Ήταν πολύ στενός φίλος του φημισμένου εμποροράφτη Πέτρου Μαρκίδη, πατέρα της Ρίτας, και περνούσε αρκετές ώρες στο κατάστημά του, το οποίο βρισκόταν στη στενή πάροδο της οδού Ερμού προς την οδό Ανδρούτσου, αναζητώντας παρέα και συζήτηση.
Ο Ιούλιος Βιανέλλι (1872-1961) ήταν ένας γραφικός τύπος της Λάρισας, η δράση του οποίου τοποθετείται κατά την εποχή του μεσοπολέμου. Το ονοματεπώνυμό του φανερώνει ότι ήταν ιταλικής καταγωγής, αλλά γεννήθηκε στην Ελλάδα, καθώς η οικογένειά του είχε εγκατασταθεί στον Βόλο από την περίοδο της Τουρκοκρατίας (περίπου 1870). Όταν οι συχνές θεσσαλικές επαναστάσεις του 19ου αιώνα προοιώνιζαν την αναίμακτη απελευθέρωση της Θεσσαλίας και οι Τούρκοι μπέηδες πωλούσαν τις τεράστιες κτηματικές περιουσίες που κατείχαν για να εγκαταλείψουν τον ελληνικό χώρο, η οικογένειά του αγόρασε το αγρόκτημα και το λατομείο της Χασάμπαλης. Ανδρώθηκε στη χώρα μας, μιλούσε και έγραφε τα ελληνικά σαν μητρική γλώσσα, γνώριζε την ελληνική ιστορία πολύ καλά και λάτρευε τους Έλληνες κλασικούς συγγραφείς.
Ένα από τα πολλά περίεργα της ζωής του ήταν ότι κυκλοφορούσε με διπλό επισκεπτήριο και ανάλογα με τις περιστάσεις παρουσίαζε αυτό που του ταίριαζε. Π. χ. όταν το πρόσφερε σε δικούς του απλούς ανθρώπους, το επισκεπτήριο ήταν εξελληνισμένο: Ιούλιος Βιανέλλι, κτηματίας. Όταν όμως ήθελε να εντυπωσιάσει διάφορους ξένους χρησιμοποιούσε το άλλο επισκεπτήριο με ιταλικούς χαρακτήρες, στο οποίο έγραφε: Cavalliero Giulio Vianelli, Commendatore. Τα ιταλικά τα μιλούσε σπασμένα και δυσκολευόταν κυρίως στη γραφή. Ήταν άνθρωπος με πληθωρική ματαιοδοξία και του άρεσε να επιδεικνύεται με έναν τρόπο που προκαλούσε θυμηδία. Για να ξεχωρίζει στην κοινωνία της πόλης μας, επεδίωξε και αναγνωρίσθηκε άμισθος πρόξενος της Ιταλίας στη Λάρισα. Για τον σκοπό αυτό δημιούργησε ολόκληρο μύθο ότι προέρχεται από οικογένεια ευγενών και ότι κατείχε εξαιρετική θέση ανάμεσα στην κοινωνία της Λάρισας. Το Cavalliero και το Commendatore ήταν τίτλοι ιπποσύνης, οι οποίοι πίστευε ότι ενίσχυαν την προσωπικότητά του.
Την εποχή που ο Βιανέλλι ζήτησε να γίνει άμισθος πρόξενος (1914), η Ιταλία έμπαινε στον πόλεμο με το πλευρό των Κεντρικών Αυτοκρατοριών. Στη Λάρισα η μεγάλη αυτή χώρα δεν είχε ιδιαίτερα συμφέροντα ώστε να χρειάζεται διπλωματική προστασία, αφού ήταν ζήτημα αν παρεπιδημούσαν στην πόλη 4-5 Ιταλοί υπήκοοι. Εν τούτοις όμως η Ιταλία δέχθηκε την αίτηση του Βιανέλλι και τον διόρισε πρόξενο κυρίως για να καλύψει την πραγματική του ιδιότητα, του πληροφοριοδότη. Ως πρόξενος, έστω και άμισθος, απολάμβανε διπλωματική ασυλία και ήταν δύσκολη η σύλληψη και η εκτόπισή του. Υπερήφανος πλέον για τον τίτλο αυτόν ο οποίος ικανοποιούσε τη ματαιοδοξία του, ύψωσε στο μπαλκόνι του σπιτιού του που βρισκόταν στην οδό Μαβίλη, μια τεράστια ιταλική σημαία και στην είσοδο ανάρτησε μια επιγραφή, η οποία έφερε τον ιταλικό βασιλικό θυρεό και τις λέξεις: "Regio Italiano. Consulare d' Italia in Larissa" δηλ. «Βασίλειον της Ιταλίας. Ιταλικόν Προξενείον εν Λαρίσση». Για να συμπληρωθεί η διπλωματική εμφάνισή του πρόσθετε στο μάτι του μονόκλ, το οποίο αποτελούσε σημείο αναφοράς των διπλωματών της εποχής εκείνης.
Η νέα του ιδιότητα υποχρέωνε τις τοπικές αρχές να τον καλούν σε όλες τις επίσημες τελετές και πανηγύρεις και να βρίσκεται ανάμεσα στους επισήμους. Ήταν αυτό ακριβώς που επεδίωκε. Δεν περπατούσε ποτέ στους χωμάτινους δρόμους της Λάρισας, και μετακινούνταν με άμαξα τύπου "Βικτώρια", η οποία στα πλάγια έφερε ιταλικούς θυρεούς. Η εμφάνισή του ήταν επιβλητική. Ψηλός, δυνατός και αθλητικός με πλούσια μαλλιά και γενειάδα, φάνταζε σαν άρχοντας.
Στις επίσημες εορτές ακολουθούσε το τελετουργικό με αυξημένη επισημότητα. Η άμαξά του άστραφτε, τα χαλινάρια των τεσσάρων ίππων που την έσερναν ήταν γυαλισμένα, πάνω στα κεφάλια των αλόγων τοποθετούνταν λοφία με πολύχρωμες κορδέλες με τα εθνικά χρώματα της Ιταλίας, το ίδιο και στα φανάρια. Ο αμαξάς υποχρεωνόταν να φορέσει φράκο και ψηλό καπέλο, μπότες, λευκά γάντια στα χέρια και να κρατάει καμουτσίκι με ασημένια λαβή. Ο Βιανέλλι, όπως φαίνεται και στη δημοσιευόμενη φωτογραφία, φορούσε ζακέτα, ριγέ παντελόνι, κολλαριστό σκληρό πουκάμισο, ψηλό καπέλο, ενώ στα πέτα κρέμονταν τα παράσημα. Στην άμαξα έπαιρναν θέση, δεξιά η γυναίκα του και αριστερά η κόρη του. Η «Βικτώρια» ξεκινούσε από το σπίτι του στην οδό Μαβίλη, έκανε ολόκληρο κύκλο γύρω από την πλατεία Ταχυδρομείου και έφθανε στην οδό Παπαναστασίου (Ακροπόλεως τότε), για να κατευθυνθεί στον μητροπολιτικό ναό του Αγ. Αχιλλίου. Αυτός ο κύκλος γινόταν για να επιδειχθεί η οικογένειά του, ενώ ο ίδιος χαμογελούσε με συγκατάβαση σε γνωστούς και αγνώστους. Όταν έφθανε στα προπύλαια του ναού κατέβαινε πρώτος ο αμαξάς να του ανοίξει την πόρτα και να τον χαιρετήσει με υπόκλιση και κατόπιν προχωρούσαν οικογενειακώς στο εσωτερικό του Ναού. Εκεί έπαιρνε θέση ανάμεσα στους επισήμους.
Ήταν φανατικός καθολικός και παρ’ όλο ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στη χώρα μας, ποτέ δεν σκέφθηκε να γίνει ορθόδοξος. Έτρεφε όμως μεγάλη αγάπη προς τους ορθοδόξους ιερείς και όταν τους συναντούσε φιλούσε ευλαβικά το χέρι τους. Για τους λίγους καθολικούς που υπήρχαν στη Λάρισα φρόντισε και ίδρυσε, με τη βοήθεια του αδελφού του που ήταν καθολικός ιερέας στον Βόλο, μια μικρή εκκλησία στη σημερινή οδό 23ης Οκτωβρίου, κοντά στη διασταύρωση με την οδό Σεφέρη. Εκεί κατά διαστήματα γίνονταν λειτουργίες από καθολικούς ιερείς ή τελούνταν διάφορα μυστήρια. Κατά τραγική σύμπτωση η εκκλησία αυτή βομβαρδίστηκε από τους Ιταλούς τον καιρό του πολέμου στα 1940-41[1].
Μετά τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ο Βιανέλλι δεν έκρυψε ποτέ τον ρόλο που έπαιξε ως κατάσκοπος για λογαριασμό των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, και κατόπιν όταν η Ιταλία προσχώρησε στην Αντάντ, με τους Γάλλους και τους Άγγλους. Τον ρόλο του αυτόν φαίνεται να τον επανέλαβε και κατά τον καιρό της κατοχής, όταν συνεργάσθηκε ανοικτά με τους Ιταλούς και κατόπιν με του Γερμανούς. Και αυτό του στοίχισε μεταπολεμικά την καταδίκη του ερήμην εις θάνατον, γεγονός που δεν του επέτρεψε να επιστρέψει στην Ελλάδα και πέθανε στην Ιταλία το 1961 μόνος και έρημος.
------------------------------------------------
[1]. Ολύμπιος [Περραιβός Κώστας], Τζούλιο Βιανέλλι, ένας γραφικότατος τύπος, εφ. "Λάρισα", φύλλο της 30ης Σεπτεμβρίου 1978.
Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com