Τον χειμώνα στα καφενεία που βρίσκονταν διάσπαρτα γύρω από τις πλατείες της Λάρισας, μεταξύ καφέ και «υποβρυχίου», οι θαμώνες του εξομολογούνταν τους καημούς και τα βάσανά τους, τις οικονομικές δυσκολίες, τα οικογενειακά τους προβλήματα. Στην Κεντρική πλατεία υπήρχε το καφενείο του Μαλάκη, κάτω από το ξενοδοχείο «Το Στέμμα», στη συνέχεια του Μπόκοτα κάτω από τη Λέσχη Ασλάνη και δίπλα το «Εμπορικόν», τα οποία βρίσκονταν στη βόρεια πλευρά της, ήταν ανοικτά και τις νύχτες ή άνοιγαν πολύ νωρίς το πρωί. Σ’ αυτά σύχναζαν οι αμαξάδες που είχαν παρατεταγμένα στη σημερινή Κύπρου τα μόνιππα (τα ταξί της εποχής), οι περαστικοί από τη Λάρισα που για οικονομικούς λόγους απέφευγαν τα ξενοδοχεία ύπνου και οι επαγγελματίες που έπρεπε να πάνε πολύ νωρίς στη δουλειά τους (φούρναροι, μανάβηδες και άλλοι), να πιουν τον πρώτο καφέ της ημέρας. Στην ανατολική πλευρά ήταν το καφενείο «Νέος Κόσμος» του Καρανίκα αρχικά και μετά του Δ. Αντωνιάδη όπου περνούσαν τις ελεύθερες ώρες οι συνταξιούχοι και οι μικροαστοί. Εδώ γινόταν πόλεμος μεταξύ των πελατών ποιος πρώτος θα διαβάσει την τοπική εφημερίδα, που ήταν προσαρμοσμένη σε ένα μεγάλο και όμορφο ξύλινο πλαίσιο για να μπορεί να διατηρείται εύκολα ανοικτή ολόκληρη η σελίδα της. Στη γωνία με την Κούμα ήταν «Τα Τέμπη» του Λ. Αντωνιάδη και μετά ο «Παράδεισος», ένα καφενείο που άφησε εποχή στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Στη νότια πλευρά, στο ισόγειο του μεγάρου Κατσαούνη ήταν το «Ντορέ» του Δημητρίου Πάλτσου και αφού μεσολαβούσε το κτίριο της Εμπορικής Τράπεζας, κάτω από το μέγαρο του Μποσινιώτη το καφενείο «Πανελλήνιον» του Μήτσου Βρεττόπουλου και πιο μπροστά το «Ντορέ» του Κώστα Πάλτσου. Αυτά τα καφενεία ήταν τόπος συνάντησης της καλής κοινωνίας της Λάρισας (δικηγόροι, ιατροί, έμποροι και άλλοι). Στη δυτική πλευρά, στο ισόγειο του κτιρίου Νικολάου Καρανίκα, βρισκόταν το καφενείο «Βασιλικόν» των αδελφών Ρεμπάπη, στο οποίο παραδόξως σύχναζαν αντιβασιλικοί. Όλα αυτά τα καφενεία τα έχουμε ήδη αναφέρει όταν περιγράψαμε τα κτίρια στα οποία στεγάζονταν.
Εξ ίσου πολλά ήταν και τα θερινά κέντρα τα οποία βρίσκονταν στις παρυφές της Λάρισας, γι’ αυτό και ονομάζονταν εξοχικά. Αυτά την ημέρα ήταν συνήθως καφενεία, ενώ τα ζεστά καλοκαιρινά βράδια συγκέντρωναν αρκετό κόσμο που ήθελε να νιώσει λίγη δροσιά. Ήταν το Αλκαζάρ, η Κιβωτός, ο Κήπος του Κατσαούνη, το Λούνα Παρκ, το Φάληρο. Γι’ αυτά έχουμε λίγο-πολύ αναφερθεί σε προηγούμενα δημοσιεύματα. Στο σημερινό σημείωμά μας θα αναφερθούμε στα θερινά εξοχικά κέντρα του μεσοπολέμου, τα οποία βρίσκονταν στην περιοχή των δύο Σιδηροδρομικών Σταθμών, του Διεθνούς ή Λαρισαϊκού και του Θεσσαλικού.
Ένα παλιό εξοχικό κέντρο το οποίο σήμερα έχει ξεχασθεί από τη λήθη του χρόνου και λίγοι το γνωρίζουν ήταν το «Κουκλάκι», ένα θερινό κέντρο με παράξενο όνομα, για το οποίο δεν μπόρεσα να βρω μια αιτιολογημένη αναφορά γύρω από την ονομασία του. Ιδιοκτήτης ήταν ο Αλέκος Φρυτζαλάς και βρισκόταν κοντά στον σταθμό του Θεσσαλικού σιδηροδρόμου, δίπλα από τα ψυγεία των Χολέβα-Μαρκατά. Άρχισε να λειτουργεί το 1924, σε μια περίοδο η οποία αντιμετώπιζε τις επιπτώσεις της μικρασιατικής καταστροφής, με την ανταλλαγή των πληθυσμών και την παρουσία στη Λάρισα μεγάλου αριθμού προσφύγων. Ήταν κέντρο λαϊκό και γνώρισε μεγάλες δόξες. Το προτιμούσαν ως τόπο συνάντησης οι στρατιώτες, ίσως γιατί ήταν απομονωμένο από το κέντρο της πόλης, καθώς την εποχή εκείνη δεν επιτρέπονταν να κυκλοφορούν στην Κεντρική πλατεία, ούτε να κάθονται σε καταστήματα αναψυχής όπου σύχναζαν οι αξιωματικοί. Όπως έχουν γράψει άνθρωποι που υπήρξαν θαμώνες του, αυτό ήταν καθαρό, με καλή εξυπηρέτηση και μαζί με τον καφέ πρόσφερε «υποβρύχια», λουκούμια, γλυκά του κουταλιού, καθώς επίσης και τσίπουρο με εξαιρετικούς μεζέδες. Διέθετε μια περιποιημένη αυλή με πολλά λουλούδια και δένδρα και το κυριότερο την είχε διαρρυθμίσει με τα περίφημα «σεπαραδάκια», ειδικά ιδιωτικά διαμερίσματα, χωρισμένα με αναρριχόμενα φυτά, ώστε να μπορούν να καταφεύγουν παράνομα ζευγάρια χωρίς να γίνονται εύκολα αντιληπτά. Τα ήθη της εποχής εκείνης δεν επέτρεπαν τις φανερές ερωτικές συναντήσεις έστω και απλές. Επιπλέον το κέντρο διέθετε μουσική από γραμμόφωνο, μεγάλη τεχνική κατάκτηση της εποχής. Παρά την καλή περιποίηση, τα εκλεκτά εδέσματα και το καλό όνομα που είχε αποκτήσει, το «Κουκλάκι» σταμάτησε τη λειτουργία του το 1931.
Ένα άλλο θερινό εξοχικό κέντρο στην ίδια περιοχή ήταν το «Θεσσαλικόν». Αυτό είχε αναπτυχθεί σε μια κατάφυτη κυκλική πλατεία την οποία αντίκριζε κανείς καθώς έβγαινε από το κτίριο του Θεσσαλικού σιδηροδρομικού σταθμού[1]. Η πλατεία αυτή ήταν κατάφυτη από δένδρα μικρά και μεγάλα και από λουλούδια, το έδαφός της βρισκόταν ελαφρώς υπερυψωμένο από τους γύρω προσπελάσιμους προς τον σταθμό δρόμους και καλυπτόταν από φυσικό πράσινο χλοοτάπητα. Πάνω του υπήρχαν διάσπαρτα τραπεζοκαθίσματα. Άρχισε τη λειτουργία την ίδια χρονιά με το «Κουκλάκι» (1924), διέθετε πίστα χορού και πολλές φορές ζωντανή ορχήστρα διασκέδαζε τους θαμώνες. Εκτός από τα συνήθη τοπικά αναψυκτικά (γκαζόζες του Χαμαϊδή ή του Δικόπουλου) διέθετε και κουζίνα. Συγκέντρωνε πολύ και εκλεκτό κόσμο και η λειτουργία του διήρκεσε επί μία δεκαετία. Το 1934 έκλεισε, και ένας ακόμη χώρος ψυχαγωγίας στην πόλη σταμάτησε.
Η φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο αποτυπώνει την περιοχή του Θεσσαλικού Σιδηροδρομικού Σταθμού της Λάρισας. Προέρχεται από το αρχείο του Αντώνη Γαλερίδη και είναι έκδοση του Νίκου Κουρτίδη (nicour) από την Αθήνα. Δεξιά μέσα στα πλατάνια υπήρχαν τραπεζοκαθίσματα, τα οποία ήταν αναπτυγμένα μέσα στο πράσινο και πρόσφεραν δροσιά και διασκέδαση στους θαμώνες του. Ήταν η εποχή που η Λάρισα διέθετε δύο σιδηροδρομικούς σταθμούς και η μετακίνηση προς Βόλο γινόταν αποκλειστικά με τον Θεσσαλικό σιδηρόδρομο. Στο βάθος απεικονίζεται το κτίριο του σιδηροδρομικού σταθμού, παρόμοιο με το αντίστοιχο του Βόλου, αρχιτεκτονικό έργο του Εβαρίστο ντε Κίρικο, πατέρα του διάσημου ζωγράφου Τζιόρτζιο ντε Κίρικο. Πίσω από το κτίριο ήταν οι σιδηροδρομικές γραμμές. Στο κέντρο της φωτογραφίας απεικονίζεται το κτίριο του σταθμού, με το χαρακτηριστικό κεντρικό υπερώο που είχαν οι σταθμοί του Θεσσαλικού Σιδηροδρόμου. Σήμερα ας μην τολμήσει να περπατήσει κανείς στους χώρους αυτούς. Ο σεισμός του 1941 επέφερε ζημιές και οι επόμενοι σεισμοί το αποτελείωσαν. Μια προκλητική εγκατάλειψη τον έχει αφήσει έρμαιο διαφόρων περιθωριακών ατόμων. Και ο ΟΣΕ περί άλλα τυρβάζει...
Επί της σημερινής οδού Παλαιολόγου και ακριβώς απέναντι από τον σιδηροδρομικό σταθμό των ΣΕΚ (ΟΣΕ σήμερα) βρισκόταν το εξοχικό κέντρο «Παυσίλυπο». Είχε σχήμα πολυγωνικό, εν είδει ροτόντας, και αρχικά υπήρξε επιχείρηση του Αλέκου Ξυραδάκη[2]. Η έναρξή του τοποθετείται πριν από τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο. Οι πελάτες του έφθαναν μετά τα μεσάνυχτα, διέθετε ορχήστρα με λαϊκά όργανα, καλλίπυγες αρτίστες και μπορούμε να πούμε ότι ήταν ο πρόδρομος των σημερινών «σκυλάδικων». Περί το 1928 κατεδαφίσθηκε η ροτόντα και κατασκευάσθηκε νέο οίκημα, αυτό περίπου που υπάρχει μέχρι σήμερα. Νέος υπήρξε και ο επιχειρηματίας, ένας ονόματι Αρμένος, ο οποίος το δούλεψε ως καφενείο και μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες μετακαλούσε και ορχήστρα[3].
Το κέντρο διασκέδασης «Όασις» λειτούργησε στην περιοχή των ΣΕΚ μεταπολεμικά και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία. Νυκτερινό κέντρο που άφησε εποχή. Όμως γι’ αυτό θα ασχοληθούμε σε άλλο σημείωμά μας.
---------
[1]. Φωτογραφία της πλατείας αυτής δημοσιεύθηκε σε πρόσφατο κείμενο. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Ο σταθμός του Θεσσαλικού σιδηροδρόμου, εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 23ης Σεπτεμβρίου 2018.
[2]. Γιός του Αλέκου Ξυραδάκη ήταν ο Ιωάννης Ξυραδάκης, από τους καλύτερους κουρείς στη Λάρισα. Είναι ο πρώτος που άνοιξε κομμωτήριο. Αρχικά στεγάσθηκε στην οδό Ερμού. Περί το 1920 μετακόμισε στην οδό Κούμα, δίπλα από τη Λαρισαϊκή Λέσχη και μεταπολεμικά κάτω από το ξενοδοχείο «Ολύμπιον» στην Κεντρική πλατεία.
[3]. Βλέπε: Ολύμπιος (Κώστας Περραιβός), Λησμονημένα κέντρα του παλιού καιρού, εφ. «Λάρισα», φύλλο της 27ης Αυγούστου 1979.