Από τον Στέφανο Παπαγεωργίου*
Στις 15 Ιουλίου του 1921 (παλιό ημερολόγιο) το πολεμικό συμβούλιο που έγινε στην Κιουτάχεια της Μ. Ασίας με πρόεδρο τον βασιλιά Κωνσταντίνο και με την παρουσία του πρωθυπουργού της Ελλάδας Δημήτριο Γούναρη, τον υπουργό στρατιωτικών Θεοτόκη, τον αντιστράτηγο Βίκτορα Δούσμανη, τον συνταγματάρχη Πάλλη που ήταν αρχηγός του επιτελείου της Στρατιάς, τον Ξενοφώντα Στρατηγό, τον πρίγκιπα Νικόλαο (που κρατούσε ημερολόγιο και σημειώσεις για την εκστρατεία της Στρατιάς, που όμως δεν εκδόθηκαν ποτέ) και την παρουσία του Διοικητή Στρατιάς Αναστάσιο Παπούλα, αποφασίστηκε ότι μετά από τις νικηφόρες μάχες του στρατού στο Εσκί Σεχίρ και Σεϊντή Γαζή, ο στρατός με τις όποιες δυσκολίες και αγώνες θα συνεχίσει την πορεία του με σκοπό να φθάσει μέχρι την Άγκυρα. Αφού την καταλάβει, θα καθίσει 15 μέρες για να πιουν και τον περιβόητο καφέ τους οι επιτελείς και να επιστρέψουν στην Προύσα.
Για την όλη επιχείρηση ο διοικητής Στρατιάς Παπούλας είχε κάποιες επιφυλάξεις, τις οποίες εξέθεσε στο συμβούλιο. Η κίνηση όμως της Στρατιάς έγινε και τα 3 σώματα στρατού την 1η Αυγούστου του 1921 πέρασαν τον Σαγγάριο, διανύοντας μια απόσταση 300 χλμ περίπου. Οι νικηφόρες μάχες που έδωσε εκεί ο στρατός μας ανατολικά του Σαγγάριου εναντίον του στρατού του Κεμάλ, ανάγκασε τους Τούρκους να υποχωρήσουν στη δεύτερη γραμμή άμυνας, 60 χλμ από την Άγκυρα.
Αλλά ο ελληνικός στρατός στάθηκε άτυχος, παρά τις θυσίες και τις ολοήμερες και ολονύχτιες μάχες με χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες αξιωματικούς και οπλίτες. Αυτός ο ηρωικός στρατός έχασε τον πόλεμο και υποχώρησε δυτικά του Σαγγάριου, γιατί εκτός από τις μεγάλες απώλειες των αξιωματικών, την έλλειψη τροφίμων και πολεμικού υλικού, έγινε και το τραγικό λάθος της μετακίνησης του Β΄ σώματος στρατού με διοικητή τον πρίγκιπα Αντρέα παραβιάζοντας την εντολή του Διοικητή Παπούλα για τη μη μετακίνηση καμιάς μονάδας.
Ο Κεμάλ όταν έμαθε τη μετακίνηση αυτή, ήταν 3 η ώρα μετά τα μεσάνυχτα, στις 23 Αυγούστου του 1921 (π.ημ.), άφησε τους χάρτες και τις σημαιούλες των συνταγμάτων του και αναπήδησε από τη χαρά του διότι το προσέλαβε σαν αποχώρηση του ελληνικού στρατού, την ίδια στιγμή που σκέφτονταν την επόμενη μέρα να ζητήσει συνθηκολόγηση. Το γεγονός αυτό της μετακίνησης ενεθάρρυνε τον τούρκικο στρατό και τον λαό και γέμισαν οι στρατιωτικές μονάδες με εθελοντικό στρατό, τόσους ώστε δεν υπήρχαν όπλα να πάρουν και στις μάχες που ακολούθησαν ήταν στα μετόπισθεν εφεδρικοί και όταν σκοτώνονταν κάποιος στρατιώτης ή τραυματίζονταν του έπαιρναν τα όπλα και συνέχιζαν αυτοί.
Η μεγάλη επίθεση του Κεμάλ άρχισε στις 28 Αυγούστου. Ο στρατός μας αντιστάθηκε στην επίθεση των Τούρκων αλλά με μεγάλες απώλειες διότι ήταν τρομερά κουρασμένος και εξασθενημένος και έτσι ο Παπούλας έδωσε εντολή στα τρία σώματα στρατού για τη σταδιακή υποχώρηση πέραν του Σαγγάριου στις νύχτες 30 και 31 Αυγούστου 1921. Υποχωρώντας η Στρατιά προς το Αφιόν Καραχισάρ και Εσκί Σεχίρ κατέστρεψε την σιδηροδρομική γραμμή Άγκυρας – Εσκί Σεχίρ σε μήκος 100 χλμ που μόλις μια εβδομάδα πριν από τη μάχη του Σαγγάριου είχαν τελειώσει οι εργασίες κατασκευής. Η καταστροφή της σιδηροδρομικής γραμμής έπρεπε να γίνει διότι ήταν ένας από τους όρους της εκκίνησης της Στρατιάς για κατάληψη της Άγκυρας κι είχε συμφωνηθεί ότι αν η κατάληψη δεν γινόταν, επιστρέφοντας η Στρατιά θα κατέστρεφε αυτή τη γραμμή (οι Τούρκοι μετά για να την ξαναφτιάξουν χρειάστηκαν τρεις μήνες).
Αυτή η ένδοξη και καταταλαιπωρημένη Στρατιά της Μ. Ασίας αντί να επιστρέψει στην Ελλάδα και με διαπραγματεύσεις οι πολιτικοί με τον Κεμάλ να πετύχουν μια ευνοϊκότερη αντιμετώπιση των τεράστιων προβλημάτων που ανέκυψαν μετά την αποτυχία της επιχείρησης για κατάληψη της Άγκυρας , δημιούργησαν μέτωπο άμυνας 1000 περίπου χιλιομέτρων από τα Μουδανιά στην Προποντίδα, την Προύσα, το Δορύλαιο (Εσκί Σεχίρ), Αφιόν Καραχισάρ μέχρι τις εκβολές του Μαιάνδρου ποταμού στο Αιγαίο.
Κι ενώ όλα αυτά γινόταν στην Μ. Ασία, στην Αθήνα η κυβέρνηση του Γούναρη δεν έλαβε σοβαρά την αναφορά του Παπούλα ότι ο αξιοθαύμαστος αυτός στρατός βρίσκεται σε δραματική κατάσταση λόγω μεγάλης έλλειψης αξιωματικών και ανεπαρκούς τροφοδοσίας του. Σε επιστολή του καταλήγει «… δια τους λόγους τούτους φρονώ ότι επιβάλλεται η ταχεία περαίωσις της μικρασιατικής εκστρατείας». Και ο Γούναρης σαν ένας νέος Δον Κιχώτης μέσα στην Βουλή στις 2 Οκτωβρίου 1921 λέει ότι «Η συνθήκη των Σεβρών μας είχε επιδικάσει στη Μικρά Ασία 16.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα ενώ τώρα κατέχουμε 100.000 περίπου» και ενώ ο πληθυσμός ήταν 1 εκατομμύριο τώρα έχει 3 εκατομμύρια.
Όλα αυτά όμως για να γίνουν χρειαζόταν η βοήθεια και των συμμάχων μας που όλους αυτούς ο Γούναρης και η παρέα του με τον βασιλιά Κων/νο τους αγνόησαν. Έτσι ο Γούναρης με τον Μπαλτατζή και το επιτελείο του αποφάσισαν να πάνε στην Ευρώπη για βοήθεια στρατιωτική και οικονομική. Επί πέντε μήνες γύρισαν από πρωτεύουσα σε πρωτεύουσα μα από πουθενά τίποτα. Εμείς του έλεγαν κάναμε τις συμφωνίες με τον Βενιζέλο. Διώξτε τον βασιλιά που ήταν Γερμανόφιλος για να ανταποκριθούμε στις υποχρεώσεις μας και ξεχάστε τη Συνθήκη των Σεβρών, τώρα τα συμφέροντά μας είναι με τον Κεμάλ.
Η Ιταλία και η Γαλλία έκαναν συμφωνίες με τον Κεμάλ και του έστελναν πολεμικό υλικό στην Άγκυρα μέσω των λιμανιών των Αδάνων και της Μερσίνας. Οι Γάλλοι ιδίως έστειλαν 170.000 στρατιωτικές στολές και 50 αναγνωριστικά αεροπλάνα. Στο Λονδίνο η αποστολή του Γούναρη πήγε δυο φορές και συναντήθηκε με τον Λόυντ Τζορτζ , φίλο της Ελλάδας, αλλά μάταια περίμενε οκτώ μέρες την απάντηση στο αίτημα για οικονομικό δάνειο. Δεν εισακούστηκε από κανένα κι επέστρεψαν στην Αθήνα στις 21 Φεβρουαρίου του 1922 (π.ημ.).
Ο Γούναρης καταψηφίστηκε στη Βουλή στις 29 Απριλίου 1922 και υποβάλει την παραίτησή του, αναλαμβάνει δε ο Ν. Στράτος για 5 ημέρες και αφού και η κυβέρνησή του καταψηφίζεται διορίζουν πρωθυπουργό τον Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη στις 4 Μαΐου 1922. Ο Πρωτοπαπαδάκης βρίσκοντας την οικονομία της χώρας σε αθλία κατάσταση κόβει όλα τα κυκλοφορούντα νομίσματα στα δύο. Το μισό θα ήταν στην καθημερινή κυκλοφορία και το άλλο μισό θα το κρατούσαν οι ιδιώτες και οι οργανισμοί για να το ανταλλάξουν με ομόλογα. Από αυτό το μέτρο το κράτος κέρδισε 1.550.000.000 δραχμές και έγινε αυτό στις 24 Μαΐου 1922.
Στην Μ.Ασία όμως τα πράγματα δεν πήγαιναν καθόλου καλά. Στη Σμύρνη ο ελληνικός πληθυσμός άρχισε να ανησυχεί για την αρνητική εξέλιξη των στρατιωτικών πραγμάτων και να φοβάται για το μέλλον του ελληνισμού της Μ. Ασίας. Έτσι αποφάσισαν να κάνουν τη Σμύρνη και τα περίχωρά της ένα ανεξάρτητο κράτος και η «Επιτροπή Εθνικής Άμυνας» με ομάδα Κωνσταντινοπολιτών επισκέπτεται τον Παπούλα στη Σμύρνη και του προτείνουν να είναι αυτός ο πρώτος αρχηγός του νεοσύστατου κράτους. Ο Παπούλας τους είπε ότι θα το σκεφτεί και θα αποφασίσει. Ήθελε πρώτα να συνεννοηθεί με την Αθήνα στέλνοντας το υπόμνημα της επιτροπής.
Όταν όμως ο αρμοστής της Σμύρνης Αριστείδης Στεργιάδης έμαθε όλα αυτά, πληροφορεί την κυβέρνηση ότι ενδεχομένως να είναι ο Βενιζέλος πίσω από όλα αυτά. Μεγάλο ψέμα! Ο Ν. Στράτος και ο Γούναρης αποφασίζουν να διορίσουν τότε νέο αρχηγό της Στρατιάς της Μ. Ασίας τον διοικητή του 4ο σώματος στρατού στην ανατολική Θράκη Γεώργιο Χατζηανέστη, ο οποίος ανέλαβε καθήκοντα στο αρχηγείο στρατιάς στη Σμύρνη της 23η Μαΐου 1922 (π.ημ.). Η πρώτη του ενέργεια ήταν να αποσπάσει από το μέτωπο της Στρατιάς της Μ. Ασίας δύο μεραρχίες και να τις στείλει στη Θράκη για ενίσχυση της επιχείρησης κατάληψης της Κωνσταντινούπολης στις 15 Ιουλίου 1922. Όμως η εκκίνηση του στρατού δεν έγινε γιατί οι σύμμαχοί μας Γάλλοι και Ιταλοί απείλησαν ότι θα απέκλειαν τα λιμάνια μας και ο στρατός για να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη θα έπρεπε να περάσουν από τα πτώματα των Γάλλων και Ιταλών στρατιωτών που φύλαγαν την Κωνσταντινούπολη.
Η απομάκρυνση αυτή των 2 μεραρχιών από το μέτωπο της Στρατιάς αριστερά του Αφιόν Καραχισάρ ήταν το μεγαλύτερο σφάλμα γιατί από αυτό το κενό ο Κεμάλ άρχισε την περιβόητη επίθεση, πριν επιστρέψουν οι μεραρχίες στη βάση τους μετά από την αποτυχημένη επιχείρηση για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης.
Ο Κεμάλ στα ξημερώματα στις 4:30 στις 13 Αυγούστου 1922 (π.ημ.) άρχισε την επίθεση με 40 χλμ ακτίνα δράσεως με 200 υπερσύγχρονα πολυβόλα μεγάλου βεληνεκούς. Η καταστροφή στις δύο μεραρχίες μας την 1η και την 4η ήταν μεγάλη δεδομένου ότι τα δικά μας πολυβόλα δεν είχαν τόσο μεγάλο βεληνεκές. Το βράδυ όμως ο Κεμάλ είχε στείλει τρεις μεραρχίες ιππικού, μιας ορειβατικής πυροβολαρχίας και ένα ασύρματο μέσο στενωπού του όρους Ακάρ Νταγ, που ήταν αφύλακτη με αποτέλεσμα στις 4 το απόγευμα να καταλάβουν το σταθμό Κιουτσούκιοϊ 50 χλμ από το Τουμπλού Μπουνάρ και να καταστρέψουν τις τηλεφωνικές γραμμές με τη Σμύρνη και τα άλλα σώματά μας.
Όμως ο διοικητής των δύο σωμάτων στρατού Α΄ και Β΄ υποστράτηγος Νικόλαος Τρικούπης με τηλεγράφημά του στις 7 το πρωί πληροφορεί τον διοικητή στρατιάς Χατζηανέστη ότι άρχισε η τουρκική επίθεση και ζητά ενισχύσεις. Η απάντηση που έστειλε η διοίκηση της Στρατιάς 420 χλμ μακριά από το πεδίο των μαχών ήταν τόσο γελοία και ασαφής που ανάγκασε τον Τρικούπη να πάρει μόνος του αποφάσεις διότι 10 τουρκικές μεραρχίες του επιτίθονταν. Για να αποφευχθεί η καταστροφή διατάσει την εκκένωση του Αφιόν Καραχισάρ. Η κατάσταση στο 1ο σώμα στρατού ήταν δραματική. Στην προσπάθεια υποχώρησης μαζί και πολίτες Έλληνες και Αρμένιοι με μπόγους φορτωμένοι. Οι στρατιώτες χάνουν τον ασύρματο και έτσι χάνουν και την επαφή με τη Στρατιά.
Το Β’ σώμα στρατού που ήταν κοντά δεν ενδιαφέρεται να βοηθήσει την κατάσταση το ίδιο και το Γ΄ Σώμα που ήταν καλά εξοπλισμένο αλλά δεν έλαβε μέρος στον πόλεμο καθότι ο Κεμάλ δεν έστειλε στρατό στο βόρειο τμήμα της Στρατιάς που είχε βάση στο Εσκί Σεχίρ. Ό,τι απέμεινε όμως από το 1ο σώμα στρατού , άρχισε να υποχωρεί χωρισμένο σε δύο φάλαγγες με την πρώτη είχε την 1η μεραρχία, την 7η και μέρος της 4η και η άλλη την 5η , την 9η , 12η , την 13η και το υπόλοιπο της 4ης. Η πρώτη με διοικητή τον υποστράτηγο Φράγκο και η άλλη με υποστράτηγο τον Τρικούπη και οι δυο κατευθυνόταν προς το Ουσάκ. Όταν έφτασαν ανάμεσα στα βουνά Ακ Μπουρούν (1260 υψόμετρο) και Ντεντέ Τεπέ (1480 υψόμετρο) στην κοιλάδα του Αλιβεράν την νύχτα της 16 με 17 Αυγούστου το έμαθε ο Κεμάλ και στέλνει την 1η και 2η στρατιά του και το 5ο σώμα ιππικού για να κυκλώσουν τον στρατό. Τη μάχη που ακολούθησε (η μάχη του αρχιστράτηγου για τους Τούρκους) την παρακολουθούσε και διηύθυνε ο ίδιος ο Κεμάλ. Το μεσημέρι στις 17 Αυγούστου και ενώ ο στρατός με τον Τρικούπη υποχωρούσαν προς το Ντουμπλού Μπουνάρ - το οποίο όμως το είχαν ήδη καταλάβει οι Τούρκοι - ξαφνικά από βορρά και νότο τα πολυβόλα αρχίζουν να βάλουν κατά του στρατού αλλά και κατά 20.000 γυναικόπαιδων που ακολουθούσαν το στρατό.
«Άνθρωποι, ζώα, αυτοκίνητα, αμάξια τινάζονται στον αέρα. Η μόνη διέξοδος που με προσπάθεια πραγματικά ηρωική μένει ακόμα ανοιχτή είναι η δυτική της κοιλάδας» λέει ο Δημήτρης Φωτιάδης. Ο στρατός μας υποχωρεί άυπνος, νηστικός και σε κάποια φάση στις 20 Αυγούστου στο χωριό Μουγκαγιάπ ο Τρικούπης δίνει διαταγή να υψωθεί λευκή σημαία. Εδώ ήταν και το τέλος της Στρατιάς της Μ. Ασίας.
Η κυβέρνηση όμως των Αθηνών στις 22 Αυγούστου αντικαθιστά τον Χατζηανέστη και διορίζει αρχηγό στρατιάς τον Τρικούπη με τον βαθμό του αρχιστράτηγου. Τον προβιβασμό του ο Τρικούπης τον μαθαίνει δύο μέρες μετά την αιχμαλωσία του από τον Κεμάλ.
Βιβλιογραφία :
1.ΣΑΓΓΑΡΙΟΣ, ΤΑ ΦΟΒΕΡΑ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ, ΕΚΔ. ΦΥΤΡΑΚΗ, 1974
2.ΝΕΟΤΕΡΟΝ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ «ΗΛΙΟΥ», ΤΟΜΟΣ 7
* Ο Στέφανος Παπαγεωργίου είναι τεχνολόγος μηχανικός – ιστορικός μελετητής