Στο σημερινό μας σημείωμα θα περιγράψουμε την ιστορία της αγοράς της «Τετάρτης», από πότε ξεκίνησε, γιατί σαν ημέρα λειτουργίας της καθιερώθηκε η Τετάρτη, πότε σταμάτησε τη λειτουργία της στον Λόφο και που μετακόμισε.
Όπως αναφέρει ο παλιός και έγκριτος δημοσιογράφος Κώστας Περραιβός σε άρθρο του σε τοπική εφημερίδα[1], κατά τα πρώτα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας στη χώρα μας, δεν υπήρχε συγκεκριμένος χώρος εβδομαδιαίας αγοράς στη Λάρισα. Από τους ξένους περιηγητές μαθαίνουμε ότι απλώς στον χώρο πριν από την είσοδο στη μεγάλη λίθινη γέφυρα του Πηνειού, ανάμεσα από τους δύο λόφους που υπήρχαν τότε, με τον Άγ. Αχίλλιο στον ψηλότερο λόφο και το τζαμί του Χασάν μπέη στον χαμηλότερο, εκεί όπου συμβάλλουν οι σημερινοί δρόμοι Κενταύρων, Μανωλάκη, Βενιζέλου και Γεωργιάδου, είχε δημιουργηθεί ένας ευρύς χώρος όπου οι χωρικοί έφερναν τα εμπορεύματά τους και τα πωλούσαν. Η αγορά αυτή ήταν απλή, χωρίς σπουδαία κίνηση, λειτουργούσε καθημερινά και ήταν υπαίθρια, χωρίς έστω και την στοιχειώδη προστασία από τις καιρικές συνθήκες.
Το 1856 οι πρόκριτοι της πόλης και οι επικεφαλής των συντεχνιών (ονομάζονταν και ισνάφια ή ρουφέτια), οι επικεφαλής των επαγγελματιών θα λέγαμε σήμερα, διαπίστωσαν την έλλειψη μιας μόνιμης εβδομαδιαίας αγοράς στη Λάρισα. Καθώς στην Οθωμανική αυτοκρατορία, ύστερα από πίεση των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης, είχαν ψηφισθεί φιλελεύθερα διατάγματα, τα λεγόμενα tanzimat, όλοι αυτοί οι αρχηγοί των συντεχνιών αποφάσισαν να καθιερώσουν μια ημέρα της εβδομάδος κατά την οποία σε κάποιο συγκεκριμένο χώρο θα γινόταν αγορά, αυτό που σήμερα ονομάζουμε «λαϊκή». Όμως έπρεπε προς τούτο να ζητήσουν την άδεια των τουρκικών αρχών. Αλλά προηγουμένως ήταν αναγκαίος ο προσδιορισμός της ημέρας τελέσεώς της. Οι Χριστιανοί κάτοικοι της Λάρισας πρότειναν το Σάββατο, για να έχουν την Κυριακή ελεύθερη για εκκλησιασμό, αλλά και για διευκόλυνση όσων πωλητών προέρχονταν από τα γύρω χωριά για να πωλήσουν τα εμπορεύματά τους. Η πρότασή τους όμως αυτή βρήκε σθεναρή την αντίδραση από τους Εβραίους, οι οποίοι την εποχή εκείνη όχι μόνον αποτελούσαν μια πολυάριθμη αποικία, αλλά και πολλοί απ’ αυτούς ήταν ενεργά στελέχη των διαφόρων συντεχνιών της πόλης. Η αντίδρασή τους οφειλόταν στο γεγονός ότι το Σάββατο ήταν γι’ αυτούς ημέρα προσευχής (όπως ακριβώς ήταν για τους χριστιανούς η Κυριακή). Αποφάσισαν λοιπόν από κοινού Χριστιανοί και Εβραίοι να προτείνουν την Παρασκευή ως ημέρα λειτουργίας της αγοράς. Όταν όμως πήγαν στις τουρκικές αρχές για να ζητήσουν την άδεια και ανέφεραν ότι ως ημέρα λειτουργίας της αγοράς όρισαν την Παρασκευή, η αντίδραση των Τούρκων υπήρξε άγρια. Τους είχε διαφύγει ότι η Παρασκευή ήταν ημέρα προσευχής για τους Μουσουλμάνους. Εκδιώχθηκαν κακήν κακώς από το Διοικητήριο και θα αντιμετώπιζαν μεγάλη τιμωρία αν δεν μεσολαβούσε πλουσιοπάροχη δωροδοκία (μπαχτσίς) στους Τούρκους άρχοντες της Λάρισας. Τελικά σε συνεννόηση μαζί τους, ορίσθηκε σαν ημέρα λειτουργίας της αγοράς η Τετάρτη, ημέρα για την οποία συμφώνησαν και οι τρεις θρησκευτικές παροικίες της Λάρισας.
Όσον αφορά τον χώρο τελέσεως της αγοράς δεν υπήρξαν διαφωνίες. Αποφασίσθηκε να γίνεται επάνω στο Λόφο, εκεί κοντά όπου από τα πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας είχε κτιστεί το Μπεζεστένι[2], το οποίο εκτός από την κλειστή αγορά που είχε στο εσωτερικό του, διέθετε εξωτερικά περιμετρικά και αρκετά καταστήματα διαφόρων χρήσεων, τα οποία όμως από το 1799 είχαν περιέλθει σε αχρηστία.
Λόγω της ημέρας λειτουργίας της, στους Λαρισαίους η αγορά αυτή με τον χρόνο καθιερώθηκε προφορικά να ονομάζεται «Τετάρτη». Με ελάχιστες εξαιρέσεις (πόλεμοι, ανώμαλες πολιτικές καταστάσεις), η αγορά αυτή συνέχιζε τη λειτουργία της επί πολλά χρόνια. Καθιερώθηκε από τις συντεχνίες για να μπορούν οι παραγωγοί της περιοχής να εκθέτουν προς πώληση τα προϊόντα τους. Εκτός από δημητριακά, όσπρια, φρούτα και λαχανικά, προσκόμιζαν στην αγορά και είδη χειροτεχνίας, όπως χαλιά, βελέντζες, σεντόνια, κεντήματα, δουλεμένα σε αργαλειούς και από τα χέρια των γυναικών, οι οποίες τα χρόνια εκείνα δούλευαν ακατάπαυστα. Κάθε Τρίτη ξεκινούσαν οι σούστες φορτωμένες με τα προϊόντα τους από τα διπλανά χωριά (Τύρναβος, Αμπελώνας, Αγιά), τα έφερναν στο Λόφο και τα τοποθετούσαν σε καθορισμένο για κάθε είδος μέρος, για να είναι έτοιμοι την Τετάρτη το πρωί. Τα υφαντά έρχονταν κυρίως από τα ορεινά χωριά. Το παζάρι αυτό είχε μεγάλη κίνηση, γιατί δεν προσείλκυε μόνο τους Λαρισαίους, αλλά και κατοίκους από διπλανούς οικισμούς. Τα ιππήλατα αυτά οχήματα στάθμευαν συνήθως στο λεγόμενο «Αρνοπάζαρο»[3] και στις γύρω από τον Λόφο περιοχές.
Στην αρχή και για πολλά χρόνια η αγορά αυτή ήταν υπαίθρια, με την κατασκευή κατά τόπους πρόχειρων και εφήμερων παραπηγμάτων. Μεταπολεμικά κάποια στιγμή η δημοτική αρχή κατασκεύασε σκέπαστρα από ενισχυμένο σκυρόδεμα (μπετόν), αφού διαίρεσε όλη την επιφάνεια όπου σήμερα έχει αναπτυχθεί η πλατεία δημάρχου Λαμπρούλη σε τμήματα. Με τον τρόπο αυτό απομακρύνθηκαν οι πρόχειρες κατασκευές και διαρρυθμίστηκε κάπως ο χώρος της «Τετάρτης».
Το 1980, έπειτα από 124 ολόκληρα χρόνια, η λαϊκή αγορά του Λόφου μετακόμισε. Μεταφέρθηκε σε ανοικτό χώρο στη δεξιά όχθη του Πηνειού, στα όρια του Αρναούτ μαχαλά (συνοικία του Αγ. Αθανασίου) και του Σαρασλάρ (η συνοικία ανάμεσα στον Αρναούτ μαχαλά και τη γέφυρα). Με τα σημερινά δεδομένα η περιοχή οριοθετείται περίπου στο σημείο της δεύτερης οδικής γέφυρας του Πηνειού. Η περιοχή αυτή ονομαζόταν Σάλια[4], αναφέρεται δε και από τον ποιητή Σωτήρη Σκίπη, καθώς το πατρικό του σπίτι βρισκόταν στο σημείο όπου σήμερα έχει διανοιχθεί η οδός η οποία φέρει το όνομα του.
Πριν τη μετακόμιση της «Τετάρτης», η δημοτική αρχή φρόντισε να απελευθερώσει ολόκληρο αυτό τον χώρο που της ανήκε, από τα πρόχειρα παραπήγματα (παράγκες) που είχαν στηθεί μετά τον σεισμό του 1941, για να στεγάσουν προσωρινά τους σεισμόπληκτους.
Η περιοχή αυτή έχει μια ενδιαφέρουσα ιστορία από πολύ παλιά. Από την περίοδο της τουρκοκρατίας ακόμη, στο σημείο αυτό είχε δημιουργηθεί μια πρωτόγονη αποβάθρα, στην οποία κατέληγαν φορτία οικοδομήσιμης ξυλείας από τις δυτικές περιοχές της Θεσσαλίας, τα οποία ταξίδευαν με τη ροή των υδάτων του Πηνειού ποταμού προς τη Λάρισα. Οι μεγάλοι κορμοί των δένδρων από τα δάση τεμαχίζονταν και μεταφέρονταν με τα ζώα μέχρι τις όχθες του Πηνειού, σε καθορισμένα σημεία. Εκεί δένονταν με τριχιές ή σιδερένια άγκιστρα και σχηματιζόταν μια σχεδία, πάνω στην οποία όχι μόνο τοποθετούσαν τα ξύλα αγκιστρωμένα, αλλά και επέβαιναν οι άνδρες που τα συνόδευαν. Με την ίδιο τρόπο δημιουργούσαν πολλές σχεδίες (οι λεγόμενες ντάνες) και όταν αποφασιζόταν η μεταφορά, έπλεαν όλες μαζί σε κάποια απόσταση η μία με την άλλη και δημιουργούνταν μια αληθινή νηοπομπή. Προπορευόταν η σχεδία στην οποία βρισκόταν ένας έμπειρος πλοηγός που καθοδηγούσε όλες τις άλλες, ο λεγόμενος «σαλτζής». Όταν έφθαναν στη Λάρισα, οι σχεδίες οδηγούνταν σε μια πρόχειρη αποβάθρα στη δεξιά όχθη του Πηνειού. Ουσιαστικά η αποβάθρα ήταν ένα μικρό λιμανάκι. Εκεί οι σαλτζήδες έσερναν τους κορμούς με άγκιστρα έξω από το νερό και τους αποθήκευαν σε μια παραπήνεια έκταση, όπου γινόταν η αρχική προεργασία της ξυλείας σε διάφορες μορφές, ανάλογα με τις παραγγελίες. Έπειτα με διπλόκαρρα μεταφέρονταν είτε στο Ξυλοπάζαρο[5] της Λάρισας είτε και σε μακρινότερες περιοχές.
Όπως είδαμε, μετά το 1980 ο χώρος αυτός στην περιοχή «Σάλια», άρχισε να φιλοξενεί μέχρι και σήμερα τη μεγαλύτερη σε κίνηση λαϊκή αγορά της Λάρισας, την αγορά της Τετάρτης. Ο χώρος του Λόφου είχε εν τω μεταξύ ερημωθεί. Αρχικά κατεδαφίσθηκαν τα μόνιμα από μπετόν στέγαστρα, εν συνεχεία η αρχαιολογική υπηρεσία αποκάλυψε σημαντικά ευρήματα, τα οποία τα διέσωσε και επί δημαρχίας Τζανακούλη διαμορφώθηκε σε πλατεία η οποία πήρε το όνομα ενός σπουδαίου δημάρχου και ονομάζεται πλέον «Πλατεία Αριστείδη Λαμπρούλη».
[1]. Ολύμπιος [Κώστας Περραιβός]. Πώς καθιερώθηκε η αγορά της «Τετάρτης», εφ. «Λάρισα», φύλλο της 19ης Μαΐου 1980.
[2]. Ως γνωστόν το Μπεζεστένι κτίστηκε στα τέλη του 15ου με αρχές του 16ου αι. (περίπου 1490 με 1510) και καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1799.
[3]. Αρνοπάζαρο ήταν η περιοχή κάτω από την βόρεια πλευρά του Λόφου, στα Ταμπάκικα, στη σημερινή περιοχή της οδού Γεωργιάδου. Ονομαζόταν δε «Αρνοπάζαρο» γιατί τις ημέρες της Μ. Εβδομάδος στο σημείο αυτό συγκεντρώνονταν οι κτηνοτρόφοι και γινόταν η αγοραπωλησία των πασχαλιάτικων αμνών (αρνιών).
[4]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Η περιοχή «Σάλια» της Λάρισας, εφ. «Ελευθερία», φύλλο της 4ης Απριλίου 2018.
[5]. Το Ξυλοπάζαρο ήταν μια κεντρική περιοχή της Λάρισας η οποία μπορεί να οριοθετεί κατά προσέγγιση μεταξύ των σημερινών οδών Παπαναστασίου-Βενιζέλου-Απόλλωνος-Κύπρου. Σ’ αυτό υπήρχαν τα καταστήματα στα οποία γινόταν η επεξεργασία και η εμπορία του ξύλου.