Ο ίδιος αναφέρεται ως μεγάλος δωρητής του ναού του Αγίου Δημητρίου στο Μοναστήρι, ο θεμέλιος λίθος του οποίου ετέθη στις 6 Αυγούστου 1830.
Και τα δύο του παιδιά, γεννήθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1830. Από τα νεανικά τους χρόνια μαθήτευσαν δίπλα στον πατέρα τους και έμαθαν την τέχνη της επεξεργασίας του χρυσού και των πολυτίμων λίθων με αποτέλεσμα στα τέλη της δεκαετίας του 1860 να είναι από τους καλύτερους χρυσοχόους και εμπόρους πολυτίμων λίθων σε όλη τη Μακεδονία. Το μεγάλο κατάστημα που διατηρούσαν στο Μοναστήρι (Βιτώλια) ήταν εφάμιλλο με τα αντίστοιχα της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης. Μεταξύ των πελατών τους συγκαταλέγονταν Έλληνες έμποροι, Οθωμανοί αξιωματούχοι και Ευρωπαίοι διπλωματικοί υπάλληλοι.
Αμέσως μετά από την κήρυξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1877-1878), εγκατέλειψαν την γενέτειρά τους και εγκαταστάθηκαν με τις οικογένειές τους στη Λάρισα. Υποθέτουμε ότι η επιλογή τους αυτή στηρίχθηκε στις διασφαλίσεις που τους παρείχε ο Οθωμανός κτηματίας και αργότερα βουλευτής Λαρίσης Δερβίς βέης Χαλήλ ο οποίος διατηρούσε συγγενική σχέση με τους απογόνους του τέως καϊμακάμη του Μοναστηρίου Χατζή Ιμπραΐμ αγά.
Ο Αστέριος Σάπκας ενοικίασε το 1878 ένα εργαστήριο μέσα στο χάνι του Οθωμανού κτηματία Αρίφ Χασήμ και της συζύγου του Σεριφέ Ρουκουγιέ. Το χάνι που βρισκόταν στη συνοικία Ντάρκολι (περιοχή της σημερινής οδού Κύπρου) λειτουργούσε ήδη από το 1875 και διέθετε έναν μεγάλο αυλόγυρο στη μία πλευρά του οποίου βρισκόταν τα δωμάτια και στην άλλη τα εργαστήρια [1]. Το 1882 απεβίωσε ο Αρίφ και η χήρα σύζυγός του Σεριφέ Ρουκουγιέ διόρισε ως γενικό και ειδικό πληρεξούσιο της οικογενειακής της περιουσίας τον κτηματία ΡαΐφΑβδουλάχ αγά [2]. Ο τελευταίος ανανέωσε την μίσθωση του εργαστηρίου (9 Δεκεμβρίου 1882) για ένα έτος και αντί ετησίου μισθώματος 1.440 γροσίων [3]. Η μίσθωση ανανεώθηκε και τον επόμενο χρόνο με παράλληλη αναπροσαρμογή του ετησίου μισθώματος (1.800 γρόσια ή 222,30 δρχ.) [4]. Το 1909 την διεύθυνση του χρυσοχοείου ανέλαβε ο γιος του Παναγιώτης (Πάνος), ο οποίος την ίδια χρονιά μετέφερε το κατάστημα «επί της οδού Ερμού, έναντι εμπορικού Χατζηευθυμίου και όπου πρότινος ήτο το των αδελφών Δανιήλ» [5]. Στο παλαιό κατάστημα στεγάστηκε το 1910 το ωρολογοποιείο του Στέφανου Ηλιόπουλου [6].
Ο Αστέριος Μ. Σάπκας απεβίωσε «πλήρης ημερών» στις 24 Σεπτεμβρίου 1913 [7]. Από τον γάμο του με την Κωνσταντίνα (Ντίνα) Σάπκα [8] είχε αποκτήσει δύο παιδιά: τον ιατρό και μετέπειτα δήμαρχο και βουλευτή Λαρίσης Μιχαήλ Σάπκα (1873-1956) και τον χρυσοχόο Παναγιώτη Σάπκα (1880-1969), που όπως προαναφέρθηκε ακολούθησε το οικογενειακό επάγγελμα.
Ο Κωνσταντίνος Σάπκας, ενοικίασε και αυτός το 1878 (όπως και ο αδελφός του Αστέριος) ένα εργαστήριο που βρισκόταν μέσα στο χάνι των Οθωμανών κτηματιών Μεχμέτ Χανίφ και Χασάν Βεσάφ, υιών του ΡαΐφΑβδουλάχ(συνοικία Ντάρκολι) [9]. Το 1884 οι προαναφερθέντες αδελφοί εγκαταστάθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και διόρισαν τον πατέρα τους ως γενικό και ειδικό πληρεξούσιό τους στη Θεσσαλία [10]. Το 1886 ο τελευταίος ανανέωσε τη μίσθωση του χρυσοχοείου αντί 12 χρυσών Τουρκικών λιρών ετησίως (269,36 δρχ.) [11]. Τον Σεπτέμβριο του 1887 το συγκρότημα του χανίου κατεδαφίστηκε και οι Οθωμανοί κτηματίες ανέθεσαν (24 Σεπτεμβρίου 1887) στον εργολάβο Ναούμ Κώστα από την Κορυτσά να αναγείρει λιθόκτιστα εργαστήρια [12], σε ένα από τα οποία επαναλειτούργησε ένα χρόνο αργότερα το χρυσοχοείο (1888).
Η θυγατέρα του Κωνσταντίνου Σάπκα, Αλεξάνδρα,αρραβωνιάστηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 1899 τον χρυσοχόο Βασίλειο Δαλθανάση [13]. Ο Κωνσταντίνος Σάπκας χορήγησε ως προίκα στον γαμπρό του 100 χρυσές Τουρκικές λίρες και το ποσό των 3.720 δρχ. σε ενδύματα, έπιπλα και είδη οικιακής χρήσεως [14]. Ο γάμος τους τελέστηκε στις 16 Απριλίου 1900 [15]. Έκτοτε ο Βασίλειος Δαλθανάσης ανέλαβε τη διαχείριση του χρυσοχοείου του πεθερού του [16]. Δύο χρόνια μετά τον θάνατο της συζύγου του Αλεξάνδρας (Απρίλιος 1902) [17] ο Δαλθανάσης νυμφεύθηκε για δεύτερη φορά την Αικατερίνη (Κατίνα)Μαλικούτη, αδελφή του μηχανικού Ζ. Μαλικούτη και γυναικαδελφή του πταισματοδίκη της Λάρισας Α. Πάγκαλου [18]. Ο Κωνσταντίνος Μ. Σάπκας «απεβίωσεν εν μέσω πολυαγαπημένων τέκνων και λοιπών συγγενών» στις 11 Ιανουαρίου 1913 [19].
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Χ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Μετά την απελευθέρωση της Λάρισας (1881) ο Αρίφ Χασήμ ενοικίασε το χάνι αρχικά στον πανδοχέα Τάσο Λειβαδιώτη και αργότερα στον οινοπώλη Γεώργιο Βούλγαρη του Ιωάννη (ή Καραμάνο). Βλ. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Λάρισας (ΓΑΚ/ΑΝΛ), Συμβολαιογραφικό Αρχείο Ανδρέα Ροδόπουλου, φκ. 001 [1881-1882], αρ. 250 (25 Μαΐου 1882).
[2]. ΓΑΚ/ΑΝΛ, Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 001 [1882], αρ. 149 (9 Φεβρουαρίου 1882).
[3]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 004 [1882-1883], αρ. 1059 (7 Δεκεμβρίου 1882).
[4]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 007 [1883], αρ. 2139 (8 Δεκεμβρίου 1883).
[5]. Νικόλαος Παπαθεοδώρου, «Η οικογένεια Σάπκα στη Λάρισα: Διορθώσεις και προσθήκες», Ελευθερία (Λάρισα), φ. 33054 (11 Μαΐου 2016).
[6]. Μικρά (Λάρισα), φ. 38/440 (11 Φεβρουαρίου 1910).
[7]. Μικρά (Λάρισα), φ. 38/594 (25 Σεπτεμβρίου 1913).
[8]. Γεννήθηκε το 1848 και απεβίωσε το 1930. Ετάφη στο Παλαιό Νεκροταφείο της Λάρισας. Βλ. Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, Το Α΄ Δημοτικό Νεκροταφείο της Λάρισας (1899-1993). Θεσσαλονίκη 2013, Κατάλογος ταφικών μνημείων, αρ. 138, σ. 93.
[9]. Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, Χάνια, πανδοχεία και ξενοδοχεία της Λάρισας 1423-1973 (υπό έκδοση).
[10]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 009 [1884], αρ. 2470 (11 Απριλίου 1884).
[11]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 016 [1886], αρ. 4541 (21 Απριλίου 1886).
[12]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 024 [1887], αρ. 6676 (24 Σεπτεμβρίου 1887).
[13]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 77 (25 Σεπτεμβρίου 1899).
[14]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 068 [1900], αρ. 24468 (15 Απριλίου 1900).
[15]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 105 (21 Απριλίου 1900) και Μικρά (Λάρισα), φ. 14 (23 Απριλίου 1900).
[16]. Από το 1895 μέχρι το 1900 ο Δαλθανάσης εργάστηκε στο χρυσοχοείο των αδελφών Κιρκόρ και Παρσέχ Γκορτζιάν, όπου έμαθε την τέχνη της επεξεργασίας των πολυτίμων λίθων και ειδικά των αδαμάντων. Βλ. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 051 [1895], αρ. 18243 (13 Ιουνίου 1895).
[17]. Σάλπιγξ(Λάρισα), φ. 626 (21 Απριλίου 1902).
[18]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 325 (6 Φεβρουαρίου 1904) και Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 716 (18 Ιανουαρίου 1904).
[19]. Μικρά (Λάρισα), φ. 10/566 (13 Ιανουαρίου 1913).