Δεν ήταν μόνον οι ανηλεείς βομβαρδισμοί των Ιταλών κατά τους πρώτους μήνες του πολέμου, οι οποίοι δεν είχαν μόνο στρατιωτικούς ή συγκοινωνιακούς στόχους, αλλά και τον άμαχο πληθυσμό, με αποκορύφωμα τον βομβαρδισμό της 21ης Δεκεμβρίου 1940. Δεν ήταν οι συνεχείς γερμανικοί βομβαρδισμοί στις αρχές Απριλίου του 1941, μέχρι την κατάκτηση της Λάρισας. Ήταν ενδιάμεσα και ο φοβερός σεισμός της 1ης Μαρτίου του 1941 που συγκλόνισε εκ θεμελίων την πόλη, η οποία μεταβλήθηκε σε θλιβερή άμορφη μάζα ερειπίων και ενώ η χώρα βρισκόταν ακόμη σε πόλεμο με την Ιταλία.
Λίγο πριν από την αυγή της 1ης Μαρτίου 1941, στις 5 και 53’ το πρωί, σεισμός 6,3 βαθμών της κλίμακας Richter έπληξε τη Λάρισα. Στα ερείπια που είχαν συσσωρεύσει στην πόλη οι βομβαρδισμοί, ήλθαν να προστεθούν και τα τραγικά αποτελέσματα του Εγκέλαδου. Όταν πια πέρασαν οι πρώτες δύσκολες στιγμές του σεισμού, οι τοπικές αρμόδιες αρχές ενεργοποιήθηκαν για να μετρήσουν το μέγεθος της καταστροφής και κυρίως για τη διάσωση εκείνων που είχαν παγιδευτεί κάτω από τα ερείπια. Η πόλη που είχε βαρύτατα πληγεί από τους βομβαρδισμούς και είχε ακόμη κάποια ζωή και κίνηση, βρισκόταν τώρα βαρύτατα τραυματισμένη. Και σαν να μην έφθανε αυτό, το μεσημέρι της επομένης ημέρας του σεισμού, 2 Μαρτίου, που ήταν η Κυριακή των Απόκρεω, σημειώθηκε νέα ιταλική αεροπορική επιδρομή σε μια πόλη που δεν είχε προφθάσει ακόμη να ανασύρει από τα ερείπια τους νεκρούς του σεισμού [1]. Το γεγονός αυτό στιγματίσθηκε από ολόκληρη την παγκόσμια κοινότητα [2].
Ενάμιση μήνα αργότερα, κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδος, οι Γερμανοί με τους αδιάκοπους βομβαρδισμούς τής έδωσαν τη χαριστική βολή. Στη συνέχεια τη Μ. Παρασκευή μπήκαν στην πόλη την οποία βρήκαν άδεια [3]. Το ρεύμα της φυγής είχε πάρει μορφή δραματικής εξόδου. Τίποτε δεν μπορούσε να κρατήσει τους πανικόβλητους κατοίκους, οι οποίοι έφευγαν ομαδικά και ζητούσαν καταφύγιο στους γύρω οικισμούς. Η Αγιά και το Συκούριο δέχτηκαν το μεγαλύτερο μέρος των Λαρισαίων προσφύγων, γιατί πρόσφεραν μεγαλύτερη ασφάλεια, καθώς δεν είχαν βομβαρδισθεί και ούτε είχαν θιγεί από τους σεισμούς. Ελάχιστοι είχαν το σθένος να παραμείνουν στην πόλη ως την ώρα που μπήκαν οι Γερμανοί. Χρειάστηκε να περάσει ένας μήνας περίπου για να αρχίζουν να επιστρέφουν σιγά-σιγά, κυρίως οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι επαγγελματίες που διέθεταν καταστήματα, πολλοί εκ των οποίων τα βρήκαν λεηλατημένα. Όταν πλέον εδραιώθηκαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα, έφθασαν μετά από λίγο και οι Ιταλοί του Μουσολίνι, οι ηττημένοι του αλβανικού μετώπου, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν σαν κατοχική δύναμη στην πόλη μας.
Η εικόνα που δημοσιεύεται στο σημερινό κείμενο προέρχεται από φωτογραφία, η λήψη της οποίας έγινε από Γερμανό στρατιωτικό μετά την κατάληψη της Λάρισας. Πρέπει να προσθέσουμε ότι πολλοί Γερμανοί στρατιωτικοί είχαν εφοδιασθεί από τα επιτελεία τους με φωτογραφικές μηχανές, με τις οποίες αποτύπωναν τη ζωή τους στις κατακτημένες χώρες και τα στρατιωτικά τους …κατορθώματα. Στη συνέχεια η γερμανική προπαγάνδα διοχέτευε στην κυκλοφορία τις λήψεις που έκαναν από διάφορες περιοχές και με τον τρόπο αυτόν έμειναν μέχρι σήμερα πολλές αποτυπωμένες φωτογραφίσεις της Λάρισας και της περιοχής της, που τραβούσαν οι Γερμανοί στρατιώτες κατά την ολιγόωρη άδεια εξόδου τους από το στρατόπεδο.
Στο σημερινό στιγμιότυπο διακρίνονται οι σοβαρές καταστροφές που είχε υποστεί ο λαμπρός προπολεμικός μητροπολιτικός ναός του Αγίου Αχιλλίου, ο οποίος είχε εγκαινιασθεί τον Σεπτέμβριο του 1907. Ο φωτογράφος αποτύπωσε τη νοτιοδυτική πλευρά του ναού, όπου παρατηρούμε ότι αν και είχε περάσει αρκετός χρόνος από τον φοβερό σεισμό και τους βομβαρδισμούς, τα ερείπια στα σκαλοπάτια της εισόδου και στους γύρω χώρους δεν είχαν ακόμη απομακρυνθεί. Ο σεισμός έπληξε κυρίως τα δύο καμπαναριά. Ο επάνω όροφος και των δύο, όπου ήταν τοποθετημένες οι καμπάνες του ναού, έπεσαν επάνω στη στέγη του κυρίως ναού, την οποία κατακρήμνισαν και η δυτική πρόσοψη βρέθηκε μετέωρη. Οι κάθετοι τοίχοι φέρουν ρηγματώσεις σε πολλά σημεία, ενώ ο τρούλος παραμένει ακόμη στη θέση του [4].
Στο δεξιό μέρος της φωτογραφίας, πίσω από μια συστάδα φυλλωμάτων, διακρίνεται ένα μικρό τμήμα του τριώροφου κτίσματος του Ιωάννη Βελλίδη, το οποίο υπέστη ολοκληρωτική καταστροφή. Ο ναός του Αγίου Αχιλλίου παρέμεινε έτσι ερειπωμένος μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, οπότε κατεδαφίσθηκε και στη θέση του έχει δημιουργηθείσήμερα πάρκο.
—————————————————————
[1]. Σε ανακοίνωσή του το Υφυπουργείο Δημοσίας Ασφαλείας ανέφερε επί λέξει στις 2 Μαρτίου του 1941: «Η εχθρική αεροπορία, εν γνώσει ότι την προηγουμένην ημέραν η Λάρισα είχεν υποστεί τρομακτικάς καταστροφάς, με αρκετά θύματα εκ του σεισμού και καθ’ ήν ώραν το έδαφος εσείετο υπό των κατ’ εξακολούθησιν σεισμικών δονήσεων και υπήρχον χιλιάδες άστεγοι γυναίκες και παιδιά, εβομβάρδισεν επί μίαν ολόκληρον ώραν διά σμήνους βομβαρδιστικών αεροπλάνων την πληγείσαν ταύτην πόλιν. Κατά την διάρκειαν του βομβαρδισμού διεκόπη το έργον της διασώσεώς των υπό τα ερείπια θυμάτων εκ των σεισμών».
[2]. Ο πρωθυπουργός της Αγγλίας Τσώρτσιλ, εκφράζοντας την αγανάκτηση του Βρετανικού λαού, κατακεραύνωσε τους Ιταλούς για το γεγονός, λέγοντας: «Μια ελληνική πόλις, η Λάρισα, ερειπώθηκε από τρομακτικούς σεισμούς. Οι Ιταλοί φασίστες δεν την εσεβάσθησαν και εξαπέλυσαν εναντίον της αεροπορικήν επίθεσιν διά να προσθέσουν εις τα υπάρχοντα και άλλα ερείπια και εις τους νεκρούς και άλλους, εκ των βομβών των. Καταγγέλομεν εις την παγκόσμιον συνείδησιν την άνανδρον αυτήν επιδρομήν».
[3]. Γράφει ο χρονικογράφος της εποχής: «Έρημον κατοίκων εύρον οι εχθροί την πόλιν και επεδόθησαν εις όργιον λεηλασίας. Κυριολεκτικώς εσκύλευσαν την νεκράν Λάρισαν». Ήταν ευτύχημα ότι ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της Λάρισας, κυρίως γυναικόπαιδα, είχε εγκαταλείψει την πόλη από τις πρώτες ακόμη ημέρες του πολέμου. Το γεγονός αυτό έσωσε πολλούς από τον φοβερό σεισμό, ο οποίος αραίωσε επιπλέον τον πληθυσμό της.
[4]. Παρόμοιες φωτογραφίες δημοσιεύθηκαν και στο βιβλίο: Μνήμη της πόλης. Λάρισα. Κατοχή-Απελευθέρωση 1941-1944, Αρχείο φωτογραφιών Βύρωνα Μήτου και άλλων συλλεκτών. Έκδοση του Δήμου Λαρισαίων. Λάρισα (2018).