Στο κείμενο της προηγούμενης Τετάρτης περιγράψαμε το μικρό τμήμα της οδού Ασκληπιού από τη διασταύρωσή της με την οδό Παπακυριαζή, μέχρι την Κούμα. Στο σημερινό σημείωμα θα περιγράψουμε τα κτίρια της δεξιάς πλευράς της Ασκληπιού από την Κούμα μέχρι την οδό Κύπρου, όπως ήταν τα προπολεμικά χρόνια, πριν ακόμα στη θέση τους αναπτυχθούν σήμερα πολυώροφες οικοδομές.
Πιο πριν όμως θα πούμε και λίγα λόγια για την ονοματοθεσία της συγκεκριμένης οδού, γιατί είναι ενδιαφέρουσα. Η πρώτη της ονομασία ήταν οδός Ασκληπιού, αλλά λόγω της σθεναρής αντίστασης του δικτάτορα Μεταξά το 1940 προς τους Ιταλούς μετονομάσθηκε σε οδό Ιωάννου Μεταξά. Η ονομασία αυτή εξακολουθούσε να υπάρχει και κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Μετά τον θάνατο του παλιού δημάρχου Μιχαήλ Σάπκα το 1956, το Δημοτικό Συμβούλιο αποφάσισε, έπειτα από πρόταση του δημάρχου Δημ. Χατζηγιάννη, να τιμήσει τον μεταστάντα με τη μετονομασία της οδού Μεταξά σε Μιχαήλ Σάπκα. Όμως μερίδα του Τύπου και αρκετοί πολίτες, διαφώνησαν ανοικτά με την απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου για τη μετονομασία αυτή, στην οποία διέβλεπαν έναν εύσχημο τρόπο κατάργησής της. Ο δήμαρχος προσπάθησε να αποσείσει κάθε υστερόβουλη πολιτική ενέργεια στη λήψη της απόφασης αυτής. Αλλά εις μάτην. Στη διαφωνία αυτή αναγκάσθηκαν να παρέμβουν και τα τέκνα του Μιχαήλ Σάπκα, ο χειρουργός Αλέκος Σάπκας και η Μίνα Ρίζου-Σάπκα, οι οποίοι δεν αποδέχθηκαν τη μετονομασία. Έπειτα από αυτά, ο Δήμος μετονόμασε την Κεντρική πλατεία από Β΄ Σώματος Στρατού σε Μιχαήλ Σάπκα και μετά τη μεταπολίτευση η οδός Ιωάννη Μεταξά πήρε πάλι το αρχικό της όνομα, Ασκληπιού.
Συνεχίζουμε τον περίπατό μας στο τμήμα της Ασκληπιού το οποίο περιλαμβάνεται μεταξύ των οδών Κούμα και Κύπρου και αρχής γενομένης από την Κούμα, βαδίζουμε στο δεξιό πεζοδρόμιό της. Στη γωνία, όπως αναφέραμε και στο προηγούμενο σημείωμά μας, βρισκόταν το αρχοντικό του παλιού Δημάρχου Αχιλλέα Αστεριάδη. Στο σημείο αυτό πρέπει να προσθέσουμε ότι, εκτός από τη μεγάλη ανθοστόλιστη αυλή, ολόκληρη η ιδιοκτησία περιβαλλόταν και από κήπο ο οποίος κάλυπτε έκταση ενός και πλέον στρέμματος. Μέσα σ’ αυτόν τον κήπο υπήρχαν ειδικά στέγαστρα όπου στάθμευαν τα ιδιωτικά αμάξια του Αστεριάδη, καθώς και σταύλοι για τα άλογά του. Ο κήπος αυτός αποτελούσε προέκταση της αυλής επί της οδού Κούμα, είχε πρόσοψη επί της οδού Ασκληπιού, συνεχιζόταν επί της οδού Αχιλλέως (Παναγούλη) και εφαπτόταν με τον περίβολο του Οθωμανικού Σχολείου. Σήμερα ολόκληρος ο χώρος καλύπτεται από μια πολυώροφη οικοδομή και από τις ιδιοκτησίες της Φανής Αντωνούλη και των απογόνων του φαρμακοποιού Τάσου Βάη.
Δίπλα από το αρχοντικό του Αχ. Αστεριάδη υπήρχε διώροφη οικοδομή που αποτελούσε ιδιοκτησία του Θωμά Χατζηψαθά, πατέρα του γνωστού στην προπολεμική Λάρισα Αχιλλέα Χατζηψαθά. Όταν ο τελευταίος την πούλησε, το κτίριο μετατράπηκε σε ξενοδοχείο με το όνομα «Θεσσαλονίκη». Σαν τέτοιο λειτούργησε όλα τα χρόνια του μεσοπολέμου και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, οπότε κατεδαφίσθηκε και τη θέση του πήρε η οικοδομή η οποία στέγασε αργότερα την κλινική Χουλιάρα-Κυτιλή-Καφετζούλη.
Το αμέσως επόμενο κτίριο ανήκε στον Λαρισαίο ιατρό Ευριπίδη Μακρή. Ήταν διώροφο, αλλά ψηλότερο από το διπλανό ξενοδοχείο. Σ΄ αυτό κατοίκησε ο δικηγόρος Νίκος Γαργάλας, αδελφός του περισσότερο γνωστού στους νεότερους Χρήστου Γαργάλα. Μετά τον θάνατό του κατά το 1925, έμεινε σ’ αυτό η χήρα του Ζουζού Γαργάλα. Κατόπιν η κατοικία περιήλθε στην ιδιοκτησία του πατέρα του Γεωργίου Κόκκινου. Μετά τον σεισμό του 1941 έχασε τον επάνω όροφο και μετατράπηκε σε ισόγειο κτίριο. Λόγω των σοβαρών ζημιών που υπέστη, κατέστη επικίνδυνο. Κατεδαφίσθηκε το 1969 και τη θέση του πήρε μια πολυκατοικία.
Δίπλα από το σπίτι του Κόκκινου και πολύ μέσα από την οικοδομική γραμμή, ήταν ένα άλλο διώροφο κτίριο το οποίο ανήκε στη μαία Φρόσω Καραμανλή. Οικοδομικά ήταν κτισμένο με την παραδοσιακή τεχνική από τσατμά (ξυλόπηκτο). Κληρονομήθηκε από την ανεψιά της Κατίνα Σωτηρίου-Φλώρου. Σήμερα στη θέση αυτή κτίσθηκε πολυκατοικία.
Στο επόμενο οικόπεδο υπήρχε ένα άλλο παραδοσιακό κτίσμα το οποίο ανήκε στον γνωστό για την εποχή του αρτοποιό Μπατζαλέξη. Μεταπολεμικά στο σημείο αυτό υπήρχε οικοδομή η οποία στέγαζε το κατάστημα ανταλλακτικών αυτοκινήτων του Γεωργίου Χριστιανού και το εστιατόριο “Αβέρωφ”.
Ακολουθούσε στην ίδια γραμμή η κατοικία του βιβλιοχαρτοπώλη Γεωργίου Βελώνη. Ήταν και αυτή κτισμένη με παραδοσιακά υλικά. Το κατάστημα του Βελώνη βρισκόταν στη γωνία των οδών Κύπρου και Ασκληπιού[1], απέναντι από φαρμακείο του Κυλικά. Η κατοικία αυτή κατεδαφίσθηκε προπολεμικά και στη θέση του κτίσθηκαν καταστήματα στο ισόγειο και μια κατοικία στον άνω όροφο.
Το τελευταίο κτίριο της σειράς αυτής της Ασκληπιού ήταν το Φαρμακείο του Παναγιώτη (Γιώτα) Τσόκανου, το οποίο υπήρχε από τα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση του 1881. Παρουσίαζε την κλασική μορφή των φαρμακείων της εποχής, με ένα τραπέζι αριστερά αμέσως μετά την κυρία είσοδο, η οποία βρισκόταν στην πλευρά της οδού Αλεξάνδρας. Ο χώρος διέθετε ορισμένες καρέκλες και τον πάγκο, επάνω στον οποίο ήταν τοποθετημένες δύο μεγάλες μπουκάλες με χρωματιστό νερό και μεταξύ αυτών ο βεζινές[2] με τον οποίο ζύγιζαν τα φάρμακα, που κατασκευάζονταν εκείνη την ώρα βάσει της ιατρικής συνταγής.
Στο σημείο αυτό θέλω να κάνω μια παρένθεση και να αναφέρω ότι τα παλιά φαρμακεία ήταν και εντευκτήρια πνευματικών ανθρώπων. Οι ελάχιστοι καλλιεργημένοι άνθρωποι που υπήρχαν τότε απέφευγαν τους καφενέδες και τα άλλα κέντρα ομαδικής συγκέντρωσης όπως σήμερα, και συγκεντρώνονταν στα φαρμακεία, όπου μαζί με τους ιατροφιλοσόφους συζητούσαν επιστημονικά, κοινωνικά και πολιτικά θέματα[3]. Στις συζητήσεις έπαιρναν φυσικά μέρος και οι φαρμακοποιοί, χωρίς να σταματούν την εργασία τους, η οποία εξ άλλου ήταν άνετη καθώς οι πελάτες ήταν λίγοι. Ο περισσότερος κόσμος προτιμούσε αντί των ιατρών τους κομπογιαννίτες και αντί των φαρμάκων τα «πρακτικά», όπως έλεγαν τα διάφορα φάρμακα που παρασκευάζονταν από φυσικά προϊόντα, τα κοινώς λεγόμενα “μαντζούνια”.
Ένα από τα φαρμακεία που είχαν από την αρχή πνευματική ατμόσφαιρα ήταν και του Γιώτα Τσόκανου. Τον τόνο τον έδινε ο ιατρός Αχιλλέας Λογιωτάτου που είχε μεγάλη εγκυκλοπαιδική μόρφωση και αρτιότατη επιστημονική συγκρότηση. Ήταν γόνος επιφανούς οικογένειας της Λαρίσης, της οποίας γενάρχης ήταν ο Ιωάννης Λογιωτάτου, ένας εξαιρετικά μορφωμένος άνθρωπος κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας, για τον οποίο γράψαμε επανειλημμένως. Στο ίδιο φαρμακείο άσκησε την επιστήμη του και ο γιατρός και μετέπειτα δήμαρχος Μιχαήλ Σάπκας.
Το φαρμακείο αυτό έπαιξε και σημαντικό ρόλο κατά τον Μακεδονικό αγώνα. Ο Σάπκας είχε δημιουργήσει ένα θαυμάσιο δίκτυο πρακτόρων και συνεργατών. Αυτός δέχθηκε εδώ τον τότε νεαρό αξιωματικό Παύλο Μελά μεταμφιεσμένο και τον διαπεραίωσε στη Μακεδονία, για να συνεχίσει απ’ εκεί την πορεία του στις περιοχές όπου δρούσαν κυρίως οι Βούλγαροι κομιτατζήδες. Το υπόγειο του Φαρμακείου του Τσόκανου είχε μεταβληθεί σε πραγματικό οπλοστάσιο. Απ’ εκεί, νύχτα παρελάμβαναν τα όπλα οι πατριώτες και τα μετέφεραν με τις σούστες μέχρι το λιμάνι του Τσάγεζι (Στόμιο) και από εκεί με καΐκια στη Μακεδονία. Άλλα όπλα μεταφέρονταν και από απρόσιτες διαβάσεις του Ολύμπου και των Καμβουνίων. Στο φαρμακείο αυτό έγινε επίσης και η πρώτη γνωριμία του Μιχαήλ Σάπκα με την Ιουλία, την κόρη του Αχιλλέα Λογιωτάτου, την οποία νυμφεύθηκε το 1906.
Το φαρμακείο αυτό περιήλθε στον γαμβρό του Τσόκανου, Στέφανο Κυλικά και εν συνεχεία στον γιο του τελευταίου Βάσο Κυλικά, γνωστό και από την ενεργή θητεία του επί χρόνια ως διευθυντής του Δημοτικού Ωδείου. Το φαρμακείο διατήρησε την αρχική του μορφή μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960, οπότε ανακαινίσθηκε και εκσυγχρονίσθηκε από τον Βάσο Κυλικά και υπάρχει άθικτο μέχρι σήμερα. Είναι από τα λίγα φαρμακεία, αν όχι το μοναδικό, το οποίο δεν άλλαξε στέγη για περίπου 140 χρόνια.
--------------
[1]. Το βιβλιοχαρτοπωλείο αυτό είναι μέχρι σήμερα γνωστό χάρη στα 25 εκπληκτικά χρωμολιθόγραφα επιστολικά δελτάρια τα οποία έθεσε σε κυκλοφορία τη δεκαετία του 1920 και θαυμάζονται μέχρι σήμερα. Τα περισσότερα αφορούν απόψεις περιοχών της Λάρισας διαφόρων εποχών και από την άποψη αυτή έχουν μια ιστορική αξία.
[2]. Βεζινές ήταν ζυγαριά μεγάλης ακριβείας την οποία χρησιμοποιούσαν παλιότερα οι φαρμακοποιοί και οι αργυραμοιβοί.
[3]. Προσωπικά έχω παρακολουθήσει τέτοιες συγκεντρώσεις κατά το 1975 στο φαρμακείο του Βάσου Κυλικά, όπου συγκεντρώνονταν καθημερινά διάφορες προσωπικότητες της παλιάς Λάρισας (Τάσος Γέμτος, Αλέκος Χονδρονάσιος, Νάσος Ρίζος, Τάσος Αρχιμανδρίτης, Στάθης Αραποστάθης, Αχιλλέας Μπατζιανούλης και άλλοι).