Μετά τη δολοφονία του βασιλιά Γεωργίου του Α’ στη Θεσσαλονίκη το 1913, το κτίριο των ανακτόρων του στη Λάρισα περιήλθε κληρονομικά στον γιο του πρίγκιπα Νικόλαο. Η ιδιοκτησία ολόκληρη περιλάμβανε το οικοδομικό τετράγωνο το οποίο περικλείεται από τους σημερινούς δρόμους Βενιζέλου - Ογλ - Νιρβάνα - Ολύμπου, μέσα στο οποίο εκτός από το παλάτι υπήρχε ο ναΐσκος του Αγ. Βησσαρίωνος και ένας μεγάλος κήπος με άνθη και δένδρα. Ολόκληρος ο χώρος ήταν κατάλληλα περιτειχισμένος. Γράφει ο Μιχαήλ Σάπκας: «Ο πρίγκιψ εξηκολούθησε να δαπανά και επιμελήται της καλής συντηρήσεως αυτού, κρατών ως επιμελητάς αυτού τον μηχανικόν του Μηχανικού Γραφείου Λαρίσης Ζαχ. Μαλικούτην και κατόπιν τον Διοικητήν του Συντάγματος Πυροβολικού Λαρίσης, συνταγματάρχην Ταμπακόπουλον. Εν συνεχεία ο Νικόλαος απεφάσισε, πιεζόμενος και εξ οικονομικών ίσως λόγων, να εκποιήση το εν Λαρίση Ανάκτορον»[1]. Το 1915-16 ολόκληρη η ιδιοκτησία αυτή με ενέργειες του δημάρχου περιήλθε κατόπιν αγοράς στη δικαιοδοσία του Δήμου Λαρίσης. Υπήρχε η πρόθεση το ανάκτορο να μετατραπεί σε Δημαρχιακό Μέγαρο, αλλά η προς τούτο συσταθείσα επιτροπή από ειδικούς μηχανικούς, «…εύρε ότι ήτο αδύνατος η επισκευή του και ότι αύτη θα εστοίχιζε πάρα πολύ, χωρίς να είναι δυνατόν να καταστή τούτο προσηρμοσμένον εις την σημερινήν οικοδομικήν και εις τον σκοπόν δι’ ού το προορίζωμεν, να το καταστήσωμεν Δημοτικόν Μέγαρον, συνεβούλευσε δε την κατεδάφισίν του και εκποίησιν της ξυλείας του» συμπληρώνει ο δήμαρχος.
Μετά από την κατεδάφιση του ανακτόρου ο χώρος αυτός έμεινε για ένα διάστημα κενός. Το 1925 ο Πέτρος Χαλήμαγας ενοικίασε από τον Δήμο τον χώρο των Παλαιών Ανακτόρων με την προοπτική να τον κάνει ένα από τα ωραιότερα κοσμικά κέντρα της Λάρισας. Εκεί ακριβώς που ήταν το κτίριο των ανακτόρων (κονάκι του Χουσνή μπέη επί τουρκοκρατίας και σήμερα οι εγκαταστάσεις του Δημοτικού Ωδείου) έκτισε μια μεγάλη ισόγεια αίθουσα και από πάνω μερικά μικρά δωμάτια. Όλη η αίθουσα ήταν κατασκευασμένη με τζαμαρίες και τον χειμώνα χρησίμευε για εστιατόριο. Είχε ορατότητα στον τεράστιο κήπο και οι πελάτες ενώ διασκέδαζαν είχαν μια ειδυλλιακή θέα. Το καλοκαίρι έστρωνε τραπέζια στον γραφικό κήπο. Η ατμόσφαιρα ήταν θαυμάσια, η παρουσία των δένδρων πρόσφερε δροσιά και αυτός ήταν ο λόγος όπου συγκεντρωνόταν ο καλός κόσμος της παλιάς Λάρισας. Ήταν καλοκαίρια όπου στο κέντρο έπαιζε θαυμάσια μουσικά κομμάτια μια ορχήστρα που ο Χαλήμαγας φρόντιζε να μετακαλεί από τη Βιέννη, με μαέστρο τον σπουδαίο βιολιστή Φριτς.
Εν τω μεταξύ την ίδια εποχή στην Κεντρική πλατεία, όπως γράψαμε και άλλοτε, ο Κώστας Πάλτσος είχε ενοικιασμένο το ισόγειο του ξενοδοχείου «Πανελλήνιον», το οποίο λειτουργούσε ως καφεζαχαροπλαστείο με την επωνυμία «Ντορέ». Το κατάστημα ήταν πολυτελέστατο, με όμορφους τεράστιους καθρέπτες και θαυμάσια επίπλωση. Τους καλοκαιρινούς μήνες άπλωνε και ο Πάλτσος τραπέζια στο πεζοδρόμιο και στον απέναντι χώρο της πλατείας, μετακαλούσε δε και αυτός ορχήστρα από τη Βιέννη, με μαέστρο τον εξαιρετικό βιολιστή Φρεντ.
Τα δύο κέντρα είχαν ριχτεί σε έναν θανάσιμο ανταγωνισμό και ο Πάλτσος, για να συγκεντρώσει μεγαλύτερη πελατεία αποφάσισε να αποκτήσει θερινή κινηματογραφική αίθουσα πάνω στην πλατεία. Όσοι εκ των θεατών κάθονταν στα τραπέζια, πλήρωναν τα ποτά και το γλυκό τους υπερτιμημένα. Δεν είχε ακόμη εμφανισθεί ο ομιλών κινηματογράφος και η προβολή των έργων γινόταν με υπόκρουση μουσικής. Την περίοδο εκείνη στη Λάρισα λειτουργούσαν δύο θερινοί κινηματογράφοι στον Λόφο της Ακρόπολης. Ο ένας είχε διαχειριστή τον Φραγκουδάκη και ήταν στο επάνω Φρούριο, εκεί όπου βρίσκεται το σημερινό κέντρο αναψυχής και ο άλλος στο κάτω Φρούριο, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται ο κήπος με τις προτομές και τις αναθηματικές στήλες, με επιχειρηματία τον Δημήτριο (Μήτσο) Μπόκοτα. Το τελευταίο είχε επίσημη ονομασία «Καλλιθέα», αλλά οι Λαρισαίοι το γνώριζαν ως Κάτω Φρούριο. Ο Πέτρος Χαλήμαγας για να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό κυρίως του «Ντορέ», βρέθηκε στην ανάγκη να εγκαταστήσει κι αυτός υπαίθριο κινηματογράφο στον κήπο των Ανακτόρων. Πήγε στην Αθήνα, αγόρασε μηχανήματα προβολής, ενοικίασε ταινίες και γνωρίσθηκε με τον Κίμωνα Βλατά, ο οποίος θα οργάνωνε την κινηματογραφική επιχείρησή του στη Λάρισα, με έμφαση στο διαφημιστικό μέρος.
Ο Κίμων Βλατάς είχε γεννηθεί στη Σμύρνη, όπου και μεγάλωσε. Ήταν γόνος εύπορης οικογένειας και αποφοίτησε από την Ευαγγελική Σχολή, όπου έμαθε και τη γαλλική γλώσσα. Ήταν ευφυέστατος και έτυχε να έχει στη Σχολή συμμαθητή τον Αριστοτέλη Ωνάση. Όταν ήλθε η μεγάλη συμφορά της καταστροφής της Μικράς Ασίας, ο Κίμων Βλατάς έφθασε στην Ελλάδα οικονομικά κατεστραμμένος, όπως και όλοι οι ξεριζωμένοι Έλληνες της Ιωνίας. Με τις γνώσεις του όμως κατόρθωσε να αποκτήσει δική του κινηματογραφική επιχείρηση στην Αθήνα με εξαιρετικές επιδόσεις. Δυστυχώς όμως γι’ αυτόν είχε καταληφθεί από μία καταστροφική αδυναμία, τη χαρτοπαιξία. Παρ’ όλο ότι απέκτησε οικογένεια με δύο τέκνα, δεν σταμάτησε το πάθος του και ήλπιζε ότι η μετακόμιση στη Λάρισα θα τον βοηθούσε να απαλλαγεί απ’ αυτό το πάθος.
Την εποχή που ο Κίμων Βλατάς έφθασε στη Λάρισα, ο Πέτρος Χαλήμαγας τον χρησιμοποίησε σαν κινηματογραφικό μάνατζερ θα λέγαμε σήμερα. Ο ανταγωνισμός με τους άλλους κινηματογράφους ήταν μεγάλος και οι επιχειρηματίες συναγωνίζονταν ποιος θα μπορέσει να φέρει τα καλύτερα έργα, για να συγκεντρώσει τις προτιμήσεις των κινηματογραφόφιλων, οι οποίοι έδειχναν μεγάλο ενδιαφέρον για τη νέα τέχνη. Η Λάρισα στα 1929 είχε περί τους 25.000 μόνιμους κατοίκους. Μοιραία το λιγοστό κοινό που προτιμούσε τον κινηματογράφο το διεκδικούσαν κάθε καλοκαίρι τέσσερις θερινές οθόνες. Ο Χαλήμαγας για να αυξήσει θεατές στον κινηματογράφο αναγκάσθηκε να επιστρατεύσει τον Βλατά για να βρει τρόπους διαφήμισης των έργων που θα προβάλλονταν στον Κήπο των Ανακτόρων. Αυτός με τον τρόπο του και επινοώντας διάφορα τρικ κατόρθωνε να προσελκύει αρκετούς θεατές, ανεξαρτήτως της αξίας του έργου. Κάθε βράδυ οι θεατές κατέκλυζαν τον δροσερό κήπο και επειδή αυτός περιβαλλόταν από ψηλό τοίχο, αποκλείονταν οι λαθροθεατές, οι οποίοι στο «Ντορέ» της Κεντρικής πλατείας αφθονούσαν. Με τον τρόπο αυτόν ο κινηματογράφος του Χαλήμαγα γνώριζε εισπρακτική επιτυχία και ο Κίμων Βλατάς επειδή εργαζόταν με ποσοστά, καρπωνόταν κάθε βράδυ ένα σημαντικό ποσό. Όμως το ποσό αυτό το έχανε στη «Λαρισαϊκή Λέσχη»[3] όπου κατέληγε κάθε βράδυ μετά την προβολή και έφθανε στο σπίτι του συνήθως με άδειες τσέπες τις πρώτες πρωινές ώρες.
Τον επόμενο χρόνο εμφανίσθηκε ένας επικίνδυνος αντίπαλος του Βλατά, ο Μιχάλης Τζεζαϊρλίδης, ο οποίος έμελλε να εξελιχθεί σε καταπληκτικό κινηματογραφικό επιχειρηματία. Τη χρονιά εκείνη ο τελευταίος είχε την εκμετάλλευση του κινηματογράφου του Φρουρίου, μαζί με τον Ζήση Δημητρίου. Για να αυξήσουν την εισπρακτική επιτυχία τους ο Τζεζαϊρλίδης ταξίδευσε στην Αθήνα και έκλεισε δύο από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς, με αποτέλεσμα κάθε βράδυ ο κινηματογράφος τους να πλημμυρίζει από κόσμο. Αυτό είχε σοβαρό αντίκτυπο στην προσέλευση θεατών στις άλλες αίθουσες, και φυσικά και στον Κήπο του Χαλήμαγα, με αποτέλεσμα να μην καλύπτουν τα έξοδά τους και να σταματήσουν. Ο Βλατάς έφυγε τελικά για την Αθήνα, όπου και πέθανε μετά το 1950.
Ο έντονος ανταγωνισμός του Κήπου των Ανακτόρων, από τη μία με το «Ντορέ» και τις πολυδάπανες ορχήστρες από τη Βιέννη και από την άλλη με τις θερινές κινηματογραφικές αίθουσες, οδήγησαν τον Πέτρο Χαλήμαγα να διακόψει τη λειτουργία του κέντρου. Το 1930 στις αίθουσες του ισογείου του οικήματος του κήπου των Ανακτόρων μετακόμισε με άδεια της Δημοτικής Αρχής το Ωδείον, ενώ τα δωμάτια του ορόφου χρησιμοποιήθηκαν ως κατοικίες των καθηγητών του. Έκτοτε ο χώρος αυτός ανήκει πλέον στο Δημοτικό Ωδείο της Λάρισας.
--------------------
[1]. Από το ανέκδοτο χειρόγραφο του δημάρχου Μιχαήλ Σάπκα «Αναμνήσεις».
[2]. Η Ευαγγελική Σχολή έχει μια μεγάλη ιστορία. Ιδρύθηκε το 1717 στη Σμύρνη και για διακόσια περίπου χρόνια υπήρξε το σημαντικότερο εκπαιδευτικό ίδρυμα της πόλης αυτής και ένα από τα καλύτερα διδασκαλεία της ελληνικής γραμματείας. Διδάσκαλοι του υπήρξαν μεταξύ των άλλων και οι δικοί μας Κων. Κούμας και Κωνσταντίνος Οικονόμος εξ Οικονόμων.
[3]. Η «Λαρισαϊκή Λέσχη» στεγαζόταν στον όροφο ενός κτιρίου το οποίο βρισκόταν στην οδό Κούμα, δίπλα από το καφενείο «Παράδεισος». Το 1941 με τον σεισμό καταστράφηκε και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια στη θέση και των δύο (Λαρισαϊκή Λέσχη και Παράδεισος) οικοδομήθηκε το κινηματοθέατρο «Ορφεύς».