Η Λάρισα είχε κάποια υποτυπώδη θεατρική κίνηση από τους πρώτους ακόμα χρόνους της απελευθέρωσης από του Οθωμανούς, βασισμένη κυρίως στους σπουδαστές του Διδασκαλείου και του Γυμνασίου. Ως χώρο των θεατρικών τους ανησυχιών οι νέοι αυτοί χρησιμοποιούσαν συνήθως μια αίθουσα του Διδασκαλείου[1], κατάλληλα διαμορφωμένη. Όμως από τις αρχές του 20ού αιώνα, όταν άρχισαν σιγά-σιγά τα μεγάλα σε έκταση καφενεία της Λάρισας να δημιουργούν στεγασμένες θεατρικές σκηνές, η θεατρική κίνηση κορυφώθηκε. Όσο και αν φανεί σε πολλούς περίεργο, κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου υπήρχαν περιπτώσεις όπου λειτουργούσαν κατά τους θερινούς μήνες, ιδίως κατά τη διάρκεια της εμποροπανήγυρης του Σεπτεμβρίου, 3-4 θεατρικές σκηνές συγχρόνως. Και μη θεωρηθεί ότι φιλοξενούσαν μόνον περιφερόμενα "μπουλούκια". Από τον τοπικό Τύπο της εποχής πληροφορούμαστε ότι από τη Λάρισα περνούσε κάθε χρόνο ολόκληρο το θεατρικό και καλλιτεχνικό δυναμικό της Αθήνας. Η θεατρική αυτή παράδοση όπως μας είναι γνωστό συνεχίσθηκε και μεταπολεμικά, ιδίως μετά τη μεταπολίτευση, με τη δημιουργία του «Θεσσαλικού Θεάτρου». Δεν θα ήταν λοιπόν υπερβολή αν λέγαμε ότι η Λάρισα μπορεί επάξια να πάρει τον τίτλο της θεατρούπολης.
Κατά το 1900-1910 είχαν αναπτυχθεί στην πόλη πρόχειρες θεατρικές σκηνές οι οποίες συνήθως πρόσφεραν "φτηνό" θέαμα και ακρόαμα. Στεγάζονταν σε ισόγεια κτίσματα τα οποία βρίσκονταν στην αριστερή όχθη του Πηνειού, ακριβώς αριστερά από την έξοδο της γέφυρας του Αλκαζάρ. Ήταν ταραντέλες[2] και θέατρα. Οι ταραντέλες θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν περίπου όπως οι σημερινές θεατρικές επιθεωρήσεις. Συνήθως Ιταλίδες χορεύτριες εκτελούσαν παραδοσιακούς χορούς και σατιρικά τραγουδάκια της χώρας τους, με όλα τα παρεπόμενα. Τα θέατρα παρουσίαζαν άλλοτε έργα δραματικά, όπως η «Γκόλφω», ο «Αγαπητικός της Βοσκοπούλας» και άλλοτε κωμειδύλλια όπως ο «Γάμος της Μαρούλας», ο «Φιάκας», η «Καρολίνα», κλπ. Θρυλικό έμεινε το θέατρο «Απόλλων» δίπλα από τη γέφυρα. Διέθετε μια μικρή σκηνή, είχε πάγκους αντί για καθίσματα και ο φωτισμός στη σάλα γινόταν με γκαζόλαμπες. Για το καλοκαίρι διέθετε στην αυλή και υπαίθρια σκηνή. Οι θίασοι ήταν μπουλούκια με αμόρφωτους ερασιτέχνες ηθοποιούς και κουρελιασμένα σκηνικά, τους δε γυναικείους ρόλους υποδύονταν άνδρες.
Αργότερα τα δύο μεγαλύτερα καφενεία της Κεντρικής πλατείας, πρώτα ο «Παράδεισος» και μετά το «Πανελλήνιον» ή «Ντορέ», διαμόρφωσαν στο εσωτερικό τους θεατρικές σκηνές. Τα καλοκαίρια λειτουργούσαν και άλλες δύο θεατρικές σκηνές επάνω στον Λόφο της ακρόπολης, το «Φρούριο» και η «Καλλιθέα» ή «Κάτω Φρούριο» όπως ήταν πιο γνωστό. Σ’ αυτές τις σκηνές έπαιζαν σπουδαίοι μουσικοί και δραματικοί θίασοι από την Αθήνα που επισκέπτονταν κατά διαστήματα την πόλη μας.
--Το καφενείο «Παράδεισος» θεωρείται από τα παλαιότερα της Λάρισας, ήταν ιδιοκτησία του φαρμακοποιού Κων. Μανεσιώτη, διέθετε τεράστιους χώρους και βρισκόταν στην ανατολική πλευρά της πλατείας, στη γωνία των οδών Μ. Αλεξάνδρου και Κούμα. Είχε αναπτύξει και σκηνή, στην οποία έδιναν παραστάσεις οι περαστικοί από τη Λάρισα θίασοι. Από το 1910 περίπου, μέχρι το 1940 παρέλασαν από το πάλκο του όλες οι μεγάλες δόξες της ελληνικής θεατρικής σκηνής των Αθηνών. Ο «Παράδεισος» όμως εκτός από τη χειμερινή θεατρική σκηνή, διέθετε και θερινή προς την πλευρά της οδού Κούμα, στη θέση ενός κήπου ο οποίος βρισκόταν σε επαφή με το καφενείο. Είχε διαμορφωθεί ο χώρος έτσι ώστε η σκηνή έστρεφε την πλάτη στην οδό Κούμα και μ’ αυτό τον τρόπο αποφεύγονταν κατά το δυνατόν οι λαθροθεατές.
--Το 1919 ο Κώστας Πάλτσος από τα Τρίκαλα ενοικίασε το ισόγειο του τριώροφου κτιρίου «Πανελλήνιον», το οποίο βρισκόταν στη νότια πλευρά της Κεντρικής πλατείας, ιδιοκτησίας των αδελφών Μποσινιώτη. Το ανακαίνισε εντελώς, σε βαθμό ώστε άλλαξε εντελώς τη φυσιογνωμία του ως καφενείο. Εσωτερικά κάλυψε τους τοίχους με μια θαυμάσια ταπετσαρία, τοποθέτησε τεράστιους καθρέπτες, πολυέλαιους και καρέκλες, αγορασμένα από τη Βιέννη και το μετονόμασε σε «Ντορέ». Βλέποντας την επιτυχία που σημείωναν οι θεατρικές παραστάσεις στον «Παράδεισο», ο Κώστας Πάλτσος είχε την οξυδέρκεια να αξιοποιήσει μέρος της μεγάλης αυλής που υπήρχε στο πίσω μέρος του κτιρίου και με μια ελαφρά δόμηση κατασκεύασε θεατρική σκηνή και αίθουσα βωβού κινηματογράφου. Από τη σκηνή του «Ντορέ» παρέλασαν κατά καιρούς οι θίασοι Κοτοπούλη, Κυβέλης, Μυράτ, Γαβριηλίδη, Ροζάν, Νέζερ, Αργυρόπουλου, όλοι δραματικοί, καθώς και μουσικοί θίασοι Οικονόμου, Ιατρού, Κολυβά, Ιατρίδη, Λαουτάρη, Νταλμάς, Σαμαρτζή και άλλων, οι οποίοι μεσουρανούσαν την περίοδο του μεσοπολέμου στην Αθήνα.
--Στο ψηλότερο σημείο του λόφου του Φρουρίου, εκεί όπου είχε απομείνει μόνον το κέλυφος από την κλειστή τουρκική αγορά (μπεζεστένι), ένας έξυπνος επιχειρηματίας, ο Ζήσης Δημητρίου, ενοικίασε το 1909 από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Θεσσαλίας ολόκληρο τον υπερυψωμένο χώρο[3] βορειοδυτικά από το μπεζεστένι. Σ’ αυτόν κατασκεύασε καφενείο, εστιατόριο και δημιούργησε και θεατρική σκηνή με την ονομασία «Φρούριο». Η θεατρική σκηνή εγκαταστάθηκε στη δυτική πλευρά, σε επαφή με το μπεζεστένι, ενώ ο υπόλοιπος χώρος, περιφραγμένος κάπως από ψηλό τοιχίο, αποτελούσε την πλατεία του θεάτρου. Στη δημοσιευόμενη φωτογραφία διακρίνονται από το θέατρο αυτό ορισμένοι ξύλινοι πάγκοι ημικυκλικά τοποθετημένοι και στη γωνία ο απαραίτητος χώρος υγιεινής. Βορειότερα υπήρχαν πρόχειρα παραπήγματα τα οποία στέγαζαν τους μπουφέδες και τα μαγειρεία και ολόκληρος ο χώρος που έβλεπε προς τη συνοικία Ταμπάκικα, ήταν κατάμεστος από τραπέζια και καρέκλες του εστιατορίου και του καφενείου. Κάθε καλοκαίρι ο Ζήσης Δημητρίου φρόντιζε να μετακαλεί από την Αθήνα μουσικούς θιάσους με οπερέτες. Συνήθως οι παραστάσεις άρχιζαν τον Ιούνιο και τελείωναν στο τέλος Σεπτεμβρίου, για να επωφελούνται οι επιχειρηματίες και από τη φθινοπωρινή μεγάλη εμποροπανήγυρη της Λάρισας. Από το θεατράκι του «Φρουρίου» παρήλασαν περίφημοι για την εποχή τους μουσικοί θίασοι, όπως της Ροζαλίας Νίκα, του Πλέσσα, του Παρασκευά Οικονόμου, της Σωτηρίας Ιατρίδου, της Μελπομένης Κολυβά και για πολλά χρόνια ο θίασος των αδελφών Ξύδη. Επιπλέον τη σκηνή του «Φρουρίου» τίμησαν και δύο περίφημοι καραγκιοζοπαίχτες της Λάρισας, ο Πετρόπουλος και ο Γιάνναρος.
--Απέναντι από το κέντρο «Φρούριο» και ακριβώς εκεί όπου αργότερα κτίστηκε το Β΄ Δημοτικό Σχολείο και σήμερα βρίσκεται το πάρκο με τις προτομές και τις αναμνηστικές στήλες, λειτουργούσε το κέντρο «Καλλιθέα» το οποίο διέθετε και αυτό θεατρική σκηνή. Την επιχείρηση του κέντρου αυτού είχε ο Μήτσος Μπόκοτας[4]. Και από τη σκηνή της «Καλλιθέας» παρέλασαν πολλοί θίασοι, συνέβαινε δε πολλές φορές να παίζουν συγχρόνως δύο θίασοι, ο ένας στο «Φρούριο» και ο άλλος στην «Καλλιθέα» ή "Κάτω Φρούριο". Την «Καλλιθέα» αργότερα την πήρε ο Μιχάλης Τζεζαϊρλίδης, και από κει άρχισε να «κτίζει» την κινηματογραφική του αυτοκρατορία. Έκανε την «Καλλιθέα» κινηματογράφο, πήρε και το «Φρούριο» και ανέπτυξε σιγά-σιγά το επιχειρηματικό του δαιμόνιο, που τον είχε καταστήσει τον σπουδαιότερο παράγοντα του θεάματος στη Λάρισα.
Η φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο αποτελεί λεπτομέρεια φωτογραφίας, η λήψη της οποίας έγινε το 1935, κατά τη διάρκεια της περιφοράς της εικόνας του Αγ. Αχιλλίου. Δεξιά διακρίνεται επίμηκες κτίσμα με στρατιωτικό φυλάκιο απ' έξω. Μαζί με το διπλανό του που μόλις διακρίνεται ήταν και τα δύο αποθήκες στρατιωτικού υλικού. Πίσω του βρίσκεται το κτίριο του Β΄ Δημοτικού Σχολείου, στο βάθος εξέχουν με το ύψος τους ο τρούλος και οι κορυφές των δύο κωδωνοστασίων του Αγ. Αχιλλίου και αριστερά, πάνω από τις κορυφές των δένδρων, ο τρίτος όροφος και το υπερώο από το τριώροφο σπίτι του Ιωάννη Βελλίδη.
--------------------------------------------------
[1]. Το Διδασκαλείο στεγαζόταν σε μεγάλο και άνετο κτίριο στον χώρο όπου σήμερα βρίσκεται τα δικαστικό μέγαρο.
[2]. Η ταραντέλα είναι χορός ο οποίος χαρακτηρίζεται από γρήγορο ρυθμό, συνοδευόμενος από ντέφια. Είναι μία από τις πιο αναγνωρισμένες μορφές παραδοσιακής μουσικής της Νότιας Ιταλίας.
[3]. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα-Β΄(2015). Το υπαίθριο Αρχαιολογικό Μουσείο του Φρουρίου, Λάρισα (2018) σελ. 125-128.
[4]. Ο ίδιος επιχειρηματίας διατηρούσε και καφενείο στο ισόγειο της Λέσχης Ασλάνη, όπου σήμερα βρίσκεται το κτίριο της Στρατιωτικής Λέσχης. Και ήταν το μόνο καφενείο που διανυκτέρευε, για να βρίσκουν θαλπωρή οι αμαξάδες που παρκάριζαν απ’ έξω και οι ταξιδιώτες που έρχονταν νύχτα και δεν εύρισκαν ξενοδοχείο να μείνουν.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου