Είχαν προηγηθεί: ο μεγάλος σεισμός της 1ης Μαρτίου, οι συνεχείς εχθρικοί βομβαρδισμοί και στις 19 Απριλίου η είσοδος των γερμανικών στρατευμάτων. Διασχίζοντας πάνω σε μόνιππο το κέντρο της πόλης, στη διαδρομή από το κτίριο της Εθνικής Τράπεζας προς τη Δημοτική αγορά (τη σημερινή πλατεία δημάρχου Μπλάνα), διαπίστωσε ότι σε μια άδεια από Λαρισαίους πόλη, η κίνηση των γερμανικών στρατευμάτων ήταν τόση ώστε υπήρχαν και Γερμανοί τροχονόμοι για τη ρύθμιση της κυκλοφορίας. Βλέποντας αυτή την κίνηση, στράφηκε προς τη γυναίκα του και της εκμυστηρεύθηκε : «Η πόλις αυτή θα αποθάνει; Ενώ ουσιαστικώς είναι νεκρά, έχει τόσην κίνησιν λόγω της γεωγραφικής της θέσεως, ώστε τροχονόμοι να ρυθμίζουν την κυκλοφορίαν των κεντρικών της οδών;» και κατέληξε προφητικά: «Θα την κρατήσωμεν πόλιν και πρωτεύουσαν». Το όραμά του λοιπόν για την πρόοδο και την ανάπτυξη της πόλης βρισκόταν στο νου και τη σκέψη του σε δύσκολες ώρες και προτού ακόμη ασχοληθεί με την τοπική αυτοδιοίκηση. Όταν έφθασε στην οδό Φαρσάλων (σήμερα Ρούσβελτ) αντίκρισε με δέος την ερειπωμένη και λεηλατημένη κατοικία του και διαπίστωσε τη φοβερή αναστάτωση του αρχείου, σημαντικό μέρος του οποίου είχε ανεπανόρθωτα καταστραφεί. «Κύριος οίδε αν κάποτε θα ταξινομηθεί». Αυτή την απαισιόδοξη σκέψη έχει καταγράψει στο κείμενο των «Αναμνήσεών» του ο πολιτικός Δημ. Χατζηγιάννης. Τελικά όμως διαψεύστηκε. Τα γραπτά του και τα χειρόγραφα των «Αναμνήσεων», 1280 δακτυλογραφημένες σελίδες, συγκεντρώθηκαν στο τοπικό τμήμα των Γενικών Αρχείων του Κράτους και μια σπουδαία ερευνήτρια, η κ. Ιουλία Κανδήλα βρέθηκε να τα μελετήσει σε βάθος. Το αποτέλεσμα ήταν να εκδοθεί το 2011 από την Τ.Ε.Δ.Κ. (Τοπική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων) με πρόεδρο τον τότε δήμαρχο Λαρισαίων κ. Κώστα Τζανακούλη ένας πολυσέλιδος τόμος, ο οποίος περιείχε τις αναμνήσεις του, εύστοχα σχολιασμένες. [1]
Πλήρη βιογραφικά στοιχεία του Δημ. Χατζηγιάννη μπορεί κανείς να βρει στον τόμο που αναφέρθηκε. Στο σημερινό σημείωμά μας θα επιχειρήσουμε μια σύντομη σκιαγραφία της διαδρομής κατά τη θητεία του στην τοπική αυτοδιοίκηση. Υπήρξε ο μακροβιότερος Θεσσαλός πολιτικός του 20ου αιώνα. Άρχισε την πολιτική του σταδιοδρομία πολύ νέος, σε ηλικία 22 ετών, όταν το 1910 εκλέχθηκε για πρώτη φορά βουλευτής και την περάτωσε πολύ μεγάλος, σε ηλικία 81 ετών, όταν το 1969 παραιτήθηκε από το δημαρχιακό αξίωμα. Επί 59 χρόνια, σχεδόν έξι δεκαετίες, βρισκόταν στο πολιτικό προσκήνιο, άλλοτε σαν βουλευτής, άλλοτε σαν δήμαρχος και πάντοτε παρών τόσο στις τοπικές όσο και στις εθνικές εξελίξεις. Σαν άνθρωπος ήταν πολύ ευγενικός στην καθημερινότητά του, όμως στην πολιτική και επαγγελματική συμπεριφορά του υπήρξε πείσμων και διεκδικητικός. Είχε έμφυτο πάθος με την πολιτική και χάρη στα πολλαπλά χαρίσματα που διέθετε, βασίσθηκε υπερβολικά στις ικανότητές του. Ήταν δεινός ρήτορας, ευχάριστος συνομιλητής, άριστος γνώστης της τοπικής ιστορίας και της κλασικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας και εμφάνιζε μια, απροσδόκητη για πολιτικό, ευρύτητα πνεύματος.
Το 1954 διάφορες συγκυρίες και συνεχόμενες εκλογικές αποτυχίες υποχρέωσαν τον Χατζηγιάννη να εγκαταλείψει την κεντρική πολιτική σκηνή και να στραφεί με επιτυχία στην τοπική αυτοδιοίκηση, την οποία υπηρέτησε επί 15 συνεχή χρόνια (μέχρι το 1969) είτε σαν δήμαρχος είτε σαν δημαρχιακός σύμβουλος. Στις δημοτικές εκλογές του Νοεμβρίου του 1954 διεκδίκησε για πρώτη φορά το αξίωμα του δημάρχου ως υποψήφιος του μετώπου που είχε δημιουργηθεί σε ολόκληρη τη χώρα, σαν αντίδραση στη διακυβέρνηση του Ελληνικού Συναγερμού του Αλ. Παπάγου. Αντίπαλός του ήταν ο βιομήχανος Φώτης Παππάς, στενός συνεργάτης του κατά τα πρώτα βήματα δημιουργίας του ηλεκτροφωτισμού και της ύδρευσης της Λάρισας τη δεκαετία του 1920. Η υπερψήφιση του συνδυασμού του στις εκλογές αυτές άνοιξε τον δρόμο για τη συνέχιση της πολιτικής του πορείας στον θεσμό της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Έπειτα από μια επιτυχημένη τετραετία ο Χατζηγιάννης έθεσε εκ νέου υποψηφιότητα στις εκλογές του Απριλίου του 1959, ηγούμενος υπερκομματικού ψηφοδελτίου. Είχε ως αντίπαλο τον Ιπποκράτη Κουτσίνα, ο οποίος υποστηρίχθηκε από το κόμμα των Φιλελευθέρων και την ΕΔΑ και αναδείχθηκε εκ νέου νικητής και μάλιστα με μεγάλη διαφορά από τον αντίπαλό του.
Στις εκλογές του Ιουλίου του 1964 έθεσε υποψηφιότητα για τρίτη φορά, υποστηριζόμενος από το κόμμα της ΕΡΕ. Είχε αντιπάλους τον Αλέκο Χονδρονάσιο, υποψήφιο της ΕΔΑ και τον Σωκράτη Ναό, υποψήφιο της Ένωσης Κέντρου. Όμως νικητής αναδείχθηκε ο συνδυασμός του Χονδρονάσιου. Η ήττα αυτή τον λύπησε ιδιαίτερα και πλήγωσε αφάνταστα τον εγωισμό του. Παρά ταύτα όμως, από τη θέση του αρχηγού της αντιπολίτευσης, συμμετείχε ενεργά στα τρέχοντα ζητήματα του Δήμου μέχρι τον Απρίλιο του 1967.
Τότε το δικτατορικό καθεστώς καθαίρεσε και εξόρισε τον εκλεγμένο δήμαρχο Αλέκο Χονδρονάσιο και στη θέση του διόρισε τον Δημήτριο Χατζηγιάννη. Η απόφασή του να αποδεχθεί τον διορισμό αυτόν, αποτέλεσε ίσως την πιο αμφιλεγόμενη ενέργεια της πολιτικής του διαδρομής. Η πλειοψηφία των Λαρισαίων, αν και είχε αναγνωρίσει τη σημαντική προσφορά του στην πόλη κατά την οκταετία της δημαρχιακής του θητείας, εν τούτοις δεν του συγχώρησε εύκολα την απόφαση αυτή. Βέβαια για τον ίδιο ο διορισμός του ήταν μια «επιστράτευση» και η αποδοχή του οφειλόταν στο μεγάλο πάθος, την υπερβολική αγάπη και την έκφραση προσφοράς για την πόλη του. Όμως σήμερα, έπειτα από 50 χρόνια, εκτιμώντας ψύχραιμα τα γεγονότα, πιστεύεται ότι η αποδοχή του διορισμού του στη Δημαρχία υπήρξεν απόρροια της μεγάλης αδυναμίας του για την εξουσία. Έτσι μετά την προηγηθείσα το 1964 εκλογική ήττα, του παρεχόταν η δυνατότητα επιστροφής στα πολιτικά πράγματα, έστω και αντισυνταγματικά. Η επακολουθήσασα τον Οκτώβριο του 1969 παραίτηση του Χατζηγιάννη λόγω της αντίθεσής του με το δικτατορικό καθεστώς στο θέμα της παροχέτευσης των λυμάτων του εργοστασίου αχυροκυτταρίνης στον Πηνειό, δεν απαλύνουν ιδιαίτερα την απόφαση αποδοχής του διορισμού του.
Το δημαρχιακό έργο του Χατζηγιάννη είναι πλούσιο. Από την αρχή το ενδιαφέρον του εστιάσθηκε στην αναμόρφωση της μετακατοχικής και μετασεισμικής Λάρισας.
- Από τα πρώτα έργα του στον Δήμο υπήρξε «η ανάκτηση του κλαπέντος ποταμού της», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, εννοώντας την επαναφορά της ροής των υδάτων του Πηνειού στην παλαιά κοίτη.
- Έδωσε με επιτυχία τη μάχη εναντίον της λάσπης και της σκόνης, καθώς ασφαλτόστρωσε 600 περίπου δρόμους και κατασκεύασε πολλά χιλιόμετρα πεζοδρομίων.
- Συνέλαβε την ιδέα και συνέβαλλε στην έναρξη της κατασκευής του δικτύου των υπονόμων της πόλης, ένα πρόβλημα άλυτο μέχρι τότε, γιατί με το έργο αυτό πραγματικά τιθάσευσε τα όμβρια ύδατα και προστάτευσε την πόλη από τις πλημμύρες.
- Ανέκτησε από το δημόσιο την κυριότητα μεγάλης έκτασης στην περιοχή του Ακ Σαράι, της σημερινής Νεάπολης, και επέτρεψε στον Δήμο να προσφέρει έναντι συμβολικής τιμής οικόπεδα για την εγκατάσταση απόρων και αστέγων οικογενειών της πόλης.
- Συνέβαλε στην εξαγορά από τη ΔΕΗ του κλάδου του ηλεκτροφωτισμού του ΟΥΗΛ, στην οικοδόμηση του σημερινού δημαρχιακού μεγάρου, στην παραχώρηση του δημοτικού γηπέδου στο Αλκαζάρ ώστε να μετατραπεί σε εθνικό στάδιο, στην κατασκευή του Δικαστικού Μεγάρου, του Γηροκομείου και άλλων μικρότερων έργων[2].
- Το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο του Δημητρίου Χατζηγιάννη μετά τον θάνατό του ήταν η η οικία του επί της οδού Ρούσβελτ και η βιβλιοθήκη με το αρχείο. Καθώς δεν είχε τη χαρά να αποκτήσει απογόνους, επιθυμία του ήταν να κληροδοτήσει την κατοικία του στον Δήμο. Έπειτα από πολλές περιπέτειες, οικοδομήθηκε με δαπάνες του Δήμου το «Χατζηγιάννειο» Πνευματικό Κέντρο, το οποίο σήμερα αποτελεί μία από τις βασικότερες εστίες πολιτισμού της Λάρισας.
Επιγραμματικά, ο Δημήτριος Χατζηγιάννης υπήρξε ένας δήμαρχος με οράματα και επιδιώξεις, οι ενέργειες του οποίου στο τέλος της ζωής του θόλωσαν το πλούσιο έργο του.
------------------------------------------------------
[1]. Γ.Α.Κ.-Αρχεία Νομού Λάρισας, Αναμνήσεις Δημητρίου Χατζηγιάννη (1888-1973), επιμέλεια-εισαγωγή-σχόλια Ιουλία Κανδήλα Λάρισα (2011) σελ. 600.
[2]. Καλογιάννης Βάσος, Η Χρυσή Βίβλος του Δήμου Λαρίσης. Από τη μακραίωνη ιστορία της Θεσσαλικής Πρωτευούσης, Λάρισα, (1963) σελ.307-344.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου