Γιος του Θεόδωρου και της Φωτεινής Τσιρίκογλου, ο Παναγιώτης Τσιρίκογλου γεννήθηκε στο Παρθένι της Μικράς Ασίας (σημ. Bartin) το 1920. Είχε ακόμα τρία αδέλφια: τον Ιωάννη (πατέρα των συγγραφέων του βιβλίου), τον Κυριάκο και την Ειρήνη. Μετά από τα τραγικά γεγονότα του 1922 αρχίζει η περιπλάνηση της οικογένειας. Από την Κωνσταντινούπολη (1923) έως τη Θεσσαλονίκη (1925) και από τη Βέροια έως τη Λάρισα (1926), όπου ο πατέρας του Θεόδωρος εγκαταστάθηκε μόνιμα λόγω της προοπτικής που είχε το επάγγελμά του (φανοποιός). Η ζωή της προσφυγικής οικογένειας στη Λάρισα δεν ήταν εύκολη. Τα μικρά παιδιά της, μεταξύ αυτών και ο Παναγιώτης, αναγκάζονται να εργάζονται σε διάφορες δουλειές για να συμπληρώσουν το οικογενειακό εισόδημα, ενώ παράλληλα ο τελευταίος παρακολουθεί μαθήματα στο 3ο Δημοτικό Σχολείο της Λάρισας. Τον Σεπτέμβριο του 1932 εγγράφθηκε στην Α’ τάξη του Γυμνασίου Αρρένων Λαρίσης. Μεταξύ των συμμαθητών του την περίοδο αυτήν αναφέρονται ο Αριστείδης Λαμπρούλης (μετέπειτα δήμαρχος της Λάρισας), ο φωτογράφος Τάκης Τλούπας, καθώς και ο αντιπτέραρχος Κωνσταντίνος Χατζηλάκος, ο επονομαζόμενος «αετός της ερήμου», ο οποίος απεβίωσε το 2022 σε ηλικία 102 ετών.
Αποφοίτησε από το Γυμνάσιο της Λάρισας τον Ιούνιο του 1938 και στις 20 Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους κατατάχθηκε ως εθελοντής δεκανέας στο 4ο Σύνταγμα Πεζικού. Στις 26 Οκτωβρίου 1938 μετατέθηκε στο 6ο Σύνταγμα Πεζικού, ενώ στις 13 Ιουνίου 1939 προήχθη σε λοχία και μετατέθηκε στο 39ο Σύνταγμα Ευζώνων. Την Πρωτομαγιά του 1940 αποσπάστηκε στο Στρατηγείο της 3ης Μεραρχίας και τοποθετήθηκε στο Οχυρό Αράξου. Η δίψα του νεαρού λοχία για μάθηση και εξέλιξη τον οδήγησε στα σκαλιά της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, στο πρώτο έτος της οποίας εισήλθε κατόπιν εξετάσεων (2 Οκτωβρίου 1940). Στις 23 Απριλίου 1941 ο καθηγητής του Μηχανικού στη ΣΣΕ υπολοχαγός Νικόλαος Λυγιδάκης ανακοίνωσε στους πρωτοετείς σπουδαστές την αναχώρηση της ελληνικής κυβέρνησης και του βασιλέως για την Κρήτη. Το ίδιο βράδυ ο τότε διοικητής της σχολής κατέδωσε τον Λυγιδάκη και στρατιώτες του φρουραρχείου μπήκαν στη Σχολή για να τον συλλάβουν. Με μία αστραπιαία κίνηση οι 327 ένοπλοι ευέλπιδες υπερασπίστηκαν τον Λυγιδάκη και συνέλαβαν τον διοικητή της Σχολής. Ο Λυγιδάκης μετά από τηλεφωνική επικοινωνία με την ελληνική κυβέρνηση στην Κρήτη έλαβε την εντολή να αναχωρήσουν άμεσα όλοι οι ευέλπιδες για το νησί.
Από τις 24 έως τις 27 Απριλίου 1941 τα λεωφορεία και τα καμιόνια με τους ευέλπιδες πέρασαν (εν μέσω σφοδρών γερμανικών βομβαρδισμών) από την Κόρινθο και την Τρίπολη και έφθασαν στο Γύθειο. Τρία ναυλωμένα καΐκια τους οδήγησαν μέσω Κυθήρων στην Κρήτη, όπου αποβιβάστηκαν στις 29 Απριλίου. Η πράξη αυτή των πρωτοετών σπουδαστών της Σχολής Ευελπίδων σχολιάστηκε στους ραδιοφωνικούς σταθμούς της Μόσχας και του Λονδίνου [2]. Ο μέχρι πρότινος καθηγητής Νικόλαος Λυγιδάκης διορίστηκε από το Επιτελείο ως διοικητής της Σχολής Ευελπίδων που εγκαταστάθηκε στη Μονή Γωνιάς του Κισσάμου Κρήτης.
Από τις 20 έως τις 31 Μαΐου 1941 διαδραματίστηκαν τα γεγονότα για την κατάληψη της Κρήτης από τους Γερμανούς. Αυτό το διάστημα οι ευέλπιδες πολέμησαν με αυταπάρνηση για την προστασία του νησιού. Σχεδόν το σύνολο των πρωτοετών σπουδαστών της σχολής «έπεσαν» για την πατρίδα. Από τους 327 ευέλπιδες μόνον 12 κατόρθωσαν να διαφύγουν στην Αίγυπτο, όπου είχε καταφύγει η ελληνική κυβέρνηση. Μεταξύ των διασωθέντων ήταν και ο Παναγιώτης Τσιρίκογλου για τον οποίο πλέον ανοιγόταν ένα νέο, αλλά πολύ σημαντικό κεφάλαιο στη ζωή του.
(συνεχίζεται)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Σωτήρης, Φωτεινή και Θοδωρής Τσιρίκογλου, «Παναγιώτης Θ. Τσιρίκογλου: Από τα όνειρα και τη δράση στον παραλογισμό και τη σιωπή». Θεσσαλονίκη: εκδόσεις αδελφών Κυριακίδη, 2002.
[2]. Λονδίνο BBC: «Τους μαχητές της Κρήτης ήλθαν να ενισχύσουν και 300 ευέλπιδες με τους αξιωματικούς των, οι οποίοι μετά ένδοξο πορεία μέσω της Πελοποννήσου και εις πείσμα των Γερμανών, οι οποίοι επεδίωξαν, χωρίς να το πετύχουν, την καταστροφή των, κατέχουν από σήμερον θέσεις εις τας επάλξεις της Κρήτης».