Αλλά η επερχόμενη γιορτή της Παναγίας ο Δεκαπενταύγουστος, δεν μπορεί να μας αφήνει αδιάφορους. Εξάλλου το αγίασμα, που αναβλύζει αενάως στο υπόγειο του ναού και τα θαύματα που το συνοδεύουν, είναι σοβαρός λόγος για να ασχοληθεί κανείς και πάλι με τον ναό. Για την περιοχή μας, ανέκαθεν ήταν σημείο αναφοράς και τόπος προσέλευσης πιστών καθ΄ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Η Κοίμηση της Θεοτόκου, είναι η πιο λαμπρή γιορτή για τον Χριστιανισμό.
Η Παναγία κατέχει την πρώτη θέση στον σεβασμό των Χριστιανών. Προς τιμή της , έχουν ανεγερθεί μεγαλοπρεπείς ναοί, αλλά και ταπεινά ξωκλήσια, σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, περισσότερα από κάθε άλλο τιμώμενο πρόσωπο της Ορθοδοξίας.
Ο πρώτες ενέργειες για την κατασκευή ναού στη συνοικία αυτή της Λάρισας τοποθετούνται κατά τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας. Στη Λάρισα την περίοδο εκείνη εκτός του ναού του Αγ. Αχιλλίου, η παρουσία του οποίου ανιχνεύεται από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια, είχαν ήδη ανεγερθεί κατά σειράν οι Άγ. Νικόλαος (1857), 40 Μάρτυρες (1863) και Άγ. Αθανάσιος (ολοκληρώθηκε 1869). Η ανέγερση ναού στη συνοικία Ταμπάκικα περιβάλλεται από νεφελώδεις πληροφορίες που υπάρχουν γύρω από την ανεύρεση της θαυματουργού εικόνας του ναού. Σύμφωνα με την προφορική παράδοση που είναι διάχυτη από πολλά χρόνια, όχι μόνο στη συνοικία αλλά και σε ολόκληρη την πόλη, το 1876 ο ιδιοκτήτης του χώρου όπου σήμερα υπάρχει ο ναός της Παναγίας θέλησε να κτίσει έναν ταμπαχανέ, δηλ. βυρσοδεψείο. Είναι γνωστό εξ άλλου ότι η περιοχή αυτή διέθετε κατά τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας και πολλά άλλα βυρσοδεψεία, λόγω της θέσεώς της ακριβώς δίπλα από το ποτάμι της πόλης, τον Πηνειό, καθώς η επεξεργασία των δερμάτων απαιτούσε μεγάλες ποσότητες ύδατος. Κατά την εκσκαφή για την κατασκευή των θεμελίων του ταμπαχανέ, οι εργάτες κάποια στιγμή έφθασαν σε σημείο όπου το έδαφος ήταν υγρό και όσο η εκσκαφή προχωρούσε άρχιζε να αναβλύζει νερό, μέσα από το οποίο φανερώθηκε ξαφνικά ένα εικόνισμα της Παναγίας. Μετά τον καθαρισμό της φάνηκε ότι παρίστανε τη Θεοτόκο με τον μικρό Ιησού στην αγκάλη της και μεταφέρθηκε στον μητροπολιτικό Ναό του Αγ. Αχιλλίου για προσκύνηση από τους πιστούς.
Μια δεύτερη ιστορική πηγή βασίζεται στη μαρτυρία της υπέργηρης κόρης του πρώτου νεωκόρου του ναού, η οποία αναφέρει ότι κατά την περίοδο εκείνη (1875-76), δίπλα από ένα μικρό εικονοστάσι που υπήρχε κοντά σε πηγάδι, στο κέντρο περίπου της περιοχής Ταμπάκικα, ζούσε η μοναχή Θεοφανία. Κάποια στιγμή εμφανίσθηκε σε όνειρο η Θεοτόκος, η οποία της υπέδειξε ότι στον πυθμένα του γειτονικού πηγαδιού βρισκόταν επί χρόνια θαμμένη η εικόνα της. Έπειτα από πολλές προσπάθειες έγινε πιστευτή η διήγηση της μοναχής και τελικά με εντατικές εργασίες κατορθώθηκε να ανευρεθεί η εικόνα. Το γεγονός αυτό θεωρήθηκε ως θαύμα και οι πιστοί της συνοικίας έκτισαν ακριβώς στη θέση αυτή ένα μικρό παρεκκλήσιο αφιερωμένο στη Ζωοδόχο Πηγή.
Είναι όμως γεγονός ότι στο σημείο όπου ανευρέθηκε η εικόνα της Παναγίας, οι πιστοί της συνοικίας έκτισαν το 1877 ένα ταπεινό εκκλησάκι το οποίο αναφέρεται και στον κώδικα του ναού του Αγίου Αχιλλίου (1810-1881) με το όνομα «Παρεκκλήσιον Φανερωμένης» ή «Παρεκκλήσιον Ταμβάκικα». Έπειτα από τρία χρόνια (1880), στη θέση του παρεκκλησίου άρχισε η ανοικοδόμηση του γνωστού προπολεμικού ναού της Ζωοδόχου Πηγής. Μάλιστα ο μητροπολίτης Λαρίσης Νεόφυτος Πετρίδης απηύθυνε στο ποίμνιο της Μητροπόλεως παραινετική επιστολή, με την οποία τους προέτρεπε να συμβάλλουν οικονομικά στην ταχύτερη αποπεράτωση του ναού. Όλοι οι πιστοί και κυρίως οι κάτοικοι της συνοικίας ανταποκρίθηκαν πρόθυμα στο κάλεσμα για την ανέγερση όχι μόνον οικονομικά, αλλά και με την προσφορά εθελοντικής εργασίας. Αρωγοί στην προσπάθεια αυτή ήλθαν και οι συντεχνίες των βυρσοδεψών, των σαμαράδων, των τσαρουχάδων και σανδαλοποιών που είχαν τα εργαστήριά τους στη συνοικία.
Εν τω μεταξύ ήλθε η στιγμή της απελευθέρωσης της Λάρισας από τους Τούρκους και επειδή αργούσε η ολοκλήρωση του ναού λόγω οικονομικών δυσχερειών, έγινε περιφορά της εικόνας και στις όμορες επισκοπές της μητροπόλεως Λαρίσης. Στην παραινετική επιστολή του Λαρίσης Νεοφύτου, προστέθηκαν και αντίστοιχες του μητροπολίτου Δημητριάδος και των επισκόπων Γαρδικίου και Πλαταμώνος. Πρώτη περιοδεία της εικόνας έγινε στη μητρόπολη Δημητριάδος με άδεια του οικείου μητροπολίτου Γρηγορίου, στις 22 Ιανουαρίου 1881. Εν συνεχεία μεταφέρθηκε στις 8 Οκτωβρίου 1882 στην επισκοπή Γαρδικίου, που είχε έδρα το Ζάρκο, έπειτα από παραίνεση του επισκόπου Γρηγορίου και τέλος έπειτα από επτά χρόνια (29 Νοεμβρίου 1889) η εικόνα ταξίδεψε μέχρι τα Αμπελάκια έπειτα από έγκριση του επισκόπου Πλαταμώνος Αμβροσίου Κασσάρα. Τα εκπληκτικό στην όλη προσπάθεια συγκέντρωσης χρημάτων απετέλεσε και η περίπτωση του διορισμένου πρώτου δημάρχου της Λάρισας μουσουλμάνου Χασάν Ετέμ, ο οποίος δώρισε ένα σημαντικό ποσό για την ανέγερση του ναού. Ο ναός ολοκληρώθηκε σταδιακά, ενώ η λειτουργία του άρχισε το 1881. Ήταν μια κομψή τρίκλιτη βασιλική με συμμετρικές αναλογίες. Όμως η ιδιαιτερότητα της αρχιτεκτονικής σύνθεσης επικεντρωνόταν στη μορφή της δυτικής πρόσοψης του ναού. Στο κατώτερο τμήμα υπήρχαν τρία τοξωτά ανοίγματα, τα οποία οδηγούσαν στο εσωτερικό του ναού, ενώ πάνω από την αετωματική απόληξη της δυτικής πλευράς, υψωνόταν το κωδωνοστάσιο σε μια ασυνήθιστη θέση, η οποία συναντάται κυρίως σε απλούς ναούς της νησιωτικής Ελλάδας. Στο υπόγειό του και στο σημείο όπου ανευρέθηκε η εικόνα υπήρχε αγίασμα, το οποίο διατηρείται και σήμερα.
Με τον σεισμό του 1941 κατέρρευσε το κωδωνοστάσιο και η τοιχοποιία του ναού υπέστη σοβαρές καταστροφές. Ακολούθησαν διάφορες επισκευές, προσθήκες και κατασκευές μέχρι το 1990, οπότε και κατεδαφίσθηκε και στη θέση του ανοικοδομήθηκε ο σημερινός μεγάλος ναός.