Ως εργατικός και έντιμος υπάλληλος δεν πέρασε απαρατήρητος από τους μεγάλους κεφαλαιούχους της εποχής και ιδιαίτερα από τον Οθωμανό κτηματία Αβραάμ πασά Καρακεχαγιά (κάτοικο Κωνσταντινουπόλεως) ο οποίος το 1881 τον διόρισε (μαζί με τον Τζάννη Αβραμιάν) πληρεξούσιο διαχειριστή των 31 τσιφλικιών του στη Θεσσαλία [1]. Δύο χρόνια αργότερα (1883) διορίσθηκε από τον τραπεζίτη Ζαννή Στεφάνοβικ Σκυλίτζη (1806-1886) ως γενικός διευθυντής και διαχειριστής της περιουσίας του στη Θεσσαλία [2]. Η πληρεξουσιότητα προς τον Αναστασιάδη ανανεώθηκε το 1887 (μετά τον θάνατο του Ζαννή), εκ μέρους των παιδιών του Δημητρίου (1839-1893), Ιωάννη (1840-1908) και Παύλου (1842-1901) [3]. Το 1886 ο Κωνσταντίνος Αναστασιάδης ενοικίασε από τον Παναγιώτη Α. Χαροκόπο το τσιφλίκι του στα Καλογριανά της Καρδίτσας έναντι 270 χρυσών Τουρκικών λιρών ετησίως (6.069,5 δρχ.). Η ενοικίαση ανανεώθηκε το 1889 και για τα επόμενα τέσσερα χρόνια [4].
Στις αναπληρωματικές δημοτικές εκλογές που προκηρύχθηκαν μετά τον θάνατο του δημάρχου Αχιλλέα Λογιωτάτου (4 Φεβρουαρίου 1896), ο Κωνσταντίνος Αναστασιάδης έθεσε υποψηφιότητα με σκοπό να απαλλάξει την Λάρισα «από τους λυμαιώντας άρχοντας και από τους εκμυζητάς θεσιθήρας, οίτινες την ρουσφετολογίαν και την σπατάλην ανεβίβασαν εις επιστήμην προς το ίδίον των συμφέρον» [5]. Εξελέγη πανηγυρικά δήμαρχος της Λάρισας στις 14 Απριλίου 1896 [6]. Αμέσως μετά την ορκωμοσία του έθεσε ως πρώτη του προτεραιότητα την έναρξη των έργων για τον ηλεκτροφωτισμό και την ύδρευση της πόλης και για το σκοπό αυτό επί δημαρχίας του κατατέθηκαν οι περισσότερες προτάσεις και μελέτες από ευρωπαϊκούς οίκους. Επί των ημερών του κατασκευάστηκαν πολλά εξωραϊστικά έργα στην πόλη, συστάθηκε η Δημοτική Φιλαρμονική, ενώ μεταστεγάστηκαν τα δημοτικά σχολεία σε οικήματα που πληρούσαν τις στοιχειώδεις προδιαγραφές για την υγεία των μικρών μαθητών [7].
Κατά τη διάρκεια του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 κατέφυγε με την οικογένειά του στην Αθήνα όπου εγκαταστάθηκε στην ιδιόκτητο οικία του (οδός Καπλανών αρ. 7, πάροδος οδού Μασσαλίας). Στην έπαυλή του στη Λάρισα εγκαταστάθηκε ο Σεϊφουλάχ πασάς με το επιτελείο του [8]. Μετά το πέρας της τουρκικής κατοχής (1898) ασθένησε βαρέως και παρέμεινε για θεραπεία στην Αθήνα. Χρέη δημάρχου ανέλαβε προσωρινά ο Βασίλειος Σηλυβρίδης. Επέστρεψε στη Λάρισα τον Μάρτιο του 1889 για να συνεχίσει το έργο που είχε αφήσει ημιτελές, αλλά αναγκάστηκε μετά από δύο μήνες να μεταβεί εκ νέου στην πρωτεύουσα «λόγω της πασχούσης υγείας του» [9].
Ο Κωνσταντίνος Αναστασιάδης απεβίωσε από εντερική αιμορραγία στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 1899 σε ηλικία 48 ετών. Η εξόδιος ακολουθία τελέσθηκε την επομένη (5 Ιουνίου) από τον ιερό ναό του Αγίου Γεωργίου (Πλατεία Καρύτση) παρουσία του τότε υπουργού Παιδείας και Εκκλησιαστικών, πολλών Θεσσαλών βουλευτών και πολιτευτών και εκπροσώπων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Μεταξύ των δεκάδων στεφάνων που κατατέθηκαν, ξεχώριζαν αυτοί του Δημοτικού Συμβουλίου Λαρίσης, του Παύλου Στεφάνοβικ Σκυλίτζη και των τραπεζικών οίκων του Κωνσταντίνου Ράλλη και του Θρασύβουλου Καμαράδη. Τον επικήδειο λόγο εκφώνησε ο βουλευτής Τυρνάβου Γεώργιος Ροδόπουλος. Ετάφη στο Α΄ Νεκροταφείο των Αθηνών [10]. Την ίδια ημέρα στην Λάρισα, τελέσθηκε επιμνημόσυνη δέηση στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Αχιλλίου όπου ο δικηγόρος Κωνσταντίνος Πολύχρονος εξήρε τις αρετές του μεταστάντος [11]. «Τίνας έχει αμαρτίας η Λάρισα και εις μυρίας υποβάλλεται καθ’ εκάστην πικράς και σκληράς δοκιμασίας! Ο Κωνσταντίνος Αναστασιάδης τον οποίον ο Θεός εκάλεσε παρ’ εαυτώ ίνα ζή εις χώρας ευδαιμονεστέρας, ως πολίτης ήν ελεήμων και φιλάνθρωπος, ως δήμαρχος δε πολλάς επροστάτευσε και πολλάς οικογενείας τέως ευδαιμονούσας δεν αφήκε να εκπέσωσι. Ο θάνατος του Αναστασιάδου ήν μία εκ των μεγίστων της πόλεώς μας απωλειών» [12].
Με τη σύζυγό του Σουλτάνα (Άννα) είχε αποκτήσει τέσσερα παιδιά: την Μαρίκα [13], τον Στέφανο [14], την Ελπίδα [15] και τον Ηρακλή [16]. Είχε τιμηθεί από την Ελληνική Κυβέρνηση με τον Αργυρό Σταυρό των Ιπποτών του Βασιλικού Τάγματος του Σωτήρος [17].
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[ 1]. Ανεξαρτησία (Λάρισα), φ. 192 (29 Αυγούστου 1883).
[2]. Ανεξαρτησία (Λάρισα), φ. 142 (2 Μαρτίου 1883).
[3]. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Λάρισας (ΓΑΚ/ΑΝΛ), Συμβολαιογραφικό Αρχείο Αγαθάγγελου Ιωαννίδη, φκ. 031 [1877], αρ. 6561 (27 Ιουνίου 1887).
[4]. ΓΑΚ/ΑΝΛ, Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 028 [1889], αρ. 9167 (2 Οκτωβρίου 1889). Στο συμβόλαιο επισυνάπτονται και τα σχετικά υπ’ αριθ. 10597/1891 και 11805/1891.
[5]. Αναμόρφωσις (Βόλος), φ. 20 (9 Απριλίου 1896).
[6]. Αναμόρφωσις (Βόλος), φ. 25 (15 Απριλίου 1896).
[7]. Μετά τον θάνατό του, η οικογένειά του παραχώρησε την οικία του για να στεγαστεί το Α΄ Δημοτικό σχολείο θηλέων.
[8]. Εμπρός (Αθήνα), φ. 215 (14 Ιουνίου 1897).
[9]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 51 (3 Απριλίου 1899) και φ. 58 (29 Μαΐου 1899).
[10]. Ακρόπολις (Αθήνα), φ. 6201 (12 Ιουνίου 1899).
[11]. Νεολόγος Κωνσταντινουπόλεως-Αθηνών (Αθήνα), φ. 648 (6 Ιουνίου 1899).
[12]. «Νεκρολογία: Κωνσταντίνος Αναστασιάδης», Όλυμπος (Λάρισα), φ. 60 (12 Ιουνίου 1899).
[13]. Τον Νοέμβριο του 1901 παντρεύτηκε στην Αθήνα τον δικηγόρο Νικόλαο Αγγωνάκη. Βλ. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 604 (25 Νοεμβρίου 1901).
[14]. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1878. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από όπου στις 10 Ιουνίου 1899 αναγορεύθηκε σε διδάκτορα του Δικαίου. Πραγματοποίησε μεταδιδακτορικές σπουδές στο Παρίσι και μετά την επιστροφή του στη Λάρισα (1903) εξάσκησε τη δικηγορία. Διετέλεσε για μακρά περίοδο αρχισυντάκτης της εφημερίδας «Σάλπιγξ» της Λάρισας. Βλ. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 977 (25 Ιανουαρίου 1909). Στις αναπληρωματικές εκλογές της 16ης Ιουνίου 1913 εκλέχθηκε βουλευτής Λαρίσης, ενώ στις δημοτικές εκλογές του 1914 έθεσε υποψηφιότητα για δήμαρχος της Λάρισας, αλλά παραμονές της εκλογικής διαδικασίας παραιτήθηκε. Βλ. Μικρά (Λάρισα), φ. 47/603 (24 Ιανουαρίου 1914). Επανεξελέγη βουλευτής Λαρίσης στις 19 Αυγούστου 1928 (μέχρι τις 18 Αυγούστου 1933).
[15]. Παντρεύτηκε (Αθήνα, Σεπτέμβριος 1908) τον εφοπλιστή Σωτήριο Κομνηνό από την Βράιλα της Ρουμανίας. Μετά το γαμήλιο ταξίδι εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Ρουμανία. Βλ. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 960 (28 Σεπτεμβρίου 1908).
[16]. Γεννήθηκε στη Λάρισα το 1885. Μετά τις σπουδές του στο Ωδείο Αθηνών όπου διακρίθηκε για τις υψηλές του επιδόσεις, εγγράφθηκε στην Πολυτεχνική Σχολή του Πανεπιστημίου των Βρυξελών. Απεβίωσε στις Βρυξέλες 20 ετών στις 26 Ιανουαρίου 1905 σε ηλικία 20 ετών. Βλ. «Νεκρολογία: Ηρακλής Αναστασιάδης», Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 771 (30 Ιανουαρίου 1905).
[17]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 68 (17 Ιανουαρίου 1891).
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου