Όπως προαναφέραμε η δημοσίευση των γεγονότων της πλημμύρας της Λάρισας του 1896 πραγματοποιήθηκε πέντε χρόνια αργότερα (1901), στο φιλολογικό περιοδικό «Παναθήναια» του Κίμωνα Μιχαηλίδη [1]. Σε αγκύλες τίθενται επεξηγηματικές σημειώσεις.
«Το γεγονός τούτο [2] ήτο γνωστόν εις τας αρχάς Λαρίσης και εγκαίρως οι κάτοικοι του «Πέρα Μαχαλά» ειδοποιήθησαν περί του επικειμένου κινδύνου και παρηγγέλθησαν μάλιστα να εκκενώσωσι τας οικίας των καταφεύγοντας εντός της πόλεως. Αι γυναίκες όμως του μαχαλά δεν έτρεφον μεγάλην υπόληψιν εις τας μετεωρολογικάς γνώσεις της παραγγελλούσης Αστυνομίας και υπέβαλον την πρότασιν υπό την κρίσιν του μπακάλη της συνοικίας. Ο σοφός μπακάλης, σκεφθείς ωρίμως, απεφάνθη ότι ουδείς επίκειται κίνδυνος. Η δε γνώμη του είχε τόσον κύρος, ώστε οι κάτοικοι του «Πέρα Μαχαλά» έμειναν εις την συνοικίαν των.
Η πρώτη αισθητή ανύψωσις των υδάτων του ποταμού παρετηρήθη την 9 εσπερινήν ώραν της 15 Δεκεμβρίου. Εν τούτοις και κατόπιν της αυξήσεως ταύτης του όγκου των υδάτων, η διά της γεφύρας ρύσις [=απελευθέρωση] αυτών απέμεινε κανονική και δεν ηπείλει άμεσον τινά κίνδυνον. Επειδή όμως κατά πάσαν στιγμήν ήτο ενδεχόμενον να ανυψωθώσι πλειότερον τα ύδατα, ο στρατιωτικός Μηχανικός αποκατέστησεν επί της γεφύρας τους αναγκαίους παρατηρητάς, με την εντολήν να παρακολουθώσι την ανύψωσιν των υδάτων. Ειδοποίησεν δε ταυτοχρόνως τον Δήμαρχον να έχη έτοιμους φανούς, όπως εν ανάγκη φωτισθή ο ποταμός και ούτω καταστή δυνατή η εργασία και κατά την νύκτα. Πάσαι όμως αι φροντίδες του Δημάρχου, προς πρόληψιν της καταστροφής της γεφύρας, περιωρίσθησαν εις την διάτασιν [=τέντωμα] χονδρού σχοινίου από της μιας προς την άλλην όχθην του ποταμού και προς τα άναντα [=προς τα ψηλότερα σημεία] της γέφυρας.
Το σχοινίον τούτο, ούτινος [=του οποίου] το χαμηλότερο σημείον της καμπύλης του απλώς εφήπτετο [=ακουμπούσε] του ύδατος, ήτο προωρισμένον, κατά την γνώμην πάντοτε του Δημάρχου, να εμποδίζη τα επιπλέοντα σώματα να προσκρούωσι κατά της γεφύρας. Αλλ’ είτε διότι το μέσον τούτο είναι ανεπαρκές, είτε διότι η πρόσδεσις εγένετο πολύ υψηλά, το σχοινίον δεν εξεπλήρωσε τα ανατεθέντα αυτώ αστυνομικά καθήκοντα και εχρησίμευσεν απλώς προς διασκέδασιν των, εις πάσαν ομοίαν περίστασιν, πάντοτε συγκεντρουμένων χαμινίων [=αλάνια]. Προς τούτοις ο δήμαρχος ετοποθέτησε κατά μήκος της γεφύρας δάδας τινάς εκ ρητίνης, όπως φωτίση τον ποταμόν κατά την στιγμήν της ανάγκης. Αλλ’ όπως συνήθως συμβαίνει παρ’ ημίν, αι δάδαι ήφθησαν [=άναψαν] πολύ προ της ώρας και όταν παρέστη η ανάγκη, είχον προ πολλού παύσει να φωτίζωσι και ούτω κατά την στιγμήν του κινδύνου εις την γέφυραν εβασίλευε βαθύτατο σκότος.
Περί την 4ην πρωινήν ώραν της 16 Δεκεβρίου τα ύδατα ήρχισαν να υψώνται επικινδύνως και να κατακλύζωσι συνάμα τον «Πέρα Μαχαλά», ασεβώς διαψεύδοντα την μετεωρολογικήν πρόγνωσιν του μπακάλη. Έβρεχε ραγδαίως και το σκότος της νυκτός δεν διεκόπτετο υπό ουδεμιάς αστραπής. Οι κάτοικοι του «Πέρα Μαχαλά» έβλεπον πλέον τον κίνδυνον όν [=τον οποίον] διέτρεχον και τότε μόνον έσπευσαν τεταραγμένοι να εκκενώσωσι τας οικίας των και να καταφύγωσι προς την πόλιν. Οπόσον θλιβερά η εικών κατοίκων φευγόντων! Έκαστος προσεπάθη να σώση ό,τι είχεν πολυτιμότερον. Ολόκληρος ο συνοικισμός ήτο εις κίνησιν. Πάντες εζήτουν την σωτηρίαν αυτών και της κινητής των περιουσίας. Το βαθύ σκότος προσέδιδεν αγριωτέραν όψιν εις την ταραχώδη κίνησιν (…).
Ο φόβος, η ελπίς, η αμφιβολία ήσαν τα αισθήματα, άτινα [=τα οποία] ως φαντάσματα ηγείροντο προ των δεισιδαιμόνων κατοίκων του «Πέρα Μαχαλά» και τους ημπόδιζον να λάβωσι γενναίαν τινά απόφασιν. Κατ’ αρχάς έφευγον προς την Λάρισαν συναποφέροντες τα βρέφη των. Κατόπιν δε, αφ’ ού αφικόμενοι επί της δεξιάς όχθης εξησφάλισαν τα βρέφη και τους γέροντας, επανήλθον εις την συνοικίαν των ίνα σώσωσιν ό,τι ήτο δυνατόν ακόμη να σωθή. Τότε ήρχισεν αδιάκοπος παλινδρομική κίνησις προς την μίαν και την άλλην διεύθυνσιν της γεφύρας. Μετ’ ολίγον δε δεν έβλεπέ τις ειμή άνδρας, γυναίκας, παιδία, αμάξας και ίππους πυρετωδώς σπεύδοντας να μετακομίσωσι διάφορα οικιακά σκεύη. Βρεγμένοι, λασπωμένοι, απηλπισμένοι και φοβισμένοι επηγαινοήρχοντο οι κάτοικοι της μικράς παροχθίου συνοικίας, μετά σπουδής και τρόμου, ίνα προλάβωσι και σώσωσι την κινητήν των περιουσία. Το αμυδρόν φως μικρού φανού εφώτιζεν την σκηνήν ταύτην, και η σκοτεινή αύτη εικών έμεινε χαραγμένη εις την μνήμην μου, όπως πάσαι αι εικόνες της ανθρωπίνης αθλιότητος» [3].
(Συνεχίζεται)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Νικίας Δέλτα, «Πλημμύρα Πηνειού», Παναθήναια (Αθήνα), τόμος 2, τεύχος 21 (15 Αυγούστου 1901), σελ. 336-340.
[2]. Αφορά τον κίνδυνο από τις πλημμύρες που διατρέχει η αριστερή όχθη του Πηνειού στην συνοικία του Αγίου Χαραλάμπους (Ιπποκράτης).
[3]. Παρόμοιες σκηνές επαναλήφθηκαν κατά τις μεγάλες πλημμύρες των επομένων ετών (1901, 1903 κ.λπ.), με τελευταία αυτήν του 2023.