Τα κείμενά του επιγράφονταν "Ανά την Θεσσαλίαν", έφεραν τον υπότιτλο "Εντυπώσεις - Κρίσεις - Πληροφορίαι - Αντιλήψεις - Πρόσωπα - Πράγματα - Τόποι - Αρχαί", και τα υπέγραφε ως "Έλλην".
Το οδοιπορικό του στη Θεσσαλία είναι ένα μείγμα πολύτιμων περιγραφών, αλλά και ενσυνείδητων (δημοσιογραφική αδεία) υπερβολών. Προσπαθεί να καταγράψει όλα τα χαρακτηριστικά της αναδυόμενης θεσσαλικής κοινωνίας μετά την απελευθέρωση από τον μακραίωνο τουρκικό ζυγό, να προβάλει την προσπάθεια που καταβάλλεται για την οικονομική ανάπτυξή της και να αναφέρει ασήμαντες πληροφορίες, αλλά για τον ίδιο περίεργες και ενδιαφέρουσες. Χαίρεται γιατί βλέπει τη Λάρισα να αναγεννιέται και να εξελίσσεται σε μια σύγχρονη πολιτεία, χωρίς όμως να παραλείπει να καυτηριάζει και να ειρωνεύεται τα κακώς κείμενα. Τον εντυπωσιάζει "ο ανακαινιστικός άνεμος που φυσούσε στην πολυάνθρωπη επαρχιώτικη, αλλά και κοσμοπολίτικη Λάρισα". Δεν υστερεί επίσης να αναφέρει και τους τρόπους αναδιοργάνωσης της νέας Λάρισας, η οποία αναζητά να απαλλαγεί όσο το δυνατόν συντομότερα από την τουρκογενή κληρονομιά της.
Ο Γαβριηλίδης παρουσιάζεται εδώ σαν ένας κοσμοπολίτης περιηγητής, ο οποίος έχει σαν κίνητρο να αποκαλύψει τη μυστική ομορφιά του ανεξερεύνητου. Θεωρώ ότι είναι ένα κείμενο το οποίο πρέπει να διαβαστεί από τους σύγχρονους Λαρισαίους, γιατί βλέπει την πόλη από άλλη οπτική γωνία, σαν ένας καθημερινός επισκέπτης, και τα αναφερόμενά του αποστασιοποιούνται από την αυστηρή ματιά ενός ιστορικού ερευνητή.
Τα αποσπάσματα των εντυπώσεων του Βλάση Γαβριηλίδη από τη Θεσσαλία που θα ακολουθήσουν, εστιάζονται αποκλειστικά στη Λάρισα. Διατηρείται η γλώσσα του κειμένου του, η καθαρεύουσα της εποχής εκείνης, την οποία μόνον ο ίδιος μπορεί να χειρισθεί με τόσο γοητευτικό τρόπο και σαγηνευτική απόδοση. Αυτός ο ίδιος που πρωτοστάτησε το 1901 κατά τη μετάφραση στη δημοτική γλώσσα του κειμένου των Ευαγγελίων κατά τα αιματηρά "Ευαγγελικά". Γράφει ο Βλάσης Γαβριηλίδης:
"Εφθάσαμεν εις Λάρισσαν! Αληθής από του σταθμού φαντασμαγορία. Πεδιάς, σπίτια, ποταμός, δένδρα, μιναρέδες και εις το βάθος ο Όλυμπος! Το σύνολον της εικόνος απαράμιλλον… Δύο χιλιάδες οικοδομαί και είκοσι ή εικοσιπέντε μιναρέδες παρέχουσιν εις την Λάρισσαν ποίησιν και πανηγυρικότητα και γραφικότητα όσον ολίγαι κέκτηνται πόλεις. Αφαιρέσατε τους μιναρέδες, κ' έχετε πόρρωθεν πολυπληθές χωρίον. Προσθέσατέ τους κ' έχετε την Λάρισσαν. Την Λάρισσαν την νέαν, την ανοιχτόδρομον, την ρυμοτομηθείσαν, την με γραμμάς ευρείας, τολμηράς, την υποστάσαν αληθές ξεκοίλιασμα[2], την ξετουρκωθείσαν, την εξελληνισθείσαν, την Λάρισσαν με το ευρύ της μέλλον … Η Λάρισσα υπέστη το φοβερόν της ξεκοίλιασμα και ήνοιξεν, ηύρυνε δρόμους εις παρισινά μπουλεβάρ, εκανόνισεν ευθείας, εμόφωσε πλατείας, έκοψεν, έρραψεν, έκαψεν, εκρήμνισεν, ηύθυνεν, όλα αυτά με έν δάνειον δημοτικόν 500.000 δραχμών, του οποίου αι 250,000 δεν εδαπανήθησσν, εκ δε των δαπανηθεισών, αντικρύσθησαν μεν αι δαπάναι της ρυμοτομίας, επληρώθησαν δέ αι αποζημιώσεις και εξεφύτρωσαν συνοικίαι ολόκληροι μαγαζειών δημοτικών, προς δε και Ξενοδοχείον του δήμου[3], διότι στερείται τοιούτων ευπρεπών η Πηνειούπολις …
Ενδιαφέρουσα δια την ποικιλίαν των φυλών της, την ζωήν της την πολλήν, δια την δημιουργικήν της κίνησιν, δια το παράδοξον της εικόνος της, δια την γοργότητα της αναπτύξεώς της, δια το μέλλον της το εύελπι. Είναι πόλις εν ζυμώσει. Όστις θέλει να ιδή κυοφορουμένας πόλεις, ας την επισκεφθή. Παρουσιάζει το θέαμα οικίας κτιζόμενης. Η Λάρισσα κτίζεται. Όλα γίνονται τώρα. Δρόμοι, πλατείαι, καταστήματα, οικοδομαί, ξενοδοχεία, εμπορικά, αγοραί. Σχεδόν και άνθρωποι. Διότι η Λάρισσα είναι χωρίς Λαρισσηνούς. Βλέπεις Αθηναίους, Πελοποννησίους, Στερεοελλαδίτας, Οθωμανούς, Εβραίους, Βλάχους, Γκέγκηδες, Ιταλούς, Φράγκους, Κωνσταντινουπολίτας, μόνον Λαρισσηνούς δεν βλέπεις. Πού είναι; Γίνονται. Βράζουν …
[Η Λάρισα είναι κάτι] μεταξύ Τουρκοπόλεως, Χριστιανουπόλεως, Εβραιοπόλεως, Ευρωποπόλεως. Δικασταί ανακατωμένοι με στρατιωτικούς, στρατιωτικοί με πολίτας, χανούμισσαι με Εβραίας. Διερμηνείς του Κορανίου με δεσποτάδες, χαμάμηδες με ελληνοδιδασκάλους, Ταλμούδ[4] και Ροβινσών, Εσθήρ και φουστανέλα, μελωδία εβραϊκή και απαγγελία ελληνική, αμανές και Τροβατόρε, γιαούρτι και κρέμα, αρνί αλά παλληκάρ και σαπουνοχαλβάς, Τσάμης[5] ξενοδόχος πρώην αρματωλός και Κωτσάκης εφέτης με όλον τον "μη μου άπτου" νεοπολιτισμόν του, λησταί εις τας φυλακάς και λησταί έξω των φυλακών, Όλυμπος δεξιά και αριστερά μουσική στρατιωτική με καδρίλιες του Όφενμπαχ, βλαχόκαλτσα και πτερνιστήρες, οικοδέσποιναι γαλλίδες ψωνίζουσαι εις την αγοράν και σαρακοντούτιδες χαλβαδόπλασται Λαρισσηναί ερωμέναι ληστών, έν μέγα καφενείον… χρυσοχοεία εγχώρια και χρυσοχοεία Ευρώπης, Δημαρχείον το οποίον καταρρέει και ξενοδοχείον του δημαρχείου το οποίον κτίζεται, δήμαρχος όστις είνε Ιθακήσιος[6] και πολιτευταί Λαρίσσης φαινόμενοι ως Ανατολίται, δικηγόροι από κάθε καρυδιάς καρύδι και ιατροί των οποίων ουδείς είνε εκ Λαρίσσης[7], μία Γέφυρα ήτις αριθμεί αιώνας και εφ' ής βλέπω χαραγμένον το σύγχρονον όνομα του στρατηγού Σαπουντζάκη, ποταμός όστις είνε πλωτός αλλ' άνευ ουδενός πλοιαρίου, σακκάδες οίτινες πωλούν νερό εφ' ίππων εντός δερματίνων σάκκων, στρατώνες πολυάριθμοι προσδίδοντες εις την πόλιν όψιν στρατοπέδου άνευ στρατού και ιππικόν άνευ ίππων. Ιδού η Λάρισα au vol d' oiseau (όπως βλέπουν τα πουλιά και μεταφορικά, με μια ματιά).
Το μεγαλύτερόν της θέλγητρον ο Πηνειός! Αι πόλεις ή παρά θάλασσαν ή με ποταμόν. Ο φίλος μεθ' ού περιδιάβαζον, εκ της από της γεφύρας θέας προς την δενδρόφυτον παρά τον Πηνειόν πλατείαν[8]…όπου μουσική, καφενείον εν κομψώ περιπτέρω, δένδρα πυκνά, ενόμισεν ότι ευρίσκεται εις τον Δούναβιν, παρά γερμανικήν κωμόπολιν… νεαροί βέηδες με τα πυργωτά φέσια των επί θυμοειδών ευμόρφων ίππων, διεσταύρουν και εκύκλουν τον κάμπον, ενώ Λαρισσόπουλα άρρενα και θήλεα εξώρμουν από του σχολείου ως ατίθασοι πώλοι εις το λιβάδι, μετά φωνών, γελώτων, κυνηγητού, πόρρωθεν δε ανεμίγνυεν αρκετά αηδείς και ασυναρτήτους μελωδίας η ανακρουομένη μουσική του Συντάγματος[9].
Εξ όλων αυτών, ο παρά τον Πηνειόν περίπατος μοί εφάνη ως το αναψυκτικώτερον των ατμοφαιρικών λουτρών".
----------------------------------------------
[1]. Ο Βλάσης Γαβριηλίδης (1848 Κωνσταντινούπολη-1920 Αθήνα) μαθήτευσε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και συνέχισε τις σπουδές του στη φιλολογία και τις πολιτικές επιστήμες στη Λειψία. Από το 1868 βρέθηκε στην Πόλη όπου δημοσιογραφούσε σε περιοδικά και εφημερίδες, αλλά το 1877 αναγκάσθηκε να καταφύγει στην Αθήνα ώστε να αποφύγει τη σύλληψή του από τους Οθωμανούς για την επαναστατική του αρθρογραφία. Στην Ελλάδα εξελίχθηκε σε διακεκριμένο δημοσιογράφο και τον Οκτώβριο του 1883 κυκλοφόρησε την εφημερίδα "Ακρόπολις", στην οποία μεταξύ των άλλων δημοσίευε σε συνέχειες πολλά κείμενα ταξιδιωτικών εντυπώσεων.
[2]. Ξεκοίλιασμα: μετάφραση του ιταλικού όρου sventramento, ο οποίος καθιερώθηκε για τις πόλεις εκείνες που εξυγιαίνονται ριζικώς οικοδομικά και ρυμοτομικά. Βλέπε: Βλασίου Γαβριηλίδου, Ανά την Θεσσαλίαν, εισαγωγή-επιμέλεια Γιάννης Α. Σακκελίων, Καίτη Γιαννούλου-Γιαννουκάκου, εκδ. "Έλλα", Λάρισα [1998] σελ. 83. Πρόκειται για μια ευπρεπή ανατύπωση με Προοίμιο, Εισαγωγή και Σχόλια, από τον εκδοτικό οίκο της πόλης μας "Ελλα" του αείμνηστου Αλέκου Ζούκα.
[3]. Ο Γαβριηλίδης αναφέρεται στο ξενοδοχείο "Το Στέμμα", το οποίο άρχισε να κτίζεται το 1887, επί δημαρχίας Διονυσίου Γαλάτη.
[4]. Το Ταλμούδ είναι το δεύτερο σε σπουδαιότητα ιερό κείμενο των Εβραίων και αποτελεί τη συνέχεια της Ιουδαϊκής Βίβλου.
[5]. Τσάμης ονομαζόταν ο κάτοικος της Τσαμουριάς, περιοχής της Θεσπρωτίας. Προέρχεται από παραφθορά του ονόματος του ποταμού Θύαμις, του γνωστού σήμερα ως Καλαμάς.
[6]. Αναφέρεται στον Διονύσιο Γαλάτη από την Ιθάκη, ο οποίος βρέθηκε στη Λάρισα κατά τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας εμπορευόμενος τον θεσσαλικό σίτο και ο οποίος διετέλεσε δήμαρχος κατά τα έτη 1877 - 1891.
[7]. Όσον αφορά τους ιατρούς ο Γαβριηλίδης δεν είναι καλά ενημερωμένος. Τη χρονολογία της επίσκεψής του (1890) η πλειονότητά τους ήταν Λαρισαίοι (Αναστάσιος Ζαρμάνης, Αχιλλεύς Λογιωτάτου, Αχιλλεύς Αστεριάδης, Γεώργιος Σακελλαρίδης και άλλοι).
[8].Εννοεί την αριστερή παρόχθια περιοχή του Πηνειού και το Άλσος των Μουσών (Αλκαζάρ), όπου σήμερα βρίσκεται το Κηποθέατρο.
[9]. Το 1883 επί δημαρχίας Αργυρίου Διδίκα, κατασκευάστηκε στην περιοχή του Αλκαζάρ μαρμάρινη στρόγγυλη υπερυψωμένη εξέδρα, στην οποία εκτελούσε διάφορα μουσικά προγράμματα η στρατιωτική μπάντα, για να ψυχαγωγούνται οι περιπατητές. Το 1896 επί δημαρχίας Κωνσταντίνου Αναστασιάδη η εξέδρα μεταφέρθηκε στην Κεντρική πλατεία.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com