Όπως προαναφέρθηκε οι εντυπώσεις του δημοσιεύθηκαν στο φιλολογικό περιοδικό «Παναθήναια» του Κίμωνα Μιχαηλίδη [1]. Στις αγκύλες παρατίθενται επεξηγηματικές σημειώσεις:
«Το Αλκαζάρ! Όνομα που έζησε εις τη Γρανάδα, κάτω από φιλήματα Ουρί [=όμορφες κοπέλλες]… Και που ως ηχώ επέρασε ως τη Λάρισσα, επί ποίων ερωτικών πτερών – τις οίδε [=ποιος γνωρίζει] – ωραίου Μαυριτανού αγνώστου… Το Αλκαζάρ! Άλσος τώρα άγριο, γεμάτο περασμένα μεγαλεία… Υπό τας θολίας [=κάτω από τη σκέπη] του εζήλωσα [=ζήλεψα] Ανατολίτου ρέμβην [=φαντασία]. Κάτω από θεόραταις λεύκαις και δίπλα εις κάποιο κατερειπωμένο περίπτερο εκάθησα. Στα πόδια μου έρρεε ήσυχα, ανάλαφρα ο Πηνειός. Γύρω μου, μία μέθη από φωνάς εξάλλους εβούιζεν ωράν από γιγάντιον οίστρον [=διέγερση]. Κάποτε ήκουα στα χέρια Εβραίου τον ήχον κροταλίζοντος χρυσού. Κάποτε, τον μυκηθμόν [=μούγκρισμα] ταύρου επιβήτορος, ωσάν ύμνον προς την Ζωήν τεράστιον…Και άνωθέν μου, μέσα εις τα φυλλώματα, επί τους κλάδους και τας κορυφάς των δένδρων, ωσάν οιωνοί κακοί να πτερυγίζουν καλιακούδες, στίφη! Κάριαις τις λένε στο Γενή Σεΐρ [=Λάρισα]. Εκ παραδόσεως θεωρούνται ιεραί. Και μένουν ανενόχλητοι από το πλήθος. Σαν τόσα όρνεα φαίνονται…. Εξωτικά, άλλου κόσμου…
Ούτε εκατομμύρια κυψελών δεν θορυβούν, όσον θορυβεί ένα από τα πουλιά αυτά τα μαύρα, τ’ άγρια, τ’ ανήσυχα. Κρύαι, παγεραί αι πτήσεις των, τα κιχλίσματά [=κελαηδήματα] των. Και ενώ πετούν, νομίζεις ότι φέρουν επί τας πτερύγας των ρίγη… Τα σμήνη των, όταν εφίπτανται [=πετούν πάνω] του Πηνειού και πάνε κ’ έρχονται από τη μια στην άλλη όχθη του σαν δαίμονες, φαντάζουν τη μαυρίλλα της δημώδους Μούσης μας: «Πολλή μαυρίλλα πλάκωσε / μαύρη σαν καλιακούδα».
Στο φτέρωμα μιας καλιακούδας απ’ αυταίς καβάλλησα και πέταξα στην έκτασι της Πανηγύρεως και είδα: Δεξιά μου ο Όλυμπος υψούται σαν Δόξα. Ως τα ριζά [=πρόποδες] του έφθανεν απέραντος ο κάμπος. Και έφθανεν ως της κορφαίς του η χλαλοή [=φασαρία] χιλιάδων, μυριάδων. Σαν κάποιας νέας ελευθερίας προσευχή ανήρχετο. Ακρόαμα και θέαμα αλλόκοτον. Τα αιώνια τραγούδια μας και τα αιώνια μαλώματά των αναδεύοντο στο Κυανούν. Και μυστικά, ωσάν να ήρχετο από τα ξακουσμένα ολύμπιά των δώματα, άκουες και πάλι τη μεγάλη, την ευγενή φωνή της Παραδόσεως: «Εγώμαι ο γέρο Όλυμπος / στον κόσμο ξακουσμένος / έχω σαράντα δυο κορφαίς, / κ’ εξήντα δυο βρυσούλαις».
Και είδα ανατολικομάγαζα να ορθούνται ένθεν και ένθεν [=από εδώ και από εκεί] της οδού σαν ξόανα. Παντός είδους, παντός μεγέθους, παντός σχήματος. Ανάκατα, τα χυδαιότερα με τα ευγενέστερα. Με ποικιλίαν όλα, ανάλογον προς την πόλιν, προς τους αγοραστάς, προς την πανήγυριν. Δεν έβλεπα την κίνησιν τώρα, αλλά την ζωήν. Την ζωήν την βάρβαρον. Τι! Μόνον τα άγρια αντικείμενα έλειπον. Και μόνον τα άγρια χνώτα. Κάτι κομβολόγια πράσινα που εκυκλούντο τους κόμβους σαν αυγά. Κάτι τόξα και κάτι δόρατα και κάτι βέλη ωξειδωμένα. Κάτι ειδώλια κεράμινα, άχαρα και τραγικά και βλοσερόν δερκόμενα [=με αυστηρό βλέμμα]. Αυτά έλειπαν. Ακόμη, το επ’ ανταλλαγή εμπόριον, η γύμνια και η χρόα [=χρώμα] εκείνη, η ως μαύρη ύελος [=γυαλί] γυαλίζουσα, των Μαύρων. Και ακόμη ο τρόμος του εγκεφάλου και το δέος της ψυχής και η φρίκη των γραμμών. Αυτά, διά να πάρη πλήρη η ζωή αυτή τον τόνον και τον ρυθμόν βαρβάρου.
Ναι! Βάρβαρος ήτον η ζωή που έβλεπα. Αλλά ζωή με φως. Με πνίγος [=χωρίς ανάσα] μέσα της από ακτίνας. Ένα μένος [=μανία] αρχαίον ώδευε διά των φλεβών της. Κ’ εκτύπα, κ’ επάλλετο ως τρικυμία. Κ’ αίφνης [=ξαφνικά] εφοβίζετο και αίφνης αδυνάτιζε ως πόα [=θάμνος]. Άρρυθμος, διστακτικός, ανήσυχος, θαμβός ήτον ο κόσμος ούτος. Με πολλά χρώματα και με πολλάς φωνάς, διά να δικαιολογήται η βαρβαρότης του (…). Και είδον μαγαζειά γεμάτα ποίησιν ελληνικήν, αγνώς ελληνικήν. Δεξιά και αριστερά των τοίχων στημένοι αργαλειοί, επρόβαλαν έτσι στο σκιόφως μέσα και υπό παμπαλαίας αραχνιασμένας οροφάς, έτσι στα βάθη εκεί, ως υπό καταχθόνια άγνωστα, επρόβαλαν σαν μαγικά Θεσσαλής μαγίσσης σύνεργα (…). Δεξιά και αριστερά Λαρισσιναίς γυναίκες και κορίτσια εργάζονται, και φαίνονται εκεί σαν φαντάσματα λευκά τη νύχτα, υπό το φως, στεφανωμένα σα με κάποιο θείο ακτινωτό εξ Ουρανών… Από εκεί, ό,τι η Φυλή ακόμη διέσωσε εθνικό εις το ένδυμα, έλαμψε και λάμπει. Μεταξωτά αράχνινα μαζή με φλοκάταις πλούσιαις, μαζί με μαντήλια πλουμιστά [=στολισμένα], μαζί με κάποιες λάχναις [=λεπτά υφάσματα] όλα με ντέρτι [=καημό] εργασμένα και σεβντά [=με πόθο], σιγά-σιγά εκεί μέσα τραγουδιστά και με καϋμούς υφαίνονται. Ολημερίς κροτούν [=παράγουν κρότο] κι’ οληνυχτίς (…)».
(συνεχίζεται)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Δημήτριος Αναστασόπουλος, «Η Πανήγυρις της Λαρίσσης», Παναθήναια (Αθήνα), έτος Δ’, τόμος 7, τεύχος 74 (31 Οκτωβρίου 1903), σελ. 33-37 και τεύχος 76 (30 Νοεμβρίου 1903), σελ. 104-109.