Με το σημερινό κείμενό μας θα περιηγηθούμε σε ένα κεντρικό σημείο της Λάρισας και θα περιγράψουμε πώς ήταν η περιοχή αυτή από τις αρχές του 20ού αιώνα, και τι μεταβολές έχει υποστεί μέχρι σήμερα. Θα διατρέξουμε ένα μικρό κομμάτι της οδού Ασκληπιού από το ύψος της οδού Παπακυριαζή μέχρι τη διασταύρωσή της με την οδό Κούμα, θα στρίψουμε αριστερά και θα σταματήσουμε στην οδό Ρούσβελτ (Φαρσάλων προπολεμικά), περιγράφοντας την αριστερή πλευρά της Κούμα. Η περιοχή αυτή βρίσκεται μεταξύ των δύο πιο μεγαλυτέρων πλατειών της πόλης, της Κεντρικής (Σάπκα) και της Ταχυδρομείου (Εθνάρχου Μακαρίου) και αποτελούσε ένα από τα κεντρικότερα σημεία της όλο αυτό το διάστημα.
Στη γωνία Παπακυριαζή και Ασκληπιού, ακολουθώντας το δεξιό πεζοδρόμιο καθώς ξεκινάμε από την πλατεία Ταχυδρομείου, υπήρχε το αρχοντικό του Δημητρίου Πουλιάδη. Ήταν ένα εντυπωσιακό κτίσμα. Αρχιτεκτονικά διέθετε πολλά νεοκλασικά στοιχεία, ήταν διώροφο και είχε δύο όψεις, τη μία στην οδό Παπακυριαζή και την άλλη στην οδό Ασκληπιού. Ως χρονολογία κατασκευής του αναφέρεται το 1910. Χαρακτηριστική ήταν μια κατακόρυφη προεξοχή του σπιτιού σε ένα μέρος της ανατολικής όψης, η οποία ψηλά κατέληγε σε μια πυργοειδή κατασκευή, στοιχείο που το προσδιόριζε και δεν το συναντήσαμε σε κανένα άλλο αρχοντικό της Λάρισας. Ο Πουλιάδης ήταν εμπειροτεχνίτης μηχανικός και εργολήπτης και πολλά από τα παλαιά κτίσματα της Λάρισας έγιναν με δικά του σχέδια. Ένα από τα λίγα που σώζονται είναι το τριώροφο μέγαρο Αλεξάνδρου που βρίσκεται επί της οδού Βενιζέλου, απέναντι από το Αρχαίο Θέατρο. Μετά τον θάνατό του το αρχοντικό αυτό περιήλθε στην κυριότητα του ανεψιού του Αθανασίου Γουνιτσιώτη, ο οποίος διατηρούσε κατάστημα ψιλικών επί της οδού Ακροπόλεως (Παπαναστασίου σήμερα). Απ’ αυτόν το αγόρασε στις 17 Σεπτεμβρίου 1952 ο ιατρός Γεώργιος Κατσίγρας για να το χρησιμοποιήσει σαν οικογενειακή του κατοικία. Μετά τον σεισμό του 1953 το κτίριο θεωρήθηκε επικίνδυνο. Έμεινε για πολλά χρόνια ακατοίκητο και το 1978 ο ιδιοκτήτης το κατεδάφισε και στη θέση του οικοδομήθηκε ένα νέο πολυώροφο κτίριο με κατασκευαστή τον Απόστολο Σταθακόπουλο.
Δίπλα από το σπίτι του Πουλιάδη ήταν το σπίτι του Βασιλείου Αρσενίδη. Και αυτό ήταν κτισμένο σε νεοκλασικό ρυθμό, με μια μεγάλη αυλή προς την πλευρά της οδού Κούμα, πλημμυρισμένη από ωραία λουλούδια. Η πληθωρική ύπαρξη λουλουδιών οφειλόταν στην αγάπη που έτρεφε γι’ αυτά η Κική Αρσενίδη, σύζυγος του Βασιλείου Αρσενίδη. Η οικογένεια Αρσενίδη ήταν μία από τις αρχοντικές και πιο παλιές οικογένειες της Λάρισας. Ο πατέρας του Νικόλαος Αρσενίδης (1840-1883) διατηρούσε από τον καιρό της τουρκοκρατίας το καλύτερο κοσμηματοπωλείο στη Λάρισα. Τα κέρδη που του απέφερε η επιχείρηση τα επένδυσε σε αγροτικά και αστικά ακίνητα. Έτσι βρέθηκε κάτοχος στον Αλήφακα (σημερινό Κάστρο) μιας μεγάλης αγροτικής έκτασης και μιας σειράς οικοπέδων στη Λάρισα. Την περιουσία του ο Νικόλαος Αρσενίδης κατένειμε στα παιδιά του. Είχε τρεις κόρες και έναν γιο. Η μία του κόρη η Κλεοπάτρα είχε παντρευτεί τον Κώστα Οικονομίδη, που διετέλεσε συνιδρυτής και γενικός διευθυντής της «Τραπέζης Λαρίσης» και κατόπιν ο πρώτος διευθυντής του υποκαταστήματος της Αγροτικής Τραπέζης. Ο Κώστας Οικονομίδης ήταν επίσης γόνος αρχοντικής οικογένειας, είχε σπουδάσει νομικά, αλλά δικηγορία άσκησε για λίγο. Ο γιος του Νικολάου Αρσενίδη Βασίλειος (1875-1944) νυμφεύθηκε την Αγγελική Οράτη (1893-1955) κόρη αριστοκρατικής οικογένειας από την Αίγυπτο και από τον γάμο του είχε τρία τέκνα, τον γεωπόνο Νικόλαο (1922-1969), τη Φανή η οποία απεβίωσε σε ηλικία τριών ετών και την άλλη Φανή, η οποία παντρεύτηκε τον Επαμεινώνδα Χριστοδουλόπουλο, εγγονό του ιστορικού της Λάρισας Επαμεινώνδα Φαρμακίδη. Ο Βασίλης Αρσενίδης διετέλεσε για αρκετά χρόνια δημοτικός σύμβουλος και Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου και το 1924-1925 διετέλεσε δήμαρχος της Λάρισας, όπου παρά τη σύντομη δημαρχιακή θητεία του επιτέλεσε σπουδαίο έργο[1].
Απέναντι στην άλλη γωνία βρισκόταν το αρχοντικό του παλιού δημάρχου Αχιλλέα Αστεριάδη για τον οποίο γράψαμε επανειλημμένα.
Ακολουθώντας το αριστερό πεζοδρόμιο επί της Ασκληπιού στη γωνία υπήρχε ένας μαντρότοιχος, ο οποίος περιτοίχιζε μάντρα, μέσα στην οποία διώροφη ξηλόπηκτη κατοικία. Όλη αυτή η έκταση ανήκε στον στρατηγό Ιωάννη Άρτη. Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια στη θέση αυτή είχαν αναπτυχθεί οι παράγκες που στέγαζαν προσωρινά τις φιλάνθρωπες υπηρεσίες του ΠΙΚΠΑ. Αργότερα το οικόπεδο το αγόρασε ο ιατρός Γεώργιος Κατσίγρας, ο οποίος σε σύντομο χρονικό διάστημα έκτισε την τεράστια κλινική του, η οποία εγκαινιάσθηκε και λειτούργησε το 1955. Το 1988 η κλινική αγοράσθηκε από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, προστέθηκε ένας ακόμη όροφος και στεγάσθηκαν σ’ αυτό τα πρώτα γραφεία και εργαστήρια της Ιατρικής Σχολής.
Μετά το οικόπεδο του Ιωάννη Άρτη, επί της Ασκληπιού, στη γωνία με την οδό Κούμα, υπήρχε μεγάλη διώροφη οικοδομή. Ο επάνω όροφος αρχικά χρησίμευσε σαν κατοικία, αλλά πριν από τον πόλεμο μετασκευάσθηκε και έγινε ξενοδοχείο με την ονομασία «Ελλάς». Κάτω από το ξενοδοχείο στη γωνία ήταν το γραφείο των δικηγόρων Πελοπίδα Αγγελίδη και Δημητρίου Χατζηγιάννη. Όταν αυτοί το εγκατέλειψαν, στεγάσθηκε το βιβλιοχαρτοπωλείο των αδελφών Παπαθεοδώρου. Αργότερα ενοικιάσθηκε από την Παπαχατζής Ο.Ε. και λειτούργησε με το όνομα “Ραδιοηλεκτρική”. Στη συνέχεια επί της οδού Κούμα και στο ίδιο κτίριο, διατήρησε για πολλά χρόνια δικηγορικό γραφείο ο Νικόλαος Σακελλαρίδης (1905-1970), γιος του ιατρού Γεωργίου Σακελλαρίδη. Όταν αυτός συνταξιοδοτήθηκε, εγκατέστησε το ραφείο του ο Βίκτωρ Αντωνιάδης που είχε εκπαιδευτεί στο Παρίσι. Υπήρχε και τρίτη πόρτα που κατά καιρούς χρησίμευσε για γραφείο δικηγόρων και παραγγελιοδόχων. Όλο αυτό το κτίσμα το 1973 κατεδαφίσθηκε και στη θέση του ανεγέρθηκε το πολυώροφο ξενοδοχείο “Αστέρας”, το οποίο λειτουργεί μέχρι σήμερα.
Σε επαφή με το διώροφο κτίσμα που περιγράψαμε υπήρχε μια παλιά ισόγεια οικοδομή. Τη μισή απ’ αυτή χρησιμοποιούσε ο Αθανάσιος Βέργος για καθαριστήριο και βαφείο. Για την εποχή του ο Βέργος, με τα μέσα που διέθετε τότε, ήταν ο καλύτερος βαφέας της Λάρισας. Η αλλαγή νοοτροπίας των γυναικών στο θέμα της ενδυμασίας έφερε μεταπολεμικά τον Βέργο σε θέση απλού εργάτη. Στο υπόλοιπο του παλιού κτίσματος ήταν εγκατεστημένο το μηχανοσιδηρουργείο των αδελφών Σκαρλάτου. Θα φανεί παράξενο πως σε έναν κεντρικό δρόμο της πόλης υπήρχε ένα τόσο πολυθόρυβο εργαστήριο. Όμως την εποχή εκείνη δεν ενοχλούσε κανέναν, αφού δεν υπήρχαν κοντά σπίτια που να κατοικούνται από οικογένειες. Στη θέση των δύο τελευταίων καταστημάτων μεταπολεμικά κατασκευάσθηκε το τριώροφο ξενοδοχείο “Ξενίας Μέλαθρον”. Το κτίριο εξακολουθεί να υπάρχει ακόμη και σήμερα, ενώ το ξενοδοχείο έχει σταματήσει να λειτουργεί από καιρό.
Δίπλα υπήρχε το ραφείο του Θωμά Παπαευθυμίου και το δικηγορικό γραφείο του Ιωάννη Πασχαλίδη. Τέλος στη γωνία Κούμα-Φαρσάλων (Ρούσβελτ σήμερα) ήταν ένα διώροφο κτίριο με αυλή. Στα παλιά χρόνια δεν υπήρχε περίπτωση να συναντήσει κανείς οποιασδήποτε φύσεως οίκημα, χωρίς αυλή, γεγονός άγνωστο σήμερα που οι κατοικίες και οι πολυκατοικίες είναι κολλημένες η μία δίπλα στην άλλη. Υπάρχει βέβαια ο ακάλυπτος χώρος πίσω απ’ αυτές, αλλά αυτός ή θα είναι χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων ή αδιαμόρφωτο και ρυπαρό οικόπεδο. Το οίκημα αυτό στη γωνία για πολλά χρόνια στέγαζε το ξενοδοχείο «Μινέρβα» του Παπασυννεφάκη. Όταν το κτίριο του ξενοδοχείου περιήλθε στην ιδιοκτησία του Γ. Κόβαλα, ο Παπασυννεφάκης μετέφερε την ξενοδοχειακή του επιχείρηση στο Τσούγκαρι, στο τριώροφο κτίριο που χρησίμευε ως ξενοδοχείο του Κώστα Κικίμη με την επωνυμία η «Θράκη». Στη θέση του ξενοδοχείου “Μινέρβα” δημιουργήθηκε το μικρό καφενεδάκι του Μιχάλη Χαλκιά. Το καφενείο αυτό συγκέντρωνε τις προτιμήσεις εκείνων που ήθελαν να πιουν εκλεκτό καφέ, φτιαγμένο σύμφωνα με τα γούστα τους. Αλλά διέθετε και εξαιρετικό τσίπουρο με διαλεχτούς μεζέδες, γι’ αυτό τα μεσημέρια και τα βράδια πολλοί Λαρισινοί περνούσαν να πάρουν το ορεκτικό τους στου Χαλκιά. Σήμερα στο σημείο αυτό έχουν δημιουργηθεί διάφορα καταστήματα[2].
--------------
[1]. Γρηγορίου Αλέξανδρος. Η οικογένεια του κοσμηματοπώλη Νικολάου Αρσενίδη (1840-1883), εφ. “Ελευθερία’’, φύλλο της 11ης Οκτωβρίου 2015. Του ιδίου. Βασίλειος Αρσενίδης (1875-1944), εφ. “Ελευθερία”, φύλλο της 1ης Νοεμβρίου 2015.
[2]. Ολύμπιος (Περραιβός Κώστας). Η Λάρισα που χάθηκε. εφ. “Λάρισα”, φύλλο της 22ας Ιανουαρίου 1973.