Ο Αθανάσιος αισθανόμενος υποχρέωση απέναντι στους αδελφούς του για τις δαπάνες που πραγματοποίησαν για αυτόν επί δωδεκαετία τουλάχιστον (από το 1876 όταν απεβίωσε ο πατέρας τους Δημήτριος Κ. Αστεριάδης), αποφάσισε να μεταβιβάσει στους αδελφούς του το μερίδιό του από την προαναφερθείσα ακίνητη περιουσία (το 1/3 της οικίας και το 1/12 του τσιφλικιού) αντί του ποσού των 9.950 δρχ. Από τα χρήματα αυτά τις 1.000 δρχ. θα τις κρατούσε ο Αθανάσιος για λογαριασμό του. Τις 5.000 δρχ. θα τις έδινε στους αδελφούς του (από 2.500 έκαστος) για τους λόγους που προαναφέρθηκαν. Με τις υπόλοιπες 3.950 δρχ. ο Αθανάσιος θα κάλυπτε τα έξοδα της κηδείας και των μνημοσύνων του θείου του (700 δρχ.), και θα εξοφλούσε όλα τα χρέη του προς τρίτους. Στον κτηματία Χρήστο Δημητριάδη (1.200 δρχ.), στον δάσκαλο Δημήτριο Σακελλάριο (450 δρχ.), στον Γεώργιο Λάππα (130 δρχ.), στον Γεώργιο Παπακωνσταντίνου (350 δρχ.), στον Αθανάσιο Παπακωνσταντίνου (60 δρχ.), στον ράπτη Θεόδωρο Μαρκίδη (150 δρχ.), στον Γιαννακό Κοψαχείλη (60 δρχ.) και στην Τράπεζα Ηπειροθεσσαλίας (850 δρχ.) [1].
Ο Αθανάσιος Αστεριάδης κληρονόμησε επίσης από τον θείο του, δύο αγρούς στο χωριό Λάλουκα του Άργους (Νομός Αργολίδας), εκτάσεως 2.124 τ.μ. και 7.380 τ.μ. Τους αγρούς αυτούς τους μεταβίβασε την ίδια χρονιά (1888), στον δικαστικό επιμελητή της Λάρισας Παναγιώτη Καθεκλά [2], αντί συνολικού τιμήματος 1.500 δρχ. [3].
Ο Αθανάσιος Αστεριάδης μετά από την πώληση του μεριδίου του από την πατρική του κατοικία, εξακολουθούσε να διαμένει στη συνοικία Παράσχου, σε μία οικία που του παραχώρησε (άνευ ενοικίου) ο φαρμακοποιός αδελφός του Κωνσταντίνος Δ. Αστεριάδης. Η οικία αυτή που βρισκόταν ανάμεσα από τις αντίστοιχες του Στεργίου Τσαρουχά και του Χαδούλη Κωνσταντίνου, την είχε πωλήσει το 1884 στον Κωνσταντίνο, ο ξυλουργός Στέργιος Αθανασίου [4].
Τα επόμενα χρόνια και μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα (με μία μικρή διακοπή κατά τη διάρκεια του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 και της προσωρινής κατοχής της Θεσσαλίας), ο Αθανάσιος Αστεριάδης ασχολήθηκε (έναντι αμοιβής) με τη διαχείριση των αγροτικών ακινήτων των αδελφών του. Τον συναντούμε σε πλήθος συμβολαιογραφικών εγγράφων να εκμισθώνει είτε ο ίδιος, είτε ως πληρεξούσιος των αδελφών του, βοσκοτόπια και αγροκτήματα σε κτηνοτρόφους και γεωργούς που διέμεναν στα χωριά της ευρύτερης περιφέρειας της Λάρισας, καθώς και αροτριώντα ζώα, κάρα και άμαξες που υπήρχαν στο τσιφλίκι Σουπλί [5].
Ο Αθανάσιος Αστεριάδης απεβίωσε στη Λάρισα τον Ιούλιο του 1907 σε ηλικία 49 ετών [6].
Η εξόδιος ακολουθία πραγματοποιήθηκε στον ναό του Αγίου Νικολάου, παρουσία εκατοντάδων πολιτών. Ενταφιάστηκε στον οικογενειακό τάφο των Αστεριάδηδων στο Παλαιό Νεκροταφείο της πόλης. Εσφαλμένα στην επιτύμβια επιγραφή, αναγράφεται ως έτος θανάτου το 1906. Σύμφωνα με όσα στοιχεία έχουμε στη διάθεσή μας, ουδέποτε νυμφεύθηκε και δεν απέκτησε απογόνους. Μετά από τον θάνατό του, τα όποια περιουσιακά του στοιχεία, πέρασαν στην κυριότητα των αδελφών του.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Λάρισας (ΓΑΚ/ΑΝΛ), Συμβολαιογραφικό Αρχείο Αγαθάγγελου Ιωαννίδη, φκ. 024, αρ. 7784 (28 Ιουνίου 1888).
[2]. Ο Καθεκλάς καταγόταν από το Ναύπλιο της Πελοποννήσου. Βλ. Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, «Παναγιώτης Μ. Καθεκλάς: Δικαστικός επιμελητής και πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου της Λάρισας», Ελευθερία (Λάρισα), 14 Ιανουαρίου 2018.
[3]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 024, αρ. 7787 (29 Ιουνίου 1888).
[4]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 012, αρ. 3361 (27 Αυγούστου 1884). Ο Κωνσταντίνος Αστεριάδης την ίδια ημέρα αγόρασε από τον Στεργίου και μία δεύτερη οικία στη οδό Νεύσι Τεκελή αρ. 8 (όπως αναφέρεται στο συμβόλαιο), αντί του συνολικού ποσού (και για τις δύο οικίες) των 50 χρυσών Τουρκικών λιρών.
[5]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 064, αρ. 23282 (15 Αυγούστου 1889), φκ. 056, αρ. 20448 (24 Σεπτεμβρίου 1896) και αρ. 20466 (26 Σεπτεμβρίου 1896), φκ. 070, αρ. 25262 (8 Σεπτεμβρίου 1900).
[6]. Μικρά (Λάρισα), φ. 329 (9 Σεπτεμβρίου 1907).