεν ηδυνήθη να τον συγκρατήση και μετ’ ολίγον προσκρούει επί της γεφύρας μετά ισχυρού κρότου.
Η πλημμύρα είχεν επιφέρει και αλλαχού καταστροφάς. Ο ποταμός ίνα διέλθη εις την πεδιάδα της Λαρίσης από της των Τρικκάλων διασχίζει την κεντρικήν λοφώδη της Θεσσαλίας σειράν, διερχόμενος προ του χωρίου Κουτσοχέρου τρίωρον από της Λαρίσης απέχοντος. Παρά το χωρίον υπήρχε μεγάλη ξυλίνη γέφυρα, επί της εθνικής οδού μεταξύ Τρικκάλων και Λαρίσης. Ταύτην δε την γέφυραν εν τη ορμή του παρέσυρεν ο ποταμός και εν των ζευγμάτων αυτής παρασυρθέν έφθασε μέχρι της Λαρίσης. Τούτο δε το ζεύγμα ήτο ο επί της γεφύρας προσκρούσας όγκος (…).
Εν τούτοις με όλας τας προσπαθείας ταύτας και την κατάκλυσιν της επί της αριστεράς όχθης πεδιάδος, το ύδωρ του ποταμού υψούτο απαύστως [=ακατάπαυστα]. Παρά δε την γέφυραν, το ύδωρ είχε και άλλον λόγον να υψούται, διότι αύτη παρουσιάζει κώλυμα [=εμπόδιο] εις την ελευθέραν ροήν του ύδατος. Το δε κώλυμα είναι κατά τοσούτο μεγαλείτερον καθ’ όσον τα ύδατα του ποταμού είναι υψηλότερα. Πρόχειρος καταμέτρησις γενομένη την πρωίαν απέδειξεν ότι η προς τα άναντα [=προς τα ψηλότερα σημεία] της γεφύρας στάθμη του ύδατος ήτο κατά 15 εκατοστά του μέτρου υψηλοτέρα της προς τα κάταντα [=προς τα χαμηλότερα σημεία]. Βεβαίως, η διαφορά αύτη δεν ήτο μεγάλη και η γέφυρα ηδύνατο ακόμη ν’ ανθίσταται κατά της πιέσεως του ύδατος, εν τούτοις δύσκολον δεν ήτο να επέλθη μεγαλειτέρα τις ανύψωσις.
Η ωραία γέφυρα της Λαρίσης είναι κτίσμα βυζαντινόν και επιδιωρθώθη υπό του Χασάν του υιού Τουρχάν του κατακτητού. Το αρχικόν κατάστρωμα της γεφύρας ήτο στενώτερον και κυρτόν. Κατόπιν, όμως, της κατά την επιστράτευσιν του 1885-86 γενομένης επιδιορθώσεως υπό του στρατιωτικού Μηχανικού, τούτο έλαβεν την μορφήν ήν [=την οποία] σήμερον έχει».
(Έπεται το τέλος).
----------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Νικίας Δέλτα, «Πλημμύρα Πηνειού», Παναθήναια (Αθήνα), τόμος 2, τεύχος 21 (15 Αυγούστου 1901), σελ. 336-340.
[2]. Ακριβώς παρόμοια γεγονότα αναφέρονται και στη μεγάλη πλημμύρα της Λάρισας τον Οκτώβριο του 1883: «Από της παρελθούσης πέμπτης, ήτοι 13 του μηνός, ήρξατο συνεχής βροχή, ήτις την παρασκευήν και το Σάββατον εξηκολούθει ραγδαίαν (...). Περί δε την 5ην ώραν ήρχισαν να καταρρέωσιν αι οικίαι διότι εισίν εκ πλίνθων κατασκευασμέναι, ο δε κρότος των καταρρεουσών οικοδομών επροξένει φρίκην, διότι υπήρχεν φόβος μήπως συνεπλακώθησαν μετά των επίπλων και άνθρωποι». Βλ. Φάρος της Μακεδονίας (Θεσσαλονίκη), φ. 803 (19 Νοεμβρίου 1883).