Κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, τα κουρεία της Λάρισας, λειτούργησαν αποκλειστικά ως επιχειρήσεις κομμωτικής τέχνης. Οι εξαγωγές οδόντων, οι φλεβοτομές και οι διάφορες περίεργες θεραπευτικές μέθοδοι αφαίρεσης κάλων και χρησιμοποίησης βδελλών απαγορεύθηκαν διά παντός. Οι παλαιοί κουρείς αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα, ενώ οι νεοεισερχόμενοι στο επάγγελμα είχαν προϋπηρεσία (ως υπάλληλοι) και «διέθεταν» νέες ιδέες. Σε αυτούς τους τελευταίους συγκαταλέγεται και ο Κωνσταντίνος Α. Χαρίτου. Καταγόμενος από την Ήπειρο, σε νεαρή ηλικία είχε μεταβεί στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως υπάλληλος σε μεγάλα κουρεία της πρωτεύουσας. Το 1892 εγκαταστάθηκε στη Λάρισα, όπου ενοικίασε ένα κατάστημα «εις την μεγάλην οδόν την άγουσα από των Ανακτόρων μέχρι της γεφύρας» (σημ. Βενιζέλου), το οποίο ανήκε στην πλήρη κυριότητα του Οθωμανού κτηματία Φεϊμή εφένδη. Το κατάστημα επιπλώθηκε και εξοπλίστηκε σύμφωνα με τα πρότυπα των μεγάλων κουρείων της Αθήνας. Παράλληλα προμηθεύτηκε από το Παρίσι (μέσω του εμπορικού αντιπροσώπου Καίσαρος Φόρτη από τον Βόλο), «αρώματα (Ντιβίνια, Ηλιοτρόπιον, Γιασεμί Ορσιντέ), οξέα, αρωματικούς σάπωνες, αιθέρια έλαια, πούδρες, πομάδα Ουγγαρίας, Βελονίν ιντεάλ, διπλά αποστάγματα αρωματικών ανθέων και πάντα τα είδη της κοσμητικής». Αυτό όμως που χαρακτήρισε την επιχείρησή του, ήταν η απόλυτη καθαριότητα και οι προσιτές τιμές. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα προσέλκυσε μεγάλη πελατεία, ιδίως από τη μεγαλοαστική τάξη της Λάρισας.
Ο Κωνσταντίνος Χαρίτου αρραβωνιάστηκε τον Σεπτέμβριο του 1893 την Καλλιόπη Ηλιοπούλου, αδελφή του αστυνομικού ιατρού Δημητρίου Ηλιόπουλου, την οποία νυμφεύθηκε έναν μήνα αργότερα (Οκτώβριος 1893) [2]. Εγκαταστάθηκε πλέον στη μεγάλη διώροφη έπαυλη που έλαβε ως προίκα στη συνοικία Καραγάτς (συνοικία Αγίου Κωνσταντίνου). Η έπαυλη που βρισκόταν ανάμεσα στις αντίστοιχες των αδελφών Σουσουρή και του Γεωργίου Παπαπούλου, διέθετε μεγάλη αυλή, δέντρα και αποθήκες.
Ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 και η προσωρινή κατοχή της Θεσσαλίας (1897-1898), επέφερε βαρύ πλήγμα στη δραστηριότητα του Κωνσταντίνου Χαρίτου. Παρά τις διαμαρτυρίες του ιδίου, αλλά και του Φεϊμή εφένδη, το κουρείο του λεηλατήθηκε και όλα τα πανάκριβα έπιπλα που διέθετε μεταφέρθηκαν στον Βόλο, όπου φορτώθηκαν σε ατμόπλοια με προορισμό τη Θεσσαλονίκη. Ο ίδιος συνελήφθη και εγκλείστηκε στις ποινικές φυλακές, οι οποίες αφού «άδειασαν» από τους καταδίκους με την κατάληψη της Λάρισας, άρχισαν να «φιλοξενούν» πολίτες που προσπαθούσαν να περισώσουν τις περιουσίες τους.
Μετά από το τέλος της κατοχής, ο Κωνσταντίνος Χαρίτου «με όλας τας οικονομικάς δυσχερείας εις τας οποίας περιέπεσεν, κατόρθωσε τη ιδία επιμελεία και τη βοηθεία των φίλων να επαναλάβη τας εργασίας του εν τω ιδίω καταστήματι κτήματι του Φεϊμή εφένδη και ευπρεπίση το κατάστημα δι’ επίπλων αξίας και νέων εργαλείων προμηθευθείς και εκλεκτά αρώματα εκ των παρισινών εργοστασίων εις τρόπον ώστε το κατάστημα να παραβάλληται προς εκείνα των Αθηνών» [3]. Το κουρείο ήταν έτοιμο πλέον να δεχθεί τους παλαιούς πελάτες του, αλλά και τους καινούργιους μεταξύ των χιλιάδων επισκεπτών της Πανήγυρης, αλλά και των Λαρισαϊκών Αγώνων του 1898 [4]. «Ως δείγμα της πανθεσσαλικής -αν όχι παγκοσμίου- φήμης ής χαίρει το κουρείον του κ. Κ. Χαρίτου δύναται να θεωρηθή και η πληθώρα των μπιλέτων τα οποία του άφησαν για ενθύμησι οι εκ πάσης θεσσαλικής γωνίας ελθόντες ενταύθα κατά την πανήγυριν ξένοι πανηγυρισταί προτιμήσαντες να κάμουν το γιορτιάτικο λούσο τους» [5]. Τον Ιούνιο της επόμενης χρονιάς (1899) μεταβίβασε στον λοχαγό του Πεζικού Αντώνιο Δουρέντη, ένα οικόπεδο 112 τ.μ. που χωρίστηκε από το μεγάλο οικόπεδο (αυλή) της κατοικίας του λόγω της χαραχθείσας νέας οδού [6].
Στις αρχές του 1901 επισκέφθηκε τη Λάρισα ο διάδοχος Κωνσταντίνος. Επιθυμώντας να κουρευτεί, ζήτησε τις σχετικές γνώμες από τους αξιωματικούς της φρουράς της Λάρισας. Όλοι σχεδόν τον παρέπεμψαν στο κουρείο του Κωνσταντίνου Χαρίτου. Επιστρέφοντας ο Κωνσταντίνος στην Αθήνα, του απένειμε τιμητικό δίπλωμα, διορίζοντάς τον ως «επίσημο κουρέα της Α.Β.Υ. του Διαδόχου» [7].
Ήδη από τα μέσα του 1904, ο Κωνσταντίνος Χαρίτου, άρχισε τις διερευνητικές επαφές με άλλους κουρείς της Λάρισας, με την προοπτική ίδρυσης ενός σωματείου, αντίστοιχου με εκείνα των άλλων επαγγελματικών κλάδων της πόλης. Οι πρώτες συναντήσεις με τους κουρείς Κωνσταντίνο Παπακωστόπουλο (μόλις είχε νυμφευθεί την Ευφροσύνη Κωνσταντίνου), Βασίλειο Κωσταρέλο, Δημήτριο Πλιάγκα (ιδιοκτήτη του κουρείου «Παρθενών»), Κωνσταντίνο Λαγό, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και πολλούς άλλους, είχαν ως αποτέλεσμα τη σύσταση ενός Σωματείου υπό την επωνυμία «Αδελφότης Κουρέων Λαρίσης». Το καταστατικό που περιλάμβανε τριάντα άρθρα, υπογράφηκε από τα ιδρυτικά μέλη στις 17 Ιανουαρίου 1905 και επικυρώθηκε με Βασιλικό διάταγμα στις 20 Μαΐου του ιδίου έτους (ΦΕΚ 87/Α/27-5-1905). Ως ημέρα του ετήσιου εορτασμού του σωματείου ορίσθηκε εκείνη του Αγίου Πνεύματος και ως σύμβολο στη σφραγίδα και στο λάβαρο, η εικόνα της Αγίας Τριάδος.
(συνεχίζεται)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Ελεύθερος Πολίτης (Λάρισα), φ. 3 (2 Ιουλίου 1883).
[2]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 199 (18 Σεπτεμβρίου 1893) και φ. 203 (16 Οκτωβρίου 1893).
[3]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 21 (30 Αυγούστου 1898).
[4]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 25 (27 Σεπτεμβρίου 1898) και φ. 26 (4 Οκτωβρίου 1898).
[5]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 26 (4 Οκτωβρίου 1898).
[6]. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Λάρισας (ΓΑΚ/ΑΝΛ), Συμβολαιογραφικό Αρχείο Αγαθάγγελου Ιωαννίδη, φκ. 063, αρ. 23010 (9 Ιουνίου 1899).
[7]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 585 (15 Ιουλίου 1901).