Όπως προαναφέρθηκε, οι εντυπώσεις του δημοσιεύθηκαν στο φιλολογικό περιοδικό «Παναθήναια» του Κίμωνα Μιχαηλίδη [1]. Στις αγκύλες παρατίθενται επεξηγηματικές σημειώσεις:
«Ένα μυστικόν ερώτημα διαλάμπει διά της μορφής εκάστου, ερώτημα αόριστον, ασύλληπτον, ασυνείδητον ακόμη, αλλ’ όπερ η αθλιότης της ανθρωπίνης φύσεως πετάει ως ειρωνίαν σατανικήν έξω των κογχών των οφθαλμών, αδυνατούσα να το φυλάξη μέσα της – το ερώτημα: «Τ’ ήλθες εδώ μωρέ να κάνης;». Και μία μυστική απάντησις από τον καθένα ακουσία πιτσιλίζει όλων τα πρόσωπα σα λάσπη: «Ό,τι και σύ!». Ήγουν ν’ αλληλοκοροϊδευθώμεν όλοι, ν’ αλληλοψευσθώμεν όλοι, ν’ αλληλοαπατηθώμεν όλοι… Αλλά το ερώτημα, αλλά η απάντησις είναι αστραπιαία, και αντιπαρέρχονται όλοι αδιάφοροι, χωρίς κανείς εξ αυτών να ησθάνθη την αστραπήν του βλέμματος και χωρίς κανείς εξ αυτών να συνησθάνθη ότι κάτι τι τρομερώς ανθρώπινον και κάτι τι τρομερώς μάταιον ανετάραξε την ψυχήν του όλην.
Μέσα εις τον εσμόν [=συρφετό] αυτόν, όστις εκσπά [=ξεσπά] μόλις διαβή την Γέφυραν, αλλ’ όστις προ αυτής είναι πάντοτε τας ημέρας εκείνας πυκνός, πυκνότατος, πλανάται ένας πτερόεις [=φτερωτός] πόθος σαγηνευτικώτατος, πόθος βαρύνων εφ’ έκαστον αυτών, ωσεί μύριαι ομού ατμόσφαιραι, ο πόθος του «ν’ αγοράσουν όλοι κάτι». Της αγοράς ο δαίμων φαίνεται συσσείων [=ταρακουνά] όλους. Και όσοι ακόμη ήλθον με μόνον τον σκοπόν συνεχούς γλεντιού, αισθάνονται σύσσωμοι, από τον δαίμονα τούτον να ωθούνται. Πολλοί δεν αγοράζουν τίποτε, διότι, απλούστατα, ήθελαν ν’ αγοράσουν ό,τι βλέπουν, όλα! Ως διά ρεύματος ηλεκτρικωτάτου μεταδίδεται από του ενός εις τον άλλον ο πόθος ούτος. Είναι το αντίδοτον, το αντιφάρμακον εις τον σκεπτικόν. Είναι η χαρά της ζωής εις τον απλοϊκόν. Καθίσταται σχεδόν ανάγκη. Όλοι σκέπτονται: «κάτι επί τέλους θα αγοράσωμε, αφού κάτι πρέπει να αγοράσωμε, και ας μη το θέλουμε» (…).
Ο δαίμων αυτός της αγοράς, είτε προς χρήσιν, είτε προς βρώσιν, αδιάφορον, είναι πολυπρόσωπος. Πρωτεύς τις, χαμαιλέων τις. Όλους τους κινεί σαν νευρόσπαστα. Και άλλους τους ενθουσιάζει και άλλους τους άγει [=οδηγεί] εις κατάνυξιν. Και άλλους τους μεθύει εκ χαράς. Και άλλους τους θεραπεύει από άλγη [=πόνους]. Η νοσταλγία του νέου, βαθύτατα ερριζωμένη μέσα των, εκθρώσκει [=αναπηδά] τότε εν όλη της τη κυριαρχία. Και εμποδίζει κραταιά να παρεισδύση [=εισχωρήσει] εις τας απλάς αυτάς ψυχάς και το ελάχιστον νέφος θλίψεως (…).
Κάτωθεν ο Πηνειός κυλίεται θολός σαν φείδι [=φίδι] με το αρχαίο του πουκάμισσο ακόμη. Μετά του Αχελώου, μετά του Ασπροποτάμου, και ο Σαλαμπριάς [2] – όπως τον λεν – αυτός πηγάζουν εκ της Πίνδου και είναι αδέρφια αιώνια χωρισμένα [3], και θρύλοι φέρονται και μύθοι ωραίοι περί των κατά μέσας φεγγαρολούστους νύκτας θρήνων των, διά τον πικρόν των χωρισμόν αυτόν, αδέρφια και αυτά μετά των άλλων της Δημώδους Μούσης μας και της Ελληνικής μας Παραδόσεως αγαπημένα [4]. Προς Βορράν χάνεται μέσα εις των Τεμπών τ’ αρώματα, προς Νότον σβύνεται μέσαστης δροσιαίς της κρουσταλλένιαις του Θερμαϊκού. Κάτω τώρα τα βώδια τον περνούν έως τα γόνατα. Ξένοιαστα… Ξένοιαστοι μαζή των και οι άνθρωποιπου λούζονται εκεί παρά τας όχθας του… Ησυχάζει… Κοιμάται… Και φαίνεται σαν όνειρο παρθενικό (…). Και πέφτουν οι σακκάδες [=νεροκουβαλητές] ακατάπαυστα στα ρείθρα του κι αντλούν ακατάπαυστα, αντλούν απ’ όλες της όχθαις και αναδεύονται στα νάματά του [=τρεχούμενα νερά], βλέπεις όλαις, η σκιαίς απάνω των πανηγυριστών που πάνε και έρχονται σαν φάσματα».
(Συνεχίζεται).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Δημήτριος Αναστασόπουλος, «Η Πανήγυρις της Λαρίσσης», Παναθήναια (Αθήνα), έτος Δ’, τόμος 7, τεύχος 74 (31 Οκτωβρίου 1903), σελ. 33-37 και τεύχος 76 (30 Νοεμβρίου 1903), σελ. 104-109.
[2]. Μεσαιωνική ονομασία του ποταμού Πηνειού. Το όνομα διατηρήθηκε επί Τουρκοκρατίας, αλλά και αργότερα. Οι Τούρκοι τον ονόμαζαν, επίσης, Κιοστέμ, που, όπως θεωρούν μερικοί ερευνητές, είναι παραφθορά του ονόματος Λυκοστόμιο.
[3]. «Μια φορά ήταν μια μάνα που είχε τρία παιδιά. Το μεγαλύτερο το έλεγαν Αχελώο, το δεύτερο Άραχθο και το τρίτο Πηνειό. Όλοι μαζί ζούσαν πάνω στην Πίνδο. Μια μέρα, ξύπνησαν τα παιδιά και είδαν πως η μητέρα τους έλειπε. Έψαξαν παντού, αλλά δεν τη βρήκαν και αποφάσισαν να χωριστούν για να την ψάξουν. Το πρώτο παιδί έκανε προς το Βραχώρι (Αγρίνιο). Το δεύτερο πήγε προς την Άρτα και το τρίτο, ο Πηνειός, κατέβηκε στη Θεσσαλία, την περπάτησε ολόκληρη ψάχνοντας, αλλά κανένα από τα τρία παιδιά δεν τη βρήκε και απελπισμένα έπεσαν στη θάλασσα και πνίγηκαν». Από εργασία των μαθητών και μαθητριών της Δ’ τάξης του Δημοτικού Σχολείου Ταξιαρχών του Δήμου Φαρκαδόνας Τρικάλων με θέμα: «Ο Πηνειός μέσα από την ιστορία, τη μυθολογία και τη λαογραφία» (σχολικό έτος 2011-2012).
[4]. Ευάγγελος Μπαλντούνης, «Ο Πηνειός στη Μυθολογία και την Ιστορία», Ελευθερία (Λάρισα), 10 Απριλίου 2022.