Το 1903, με εισήγηση της βασίλισσας Όλγας, η οποία ερχόταν συνήθως το φθινόπωρο στη Λάρισα συνοδεύοντας τον σύζυγό της Γεώργιο Α΄, ιδρύθηκε και στην πόλη μας, «Φιλοδασική Ένωσις», με σκοπό να συμβάλλει στη δημιουργία πρασίνου στην ευρύτερη περιοχή του Αλκαζάρ. Με τη συμβολή μονάδων μηχανικού, δενδροφυτεύτηκε η περιοχή κατά μήκος της αριστερής όχθης του Πηνειού, μέχρι το κτήμα Παπασταύρου, περίπου μέχρι εκεί που αρχίζει σήμερα το Στάδιο Αλκαζάρ. Αυτός ο τεράστιος χώρος πρασίνου ονομάσθηκε από τον Δήμο «Άλσος των Νυμφών». Ο όρος αυτός αποτελεί την επίσημη ονομασία της περιοχής, αντί του ξενόγλωσσου Αλκαζάρ, όμως τελικά δεν επικράτησε.
Το 1915 με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου παραχωρήθηκε μέρος του Άλσους στον επιχειρηματία Ρωμύλο Αυδή για να κατασκευάσει ένα ευπρεπές αναψυκτήριο, με σκοπό να εξυπηρετεί τους περιπατητές, αλλά και τις οικογενειακές εξορμήσεις για λόγους αναψυχής ιδίως τις Κυριακές και τις γιορτές. Το 1925 πυρκαγιά από άγνωστη αιτία κατέστρεψε το κατάστημα του Ρωμύλου Αυδή, αλλά πολύ σύντομα, στις 15 Απριλίου 1926, το καφενεδάκι του Αλκαζάρ λειτούργησε πάλι. Ανοικοδομήθηκε από την αρχή από τον Νέστορα Αναστασίου με διαφορετική αρχιτεκτονική μορφή. Στην αρχή επιχειρηματίας ήταν ο Ζαχαρός και αργότερα ο Αποστόλης Καραγιάννης με τον Τηλέμαχο Τρυφωνίδη, οι οποίοι το μετέτρεψαν σε κοσμικό κέντρο με μουσικά συγκροτήματα και διάφορα θεάματα μέχρι το 1940 [2]. Στην κατοχή κατοικήθηκε για ένα διάστημα από Ιταλική στρατιωτική μονάδα, αλλά τελικά το κτίριο έμεινε μόνο με τους τοίχους, ενώ ολόκληρος σχεδόν ο χώρος του Αλκαζάρ με την αποχώρηση των κατακτητών ήταν τελείως αποψιλωμένος.
Μετά τον πόλεμο άρχισε εντατική δενδροφύτευση στην περιοχή. Την άνοιξη του 1947, έπειτα από σχετική δημοπρασία ο Δήμος Λαρισαίων παραχώρησε στον επιχειρηματία Μήτσο Βρεττόπουλο την εκμετάλλευση επί 15ετία του χώρου του προπολεμικού κέντρου «Αλκαζάρ», με σκοπό την κατασκευή ενός νέου κτιρίου στη θέση του παλαιού και τη λειτουργία εξοχικού κέντρου. Συγχρόνως ο ενοικιαστής αναλάμβανε την υποχρέωση να εξωραΐσει τον περιβάλλοντα χώρο. Η προηγούμενη εμπειρία του επιχειρηματία Μήτσου Βρεττόπουλου σε τέτοιου είδους επιχειρήσεις προοιώνιζε την επιτυχία και της νέας του προσπάθειας.
Ο Μήτσος Βρεττόπουλος γεννήθηκε το 1891. Γονείς του ήταν ο Κωνσταντίνος και η Θεοφανώ από το Λιβάδι Ελασσόνος, οι οποίοι μετά τον γάμο τους εγκαταστάθηκαν στο Λασποχώρι (Ομόλιο) όπου ο πατέρας του Κωνσταντίνος εργαζόταν ως δασοφύλακας. Όταν η οικογένεια μετακόμισε μόνιμα στη Λάρισα, ο Μήτσος μαζί με τον αδελφό του Θανάση άνοιξαν το ζαχαροπλαστείο «Κυβέλεια», το οποίο βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το σημερινό ξενοδοχείο «Διβάνη Παλλάς». Το 1929, όταν ο Κώστας Πάλτσος εγκατέλειψε το «Ντορέ», ένα καφενείο και ψυχαγωγικό κέντρο, το οποίο στεγαζόταν στο ισόγειο του ξενοδοχείου «Πανελλήνιον» στην Κεντρική πλατεία, ο Βρεττόπουλος συνέχισε τη λειτουργία του καταστήματος, αλλάζοντας την ονομασία του σε «Πανελλήνιον», όπως ονομαζόταν και το ξενοδοχείο που στεγαζόταν στους δύο επάνω ορόφους του κτιρίου. Το 1937 παραχώρησε τη διαχείριση του «Πανελληνίου» στον υπάλληλό του Μήτσο Γάβρο και συνέχισε την επαγγελματική του δραστηριότητα ανοίγοντας το ζαχαροπλαστείο «Αίγλη», στη δυτική πλευρά της Πλατείας Ταχυδρομείου, επί της οδού Φαρσάλων (Ρούσβελτ). Συγχρόνως στον ίδιο χώρο εγκατέστησε και ειδικό μηχανικό εξοπλισμό για τη δημιουργία εργοστασίου χονδρικής παρασκευής γλυκών, τα οποία έφεραν την ονομασία «Βρεττό».
Μεταπολεμικά ο Μήτσος Βρεττόπουλος βρέθηκε επαγγελματικά μετέωρος και τελικά ανέλαβε, όπως είδαμε, την αναβίωση του παλιού κέντρου «Αλκαζάρ». Έτσι τον Μάρτιο του 1947 άρχισε με εντατικούς ρυθμούς τις εργασίες κατασκευής και χωρίς να υπολογίσει έξοδα και κόπο μεταμόρφωσε τον χέρσο αυτόν σε μια πραγματική όαση ομορφιάς. Σε έξι μήνες, τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, το νέο κέντρο «Αλκαζάρ» υπό τη διεύθυνση του Μήτσου Βρεττόπουλου υποδέχθηκε τους πρώτους θαμώνες. Αρχιτεκτονικά το νέο κτίσμα ήταν μια ευρύχωρη και υπερυψωμένη κατασκευή από ενισχυμένο ξύλο, με μεγάλα ανοίγματα, τα οποία από τη μία διέχεαν το φως της ημέρας στο εσωτερικό του κτιρίου και από την άλλη έδιναν τη δυνατότητα στον επισκέπτη να θαυμάσει την εξωτερική φυσική ομορφιά του κήπου και των δένδρων. Στον εξωτερικό χώρο βόρεια και δυτικά του κτιρίου αναπτύχθηκαν τραπεζοκαθίσματα, πίστα χορού με σιντριβάνι και υπερυψωμένη σκηνή για ορχήστρα.
Αρχικά λειτούργησε σαν χώρος αναψυχής για τους περιπατητές, όμως από τον Ιούνιο του επόμενου έτους (1948) πήρε τη μορφή κοσμικού κέντρου με ορχήστρα, τραγουδιστές και διάφορα θεάματα. Από το κέντρο αυτό παρέλασαν όλα τα μεγάλα ονόματα του ελληνικού ελαφρού τραγουδιού εκείνης της περιόδου και οι Λαρισαίοι είχαν την ευκαιρία να απολαύσουν από κοντά σπουδαία ονόματα καλλιτεχνών που γνώριζαν μόνο από τους δίσκους και το ραδιόφωνο. Κοσμοπλημμύρα επικρατούσε στο κέντρο και τις ηλιόλουστες Κυριακές και γιορτές. Μετά την εκκλησία οικογένειες και φιλικές συντροφιές περνούσαν τη γέφυρα και κατηφόριζαν στον ευθύ δρόμο του Αλκαζάρ μέχρι το σημερινό στάδιο, για να καταλήξουν για καφέ ή τσίπουρο άλλοι στην «Κιβωτό» και οι περισσότεροι στο κέντρο «Αλκαζάρ». Όμως ο Μήτσος Βρεττόπουλος δεν μπόρεσε να ζήσει αρκετά για να απολαύσει τους καρπούς του σπουδαίου έργου του. Το 1952 αρρώστησε βαριά και εκχώρησε την επιχείρηση σε άλλους. Το κέντρο συνέχισε τη λειτουργία του μέχρι το 1972 και στη συνέχεια το κτίριο κατεδαφίστηκε. Μετά τη μεταπολίτευση δημιουργήθηκε στη θέση του το Κηποθέατρο.—————————————————————
[1]. Ενοικιαστής του κέντρου ήταν ο Φερδ. Σφόρτσας, ο οποίος σε μια διαφημιστική του καταχώριση στην ίδια εφημερίδα αναγγέλλει «... την παράδοσιν των μαθημάτων της ξιφομαχίας επί της άνω αιθούσης του καφενείου Αλκαζάρ».
[2]. Περραιβός Κώστας, Το Αλκαζάρ τον παλιό καιρό, εφ. «Λάρισα», φύλλο της 6ης Αυγούστου 1979.