Το όνομά του καθώς και το προσωνύμιο που του αποδόθηκε (ληστοφάγος) συνδέθηκε με την αποτελεσματική καταδίωξη των ληστοσυμμοριών της Κρήτης και ιδιαίτερα της Θεσσαλίας και οι εφημερίδες του μεσοπολέμου αφιέρωσαν ολόκληρες σελίδες για να περιγράψουν στους αναγνώστες τους τη ζωή και τα κατορθώματά του [1]. Άφησε την τελευταία του πνοή στη Θεσσαλία και η Λάρισα ήταν η πόλη που δέχθηκε για πάντα στα σπλάχνα της το άψυχο σώμα του.
Γιος της Σοφίας και του Αριστείδη Δαφέρμου [2] γεννήθηκε το 1898 στην Αξό του Μυλοποτάμου στην Κρήτη. Μετά τη φοίτησή του στο Δημοτικό σχολείο της γενέτειράς του εγκαταστάθηκε με άλλους συμμαθητές του στο Ηράκλειο όπου φοίτησε στο Γυμνάσιο της πόλης. Για λόγους καθαρά βιοποριστικούς κατατάχθηκε σε ηλικία 18 ετών (5 Οκτωβρίου 1916) στο σώμα της Χωροφυλακής. Το 1917 μετατέθηκε στη Θεσσαλία και τοποθετήθηκε στην υποδιεύθυνση Χωροφυλακής της Αγυιάς. Ο ζήλος που επέδειξε κατά τη συστηματική καταδίωξη και εξόντωση των ληστοσυμμοριών υπήρξε ο λόγος που «προήγετο πάντοτε επ’ ανδραγαθία» [3]. Την 1η Αυγούστου 1918 προήχθη σε υπενωμοτάρχη, ενώ την 1η Απριλίου 1924 σε ενωμοτάρχη. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Θεόδωρου Πάγκαλου (1878-1952) αποτάχθηκε από το Σώμα ως υποστηρικτής του Νικολάου Πλαστήρα (1883-1953). Το διάστημα αυτό εργάστηκε ως επιστάτης στα κτήματα των αδελφών Καρανίκα στη Λάρισα. Μετά την πτώση του Πάγκαλου και την επάνοδο του Βενιζέλου ο ευπατρίδης βουλευτής και ευεργέτης της Αγυιάς Δημήτριος Ηρακλείδης (1880-1956) μεσολάβησε ώστε να επανέλθει στην Χωροφυλακή. Στις 28 Οκτωβρίου 1928 τοποθετήθηκε διοικητής του καταδιωκτικού αποσπάσματος της Θεσσαλικής κωμόπολης, ενώ στις 6 Φεβρουαρίου 1929 προήχθη σε ανθυπασπιστή.
Στις 23 Μαρτίου 1930 το καταδιωκτικό απόσπασμα του Δαφέρμου ενεπλάκη σε μάχη με τη συμμορία του επικηρυγμένου Δημητρίου (Μήτρου) Τζατζά (1888-1930) [4] στη θέση «Παλιοκαρυά» του Μικρού Κεσερλή (Ελάτεια) της Λάρισας. Κατά την ανταλλαγή των πυρών φονεύθηκαν ο Τζατζάς και οι δύο συνεργάτες του (Καραντώνης και Ζαμπούρας), ενώ τραυματίστηκαν θανάσιμα ο Ιωάννης Δαφέρμος και ο χωροφύλακας Σπύρος Τσιάμης, πατέρας τεσσάρων ανηλίκων τέκνων [5].
Την ίδια ημέρα τα σώματα των Δαφέρμου και Τσιάμη καθώς και οι κεφαλές των τριών ληστών με τα ακέφαλα σώματά τους μεταφέρθηκαν στη Λάρισα. «Η σημειωθείσα κοσμοσυρροή ήτο πρωτοφανής. Εις 10.000 τουλάχιστον ανήλθον οι συγκεντρωθέντες προ της Διοικήσεως Χωροφυλακής αίτινες πατείς με πατώσι προσεπάθουν να πλησιάσουν προς τας κεφαλάς των ληστών, αίτινες ήσαν ανηρτημέναι εις τα κάγκελλα του περιβόλου της Διοικήσεως. Ο πανζουρλισμός του πλήθους δεν περιγράφεται. Έμπλεων ενθουσιασμού εχειροκρότει και εζητωκραύγαζε την Χωροφυλακήν διά το κατόρθωμά της» [6].
Τα σώματα των δύο νεκρών αξιωματικών μεταφέρθηκαν στο Δημοτικό Νοσοκομείο της πόλης, ενώ το απόγευμα της ίδιας ημέρας πραγματοποιήθηκε δημοσία δαπάνη η κηδεία τους από τον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Αχιλλίου, χοροστατούντος του μητροπολίτη Λαρίσης Αρσενίου Αφεντούλη. Παρευρέθηκαν οι δημοτικές, στρατιωτικές, αστυνομικές και δικαστικές αρχές της πόλης, όλοι σχεδόν οι δήμαρχοι και κοινοτάρχες της Θεσσαλίας, σύσσωμος ο Δικηγορικός και Εμπορικός Σύλλογος της Λάρισας, ο Σύλλογος Κρητών και δεκάδες σύλλογοι και σωματεία της πόλης. Κατατέθηκαν δεκάδες στεφάνια, ενώ τους επικήδειους λόγους εκφώνησαν: ο συνταγματάρχης και μετέπειτα Αρχηγός της Χωροφυλακής Βασίλειος Μπαρμπάτσης, ο δήμαρχος της Λάρισας Μιχαήλ Σάπκας (1873-1956), ο διοικητής του Β΄ Σώματος Στρατού στρατηγός Κωνσταντίνος Μανέτας (1879-1960) και ο νομάρχης της Λάρισας Σπυρίδων Πλατσαίος. Μετά το πέρας της εξόδιας ακολουθίας η νεκρική πομπή διέσχισε τους κατάμεστους από χιλιάδες πολίτες δρόμους της Λάρισας και κατευθύνθηκε προς το Παλαιό Νεκροταφείο [7] όπου ο Δήμος της Λάρισας είχε παραχωρήσει δωρεάν δύο τάφους. Την ίδια ημέρα προήχθη «τιμής ένεκεν» σε υπομοίραρχο.
Το 1931 ο φημισμένος γλύπτης της Λάρισας Στέφανος Σκούταρης (1880-1942) [8] φιλοτέχνησε το ταφικό μνημείο πάνω στο οποίο χαράχθηκε η παρακάτω επιγραφή: «Ενθάδε κείται ο απαλλάξας του ληστρικού ζυγού την Θεσσαλίαν Υπομοίραρχος Χωροφυλακής Ιωάννης Α. Δαφέρμος Κρής την καταγωγήν ετών 32 έπεσε ηρωικώς μαχόμενος κατά την εξόντωσιν της ληστοσυμμορίας Τζατζά τη 23 Μαρτίου 1930».
Ο Ιωάννης Δαφέρμος κατά τη διάρκεια της διαμονής του στην Αγυιά νυμφεύθηκε την Άννα Πανανού με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά: τον Αριστείδη, την Ειρήνη, τον Νικηφόρο και τον Θεόδωρο. Από αυτά μόνον ο Θεόδωρος (γεν. 1926) βρίσκεται ακόμα εν ζωή.
Στις 29 Ιουλίου 2011 με πρωτοβουλία του αντισμηνάρχου ε.α. Γεωργίου Μ. Δαφέρμου (ανεψιού του Ιωάννη Δαφέρμου), πραγματοποιήθηκαν στην Αξό Μυλοποτάμου τα αποκαλυπτήρια της προτομής του θείου του, παρουσία των Αρχών και πλήθους κόσμου. Ο Ιωάννης Α. Δαφέρμος προσπέρασε πια τα σύνορα της ιστοριογραφίας και άρχισε πλέον να βαδίζει στα δυσπρόσιτα μονοπάτια του μύθου.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Εκφράζονται θερμές ευχαριστίες στους κυρίους: Γεώργιο Μενελάου Δαφέρμο (αντισμήναρχο ε.α., κάτοικο Ηρακλείου Κρήτης) και Ιωάννη Θεοδώρου Δαφέρμο (συνταξιούχο Εθνικής Τράπεζας, κάτοικο Αγυιάς) για τις πληροφορίες που έθεσαν στη διάθεσή μου.
[2]. Οι γονείς του είχαν αποκτήσει ακόμα έξι παιδιά: έναν γιό (Μενέλαο) και πέντε θυγατέρες (Αγάπη, Μαρία, Ζαφειρία, Ελευθερία, Αθηνά).
[3]. Κήρυξ (Χανιά), φ. 4090 (27 Μαρτίου 1930).
[4]. Στις 9 Σεπτεμβρίου 1929 ο Τζατζάς είχε απαγάγει τον γερουσιαστή Σωτήριο Χατζηγάκη στο Περτούλι των Τρικάλων. Ο Χατζηγάκης απελευθερώθηκε αφού καταβλήθηκαν από την οικογένειά του λύτρα 600.000 δρχ. Βλ. Βασίλης Τζανακάρης, Οι λήσταρχοι: Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν. Αθήνα: Καστανιώτης, 2002, σ. 324.
[5]. Τα γεγονότα που συνέβησαν στις 23 Μαρτίου 1930 αλλά και όσα προηγήθηκαν περιγράφηκαν αναλυτικά στην εφημερίδα «Ελευθερία» της Λάρισας: φ. 2645 (24 Μαρτίου 1930), φ. 2652 (31 Μαρτίου 1930), φ. 2653 (1 Απριλίου 1930) και φ. 2654 (2 Απριλίου 1930).
[6]. Ελευθερία (Λάρισα), φ. 2645 (24 Μαρτίου 1930).
[7]. Αναγέννησις (Τρίκαλα), φ. 120 (25 Μαρτίου 1930).
[8]. Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, «Η οικογένεια Σκούταρη της Λάρισας: Οξυδερκείς επιχειρηματίες και φημισμένοι μαρμαρογλύπτες», Ελευθερία (Λάρισα), φ. 32840 (20 Σεπτεμβρίου 2015).
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου