Οι προπάτορες της οικογένειάς του διαδραμάτισαν σπουδαίο και ηγετικό ρόλο στην επανάσταση του 1821. Ως πατέρας του αναφέρεται ο Δημήτριος Τσόγκας που υπήρξε θετός υιός της Αναστασίας και του Γεωργίου Τσόγκα. Ο τελευταίος ήταν οπλαρχηγός μυημένος στη Φιλική Εταιρεία και μεταξύ άλλων έλαβε μέρος στην μάχη για την απελευθέρωση του Αγρινίου (11 Ιουνίου 1821) και στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου (1825). Απεβίωσε στο Αιτωλικό το 1832 και το 1836 αναγνωρίσθηκε επίσημα η συμμετοχή του στον Αγώνα.
Μετά τις εγκύκλιες σπουδές στη γενέτειρά του, ο Τσόγκας εγκαταστάθηκε στην Αθήνα (1873) και διορίσθηκε βοηθός τρίτης τάξεως στο ταχυδρομείο της πόλης. Υπήρξε ευσυνείδητος και τίμιος υπάλληλος με αποτέλεσμα το 1879 να διορισθεί ελεγκτής του ταχυδρομείου στον Πειραιά. Στη θέση αυτή παρέμεινε μέχρι τις 14 Δεκεμβρίου 1882. Τρείς ημέρες αργότερα (17 Δεκεμβρίου 1882) με υπουργική απόφαση (44666/1882) προήχθη σε βοηθό πρώτης τάξεως (ΦΕΚ 201/Α/22-12-1882) και μετατέθηκε στο Ναύπλιο. Στις 9 Μαΐου 1884 προήχθη σε επιστάτη δευτέρας τάξεως και μετατέθηκε στη Λάρισα ως διευθυντής του τοπικού καταστήματος με αρμοδιότητα σε όλη τη Θεσσαλία (ΦΕΚ 193/Α/14-5-1884). Λίγους μήνες μετά την εγκατάστασή του στη πόλη περιόδευσε όλα τα ταχυδρομικά γραφεία της περιφέρειάς του με σκοπό να καταγράψει ελλείψεις και να προτείνει μέτρα για την καλύτερη λειτουργία τους [1]. Στις 8 Αυγούστου 1886 προήχθη σε επιστάτη πρώτης τάξεως (ΦΕΚ 216/Α/9-8-1886), ενώ στις 11 Αυγούστου 1887 ανέλαβε και τη διεύθυνση του τηλεγραφείου Λαρίσης με τον ίδιο μισθό που ελάμβανε μέχρι τότε (ΦΕΚ 222/Α/13-8-1887).
Η μεγάλη όμως αγάπη του Μιχαήλ Τσόγκα (όπως ο ίδιος έγραψε χρόνια αργότερα) ήταν η δημοσιογραφία. Στις 19 Σεπτεμβρίου 1889 ενοικίασε από τον δικηγόρο και εκδότη Ανδρέα Πεταλά [2] το πλήρες εξοπλισμένο τυπογραφείο της εφημερίδας του «Αστήρ της Θεσσαλίας». Η διάρκεια της ενοικίασης ορίστηκε στο ένα έτος και το συνολικό ετήσιο μίσθωμα στις 420 δρχ. [3]. Ο Τσόγκας ανέλαβε την υποχρέωση να εκδίδει μία φορά την εβδομάδα «διά ίδιον αυτού λογαριασμόν και όφελος» την εφημερίδα «Αστήρ της Θεσσαλίας», την πολιτική ύλη της οποίας θα επιμελείτο αποκλειστικά ο Πεταλάς. Η ενοικίαση του τυπογραφείου συνεχίστηκε μέχρι το 1894 με το ίδιο μίσθωμα και τους ίδιους όρους του αρχικού συμβολαίου [4].
Το πρώτο φύλλο της εφημερίδας «Σάλπιγξ» κυκλοφόρησε στις 30 Σεπτεμβρίου 1889. Τα γραφεία και το τυπογραφείο αρχικά στεγάστηκαν στο νεόδμητο κατάστημα του Π. Περρή στην Κεντρική πλατεία της Λάρισας [5]. Το νομικό κώλυμα που παρουσιάστηκε και αφορούσε το ασυμβίβαστο της εμπορικής δραστηριότητας (έκδοση εφημερίδας) με αυτήν του δημοσίου λειτουργήματος (ο Τσόγκας εξακολουθούσε να προΐσταται του Ταχυδρομείου και του Τηλεγραφείου της Λάρισας), λύθηκε με τον «διορισμό» ως διευθυντή της εφημερίδας αρχικά του επιχειρηματία Ευθυμίου Πετρόπουλου [6] και αργότερα του Κωνσταντίνου Α. Βαλτατζή.
Το 1892 ο Τσόγκας παραιτήθηκε από την Ταχυδρομική Υπηρεσία λόγω προβλημάτων υγείας και έκτοτε αφοσιώθηκε αποκλειστικά στην εφημερίδα του. Στις αρχές του 1895 ενοικίασε από τον Δημήτριο Χρηστίδη το τυπογραφείο της εφημερίδας «Συνταγματική Πυξίς» με την προϋπόθεση να εκδίδει δύο φορές τον μήνα την παραπάνω εφημερίδα «διά ίδιον αυτού όφελος» [7].
Η εφημερίδα «Σάλπιγξ» εκδόθηκε για 20 συναπτά έτη, με μία μικρή διακοπή κατά τη διάρκεια του Ελληνοτουρκικού πολέμου και την προσωρινή κατοχή της Θεσσαλίας (1897-1898). Από τις αρχές της δεκαετίας του 1910 λειτουργούσε πλέον με το δικό της ιδιόκτητο τυπογραφείο που είχε προμηθευτεί ο Τσόγκας από τη Λειψία της Γερμανίας. Το τελευταίο (γνωστό σε εμάς) φύλλο της εφημερίδα (φ. 1024) εκδόθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 1909.
Λίγους μήνες νωρίτερα (καλοκαίρι 1909) ο Τσόγκας λόγω των χρόνιων προβλημάτων υγείας είχε μεταφερθεί στην Αθήνα και είχε εισαχθεί στο Αρεταίειο Νοσοκομείο. Απεβίωσε στις 27 Οκτωβρίου 1909 και κηδεύθηκε τη επομένη από το Α΄ Νεκροταφείο. Σύσσωμος ο Θεσσαλικός και Αθηναϊκός Τύπος εκφράστηκε με τα καλύτερα λόγια για τον αποβιώσαντα [8]. Ο Τσόγκας είχε διατελέσει δημοτικός σύμβουλος και επίτροπος του ναού του Αγίου Αχιλλίου. Από τον γάμο του είχε αποκτήσει μία θυγατέρα (Αναστασία), ενώ η αδελφή του Διονυσία είχε παντρευτεί το 1892 τον διευθυντή του ταχυδρομείου του Μεσολογγίου Γεώργιο Μουκάκο [9].
Ο δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας «Χρόνος» των Αθηνών Κωστής Χαιρόπουλος (1871-1935) που υπήρξε και προσωπικός φίλος του Μιχαήλ Τσόγκα έγραψε για τον τελευταίο: «Κατά το μακρόν στάδιον της δημοσιογραφικής δράσεώς του ειργάσθη εντίμως και ειλικρινώς υπέρ των συμφερόντων της Πατρίδος. Αγαθότης αισθημάτων, χρηστότης ήθους και φωτεινή αντίληψις παντός εθνικού γεγονότος υπήρξαν τα κύρια γνωρίσματα της ακουράστου πέννας του» [10].
Μετά τον θάνατό του η ιδιοκτησία της εφημερίδας πέρασε στη σύζυγό του Αγγελική, η οποία τον Δεκέμβριο του 1909 ανέστειλε την έκδοσή της. Το 1910 μετά την πώληση των τυπογραφικών εγκαταστάσεων αναχώρησε για την Αθήνα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Ο ημερήσιος Τύπος της Καρδίτσας εγκωμίασε τη συμβολή του στην οργάνωση του τοπικού ταχυδρομικού γραφείου «το οποίον εύρε εν αταξία πλήρει». Ο συντάκτης ανέφερε ότι «ο κ. Τσόγκας και βελτιώσεις πλείστας επήνεγκεν και τα της υπηρεσίας εκανόνισεν, ώστε να μη γεννάται ουδέν εις το εξής παράπονον». Βλ. Καρδίτσα (Καρδίτσα), φ. 76 (8 Σεπτεμβρίου 1884). Πρβλ. Ανεξαρτησία (Βόλος), φ. 271 (12 Σεπτεμβρίου 1884).
[2]. Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, «Ανδρέας Πεταλάς (1848-1903)», Ελευθερία (Λάρισα), φ. 32914 (6 Δεκεμβρίου 2015).
[3]. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Λάρισας (ΓΑΚ/ΑΝΛ), Συμβολαιογραφικό Αρχείο Αγαθάγγελου Ιωαννίδη, φκ. 028 [1889], αρ. 9087 (19 Σεπτεμβρίου 1889).
[4]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 039 [1892], αρ. 13991 (15 Οκτωβρίου 1892).
[5]. Αργότερα στεγάστηκαν σε κατάστημα που βρισκόταν δίπλα από την οικία Μανεσιώτη, ενώ στη συνέχεια στην οδό Φαρσάλων.
[6]. Ο Ευθύμιος Πετρόπουλος με καταγωγή από τη Ρούμελη εγκαταστάθηκε με τα αδέλφια του Γεώργιο και Αναστάσιο στη Λάρισα στις αρχές του 1883. Ασχολήθηκε κυρίως με επιχειρήσεις στον τομέα της εστίασης και παροχής υπηρεσιών, ενώ έγινε ευρέως γνωστός στο Λαρισαϊκό κοινό, με τη λειτουργία του ομώνυμου εστιατορίου, καφενείου και οινοπωλείου.
[7]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 049 [1894-1895], αρ. 17643 (13 Ιανουαρίου 1895) και φκ. 050 [1895], αρ. 18045 (6 Μαΐου 1895).
[8]. Λάρισα (Λάρισα), φ. 51 (30 Οκτωβρίου 1909), Μικρά (Λάρισα), φ. 22/424 (29 Οκτωβρίου 1909), Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 1017 (1 Νοεμβρίου 1909), Αθήναι (Αθήνα), φ. 2541 (28 Οκτωβρίου 1909), Ριζοσπάστης (Αθήνα), φ. 83 (30 Οκτωβρίου 1909).
[9]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 134 (17 Μαΐου 1892).
[10]. Χρόνος (Αθήνα), φ. 2183 (28 Οκτωβρίου 1909).
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου