Για τον τελευταίο είχα γράψει αρκετά όταν αναφέρθηκα στο παρεκκλήσιο του Αγ. Ιωάννου του Προδρόμου στο κτίριο της πρώην κλινικής του Γεωργίου Κατσίγρα. Για τον Κασπαριάν όμως γνώριζα μόνον το επίθετό του από τον κατάλογο έργων της Συλλογής Γ. Ι. Κατσίγρα ο οποίος εκδόθηκε από τη Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας και από μια διαφημιστική καταχώρηση στον τοπικό τύπο[2] όταν συνεργαζόταν με τον Τσαπράζη. Την αδυναμία μου αυτή εξέφρασα σε μία από τις εβδομαδιαίες συγκεντρώσεις των μελών της Φωτοθήκης Λάρισας. Ο Γιώργος Γραβάνης βασικό μέλος της Φωτοθήκης, όταν άκουσε το όνομα Κασπαριάν ανακινήθηκε χαμογελαστός στην καρέκλα του και με νοσταλγία ομολόγησε ότι μεγάλωσε στην ίδια γειτονιά με τα παιδιά του ζωγράφου Κασπαριάν και έκανε παρέα καθημερινά μαζί τους. Από κει και πέρα "ξετυλίχτηκε το κουβάρι" εύκολα. Ήλθε σε επαφή με την παιδική του φίλη Λούση, η οποία ζει στη Θεσσαλονίκη, συλλέξαμε άφθονες βιογραφικές πληροφορίες και με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο η ίδια με αφοπλιστική προθυμία απέστειλε στον Γιώργο Γραβάνη φωτογραφίες και αντίγραφα έργων του πατέρα της. Συγχρόνως, έπειτα από εντολή της αντιπροέδρου της Πινακοθήκης κ. Άννυς Ψάρρα-Περίφανου, έγινε από τη μουσειολόγο Βαλεντίνη Μαργαριτοπούλου υπάλληλο της Πινακοθήκης, αναζήτηση και εντοπισμός των έργων του Γεωργίου Κασπαριάν στα μη εκτεθειμένα έργα της Συλλογής Κατσίγρα και τελικά φθάσαμε στο σημείο σήμερα να έχουμε τη δυνατότητα να προσφέρουμε στους φιλότεχνους της πόλης μας ένα ευπρεπές νομίζω πορτρέτο του Γεωργίου Κασπαριάν.
Ο Σαρκίς Κασπαριάν (το Γεώργιος είναι το ελληνικό του όνομα), αρμενικής καταγωγής, γεννήθηκε το 1913 στο Εσκίσεχιρ της βορειοδυτικής Τουρκίας (ελληνικά Δορύλαιον). Γονείς του ήταν ο Αγκόπ και η Λούση Κασπαριάν. Το 1915 όταν άρχισε η γενοκτονία των Αρμενίων θορυβημένοι οι γονείς του, αν και δεν ζούσαν στην Αρμενία, αναγκάσθηκαν να καταφύγουν δυτικότερα για να αποφύγουν τον διωγμό. Ο Σαρκίς ήταν τότε δύο ετών και κατά μία εκδοχή η οικογένεια τον εμπιστεύθηκε σε ειδικό μη Οθωμανικό Ορφανοτροφείο της Κωνσταντινούπολης. Μια δεύτερη εκδοχή αναφέρει ότι το παιδί χάθηκε μέσα στον συνωστισμό που επικρατούσε στον σιδηροδρομικό σταθμό της Κωνσταντινούπολης και φιλεύσπλαχνα άτομα το οδήγησαν στο ορφανοτροφείο, ενώ η υπόλοιπη οικογένεια συνέχισε το ταξίδι της προς την Ελλάδα. Όταν το 1922 εγκαταστάθηκαν στη Λάρισα, η μητέρα Λούση άρχισε την αναζήτηση του γιού της μέσω του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού. Τελικά οι προσπάθειες έφεραν αποτέλεσμα και ο νεαρός Σαρκίς έσμιξε με την οικογένειά του το 1925 στη Λάρισα, όταν ήδη είχε φθάσει στην ηλικία των 13 ετών και δεν θυμόταν ούτε καν το επίθετό του. Στο Ορφανοτροφείο της Κωνσταντινούπολης όλα αυτά τα χρόνια οι Βρετανοί και Ιταλοί διδάσκαλοί του ανέδειξαν το καλλιτεχνικό του τάλαντο στη ζωγραφική και του ενστάλαξαν την αγάπη στη μουσική και τον αθλητισμό.
Στη Λάρισα, αν και δεν μπορούσε ακόμη να ομιλεί με ευχέρεια τα ελληνικά, συνέχισε τις εγκύκλιες σπουδές του και συγχρόνως ασχολήθηκε με τον αθλητισμό. Φόρεσε για μερικά χρόνια τη φανέλα της ομάδας του Πελασγικού και αγωνίσθηκε ως παίκτης του. Με τις παρέες του διασκέδαζε επίσης παίζοντας μαντολίνο, αλλά η μεγάλη του αγάπη εξακολουθούσε να είναι η ζωγραφική. Αποφάσισε λοιπόν να εγγραφεί στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και να σπουδάσει ζωγραφική. Όμως δύο σοβαρά γεγονότα τον υποχρέωσαν να διακόψει τις σπουδές του στη Σχολή. Η σοβαρή ασθένεια της μητέρας του η οποία την οδήγησε στον θάνατο και η κήρυξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τον ανάγκασαν να επιστρέψει στη Λάρισα και να μην ολοκληρώσει τις σπουδές του. Εδώ αρχικά βοήθησε τον πατέρα του εργαζόμενος στο καφενείο του.
Μετά τον πόλεμο αναγκάστηκε να σταματήσει τη δουλειά αυτή και να αναζητήσει κερδοφόρες πηγές εκμεταλλευόμενος τις καλλιτεχνικές του δεξιότητες. Αρχικά εργάστηκε στο εργαστήριο ζωγραφικής, επιγραφικής και γύψινων διακοσμήσεων του Ζήση Τσαπράζη, ενώ συγχρόνως άρχισε να ζωγραφίζει πίνακες, να κατασκευάζει καλλιτεχνικές επιγραφές και να δημιουργεί τις έγχρωμες τεράστιες σε μέγεθος αφίσες των ταινιών τις οποίες πρόβαλαν οι κινηματογράφοι της Λάρισας, χειμερινοί και θερινοί (Πάλλας, Ορφέας, Ολύμπια, Τιτάνια, κλπ.)[3].
Το 1947 νυμφεύθηκε την Αρμενουή Αγαζαριάν και έπειτα από ένα διάστημα δημιούργησε το δικό του εργαστήριο ζωγραφικής, ενώ συνέχισε για βιοποριστικούς λόγους με τις επιγραφές και τις αφίσες. Όμως αφιέρωνε μεγάλο μέρος από τον ελεύθερο χρόνο του στη ζωγραφική. Υδατογραφίες, ελαιογραφίες, χαρακτικά με μολύβι ήταν οι αγαπημένες του τεχνικές. Τα θέματά του ήταν ποικίλα: θαλασσογραφίες, τοπία της Λάρισας (Πηνειός, ο ναός του Αγ. Αχιλλίου, το ρολόι στον Λόφο, η γέφυρα του Πηνειού και άλλα)[4]. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η κόρη του Λούση Κασπαριάν, αρχιτέκτων: "Η ζωγραφική του είναι σχεδόν ρεαλιστική αποτύπωση του θέματος που επέλεγε κάθε φορά, με ελαφρά αφαιρετική διάθεση και χρώματα άλλοτε πολύ φωτεινά και άλλοτε σκούρα, ανάλογα με την ψυχική του διάθεση, αλλά πάντοτε με πολύ διακριτικές αποχρώσεις. Οι πίνακές του αποπνέουν ηρεμία και γαλήνη και ενίοτε κάποια αμυδρή μελαγχολία".
Διοργάνωσε συνολικά πέντε ατομικές εκθέσεις, συνήθως στην αίθουσα τέχνης του Νικολοπούλειου. Πολλές οικογένειες της Λάρισας, συγγενείς, συνεργάτες και φίλοι του διαθέτουν έργα του, ο δε ιατρός Γεώργιος Κατσίγρας τον τιμούσε με τη φιλία του και απέκτησε μερικά από τα έργα του[5]. Κοντά του μαθήτευσαν πολλοί νέοι, από τους οποίους πιο γνωστοί είναι ο ζωγράφος, επιγραφοποιός και λογοτέχνης Ζήσης Ζούκης, ο Ν. Νασίκας επιγραφοποιός και άλλοι.
Με τη σύζυγό του Αρμενουή απέκτησε τρία τέκνα, κατά σειρά: Το 1950 τη Λούση αρχιτέκτονα, το 1952 τον Αγκόπ αρχιτέκτονα και το 1959 τη Σεράνα εργοδηγό. Οι οικογένειές τους ζουν στη Θεσσαλονίκη.
Ο Σαρκίς Κασπαριάν είχε και δύο μεγαλύτερες αδελφές, που η ομορφιά τους είχε μαγέψει τους Λαρισαίους. Η πρώτη, η Μπριλάντ παντρεύτηκε τον Ονίκ Χατζεριάν, χρυσοχόο από τη Θεσσαλονίκη. Ο γάμος τους έλαβε χώρα στη Λάρισα και το γαμήλιο γλέντι που έγινε στην αίθουσα "Ντορέ" του Κωνσταντίνου Πάλτσου, στο ισόγειο του κτιρίου "Πανελλήνιον", άφησε εποχή στην πόλη. Η δεύτερη, η Νοβάρτ δεν στάθηκε τυχερή. Ο σύζυγός της πάνω σε κάποιον καβγά προσπάθησε να διαχωρίσει τους συμπλεκόμενους και δέχθηκε μια θανατηφόρα μαχαιριά. Νεαρή χήρα πλέον αναγκάστηκε να δουλέψει για μερικά χρόνια ως υπάλληλος στο Φαρμακείο του Γεωργίου Ζυγόπουλου και στη συνέχεια επέστρεψε στην Αρμενία.
Ο Γεώργιος Κασπαριάν δυστυχώς δεν έζησε πολλά χρόνια. Το 1970, σε ηλικία 57 ετών, υπέστη σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο και έχασε τη ζωή του. Ο "καλλιτέχνης" όπως τον αποκαλούσαν συγγενείς, γνωστοί και φίλοι δεν υπήρχε πια[6].
----------------------------------------------------------
[1]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Λαρισαίοι ζωγράφοι το μεσοπολέμου, εφ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 17ης Απριλίου 2019.
[2]. "Ζωγραφική-Διαφημίσεις-Επιγραφαί-Διακοσμήσεις ΦΩΣ, Φιλελλήνων 18, τηλ. 5-68, Τσαπράζης-Κασπαριάν". Από το αρχείο του Θανάση Μπετχαβέ.
[3]. Απ' όσο γνωρίζουμε, στην Αθήνα σήμερα οι τεράστιες αυτές κινηματογραφικές αφίσες αποτελούν συλλεκτικό είδος με μεγάλη καλλιτεχνική και εμπορική αξία. Δεν γνωρίζουμε την τύχη που είχαν οι αφίσες του Κασπαριάν εδώ στη Λάρισα. Θα φροντίσουμε να το μάθουμε.
[4]. Στο πρόγραμμα μιας ατομικής έκθεσης που έγινε στην αίθουσα τέχνης του Νικολοπούλειου, επί της οδού Λάμπρου Κατσώνη, σχεδόν απέναντι από τον κινηματογράφο "Βικτώρια", παρουσίασε 46 έργα του, τα οποία έχει καταχωρημένα κατά κατηγορίες: 1 αγιογραφία, 15 θαλασσογραφίες, 4 τοπία της Λάρισας, 5 νεκρή φύση και 21 διάφορα, με τιμές οι οποίες κυμαίνονταν από 800-4.000 δραχμές.
[5]. Όταν η κόρη του Λούση έκανε σκωληκοειδεκτομή στην κλινική του Κατσίγρα, ο χειρουργός δεν δέχθηκε χρήματα και ο πατέρας της Γεώργιος Κασπαριάν τον αντάμειψε με έναν ωραίο πίνακα της επιλογής του.
[6]. Άπειρες ευχαριστίες οφείλω στην κ. Λούση Κασπαριάν. Χωρίς την πρόθυμη βοήθειά της το σημερινό κείμενο δεν θα είχε την απαιτούμενη πληρότητα. Ομοίως ευχαριστίες εκφράζω στον Γιώργο Γραβάνη, μέλος της Φωτοθήκης Λάρισας και τη Βαλεντίνη Μαργαριτοπούλου, μουσειολόγο.
Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com