O ανταποκριτής της εφημερίδας Παλιγγενεσία στη Λάρισα, τον Αύγουστο του 1881 μετά από μια σύντομη εισαγωγή στα συναισθήματα χαράς κι αγαλλίασης που κατέκλυσαν την ψυχή του στη συνειδητοποίηση ότι το όνειρο της απελευθέρωσης της Θεσσαλίας παίρνει σάρκα και οστά κι ότι τη μισητή δουλεία διαδέχεται στην προσφιλή μας χώρα η τρισπόθητη ελευθερία, δηλώνει ότι θεωρεί τον εαυτό του ευτυχισμένο, επειδή αξιώθηκε να αντικρύσει σε όλη την ποιητική της μεγαλοπρέπεια κι ένθους* να χαιρετίσει την είσοδο του ελληνικού στρατού στην πρώτη των θεσσαλικών πόλεων. Και συνεχίζει την περιγραφή αναφέροντας:
Η 31η Αυγούστου ανέτειλε διαυγής και μειδιώσα*. Στον καταγάλανο ουρανό δεν υπάρχει ούτε ένα σύννεφο, ενώ ο ήλιος χρυσώνει όλη την περιοχή γύρω από τη Λάρισα κι οι δρόμοι της πόλης σιγά- σιγά γεμίζουν από διαβάτες, που κρατούν σημαίες και μυρσίνες. Συγκρατώντας με δυσκολία τα δάκρυά τους, δάκρυα χαράς κι αγαλλίασης, κατευθύνονται προς το δυτικό μέρος της πόλης, όπου έχει ανυψωθεί μυρτοστόλιστη κομψότατη αψίδα. Ο ελληνικός στρατός πλησιάζει την πόλη. Κλαγγή όπλων, σαλπίσματα, ποδοβολητά αλόγων, απαστράπτοντα ξίφη, συνέθεταν μια όμορφη εικόνα. Από μακριά διακρίνονται δύο οφιοειδείς σειρές στρατιωτών να πλησιάζουν την πόλη, η μία φάλαγγα έρχεται από την Καρδίτσα και η άλλη από τα Φάρσαλα.
Το πρώτο τάγμα με τον διοικητή του, τον Δημόπουλο, σταματά. Είναι το τάγμα που ορίστηκε να μπει πρώτο στη Λάρισα και να καταλάβει τα επίκαιρα σημεία της πόλης. Τους πεζούς ακολουθούν οι εύζωνοι, αληθινοί πτερόποδες, λίγο πιο πέρα ήρεμοι στέκονται οι μεταγωγικοί λόχοι και οι δύο ορεινές πυροβολαρχίες, στη μέση ολόκληρη η πρώτη ιππαρχία με τους εκλεκτούς και εύσωμους άνδρες της, λίγο πιο εκεί, πάνω στο ύψωμα, ο στρατηγός Σούτσος με το επιτελείο του.
Σε λίγη ώρα αρχίζει η προέλαση του ελληνικού στρατού. Η συγκίνηση πνίγει τη φωνή και τα δάκρυα, που τρέχουν άφθονα, θολώνουν την όραση όλων. Ηγείται έφιππη η χωροφυλακή κι ακολουθεί ένα τάγμα πεζών. Μόλις όμως πέρασε η πρώτη γραμμή, από τα στόματα όλων βγαίνει φωνή, στην αρχή αδύναμη από τη συγκίνηση, αλλά μετά από λίγο γίνεται δυνατή φωνή χαράς, ένθεος χαιρετισμός των μέχρι της στιγμής εκείνης δούλων προς τους διερχόμενους αδελφούς. Και τότε πλέον έρχονται η ανέκφραστη συγκίνηση, οι απερίγραπτες κραυγές της χαράς και της ευφροσύνης, τα εμβατήρια των μουσικών, οι φωνές, οι ζητωκραυγές, όλα διαδέχονται το ένα το άλλο. Κι αμέσως μετά, ένθεος, ενεός από τη χαρά, την ευφροσύνη και την αγαλλίαση, είδα να περνά από μπροστά μου σαν οπτασία, η λαμπρή σκηνογραφία της παρέλασης των διαφόρων στρατιωτικών σωμάτων.
Ο γηραιός στρατηγός ακολουθούσε με το επιτελείο του και τους ιππείς, που αποτελούσαν την τιμητική φρουρά του. Τα γυμνά ξίφη τους, οι καλπάζοντες ίπποι, τα βλοσυρά βλέμματα και το ευσταλές των ανδρών που τους ίππευαν, γεννούν φρενήρη ενθουσιασμό. Κραυγές χαράς ακούγονται, τόσο διαδέχονται η μία την άλλη, ώστε να νομίζει κάποιος ότι είναι ηχώ κεραυνού που μόλις έσκασε. Αμέσως μετά παρελαύνουν οι εύζωνοι, των οποίων η όψη, όπως έμαθα, σε όλες τις περιοχές της θεσσαλικής γης ξεσηκώνει μεγάλο ενθουσιασμό, και οι Λαρισαίοι δεν υπολείπονται των άλλων Θεσσαλών. Ελαφροί και ωκύποδες σαν δορκάδες, πέρασαν από μπροστά μας σαν νέφος που το σπρώχνει ο βίαιος βοριάς. Να κι οι πυροβολητές! Πόσο ακμαίοι άνδρες!
Η μουσική παιανίζει θούριο. Είναι η μουσική της ιππαρχίας. Και να, μπροστά μας διαβαίνει ο ίππαρχος, ένας από τους απογόνους της μεγάλης εκείνης οικογένειας, της οποίας τα οστά είναι σπαρμένα στα όρη και τις πεδιάδες ολάκερης της ελληνικής γης. Ακολουθεί σε μακριά σειρά, την οποία δεν πίστευα ποτέ ότι θα μπορούσε να παρατάξει η πατρίδα μου, ολόκληρο το σώμα των ιππέων. Ευσταλείς και ωραίοι νεαροί, οι περισσότεροι των ιππέων μας, ιππεύουν με πολλή χάρη και είναι κύριοι των πολύ ατίθασων αλόγων τους.
Χωρίς να λυθούν οι τάξεις, παρέρχεται σιγά σιγά και το σώμα αυτό. Όταν βλέπω να πλησιάζουν οι τελευταίες τάξεις, αισθάνομαι μεγάλη λύπη, αφού επιθυμούσα να παρελαύνει για πολλή ώρα αυτό το ωραίο στρατιωτικό σώμα. Οι τελευταίες τάξεις, η ουραγία του σώματος, γεννά κάποια περίεργη κίνηση του πλήθους που συνωστίζεται, για να δει τον Λαρισαίο υπαξιωματικό, που με θαυμάσια χάρη παρελαύνει. Δεν αμφιβάλλω ότι την ίδια συγκίνηση και χαρά με το πλήθος αισθάνεται κι ο νεαρός, του οποίου το όνομα φέρεται στα στόματα πολλών, ενώ ο χαιρετισμός του κάνει τα δάκρυα να αναβλύζουν από τα μάτια των γυναικών. Το θαυμάσιο αυτό πανόραμα, η εξαίσια αυτή σκηνογραφία φτάνει στο τέλος της, ενώ η παρέλαση των ολίγων ουλαμών ή λόχων αγωγέων ολοκληρώνει την από την πύλη των Τρικάλων είσοδο του απελευθερωτικού στρατού στη Λάρισα.
ΠΗΓΕΣ:
Εφημερίδα, ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑ, Σάββατο, 5 Σεπτεμβρίου 1881, Αρ.Φύλ.5148, Έτος ΙΘ.
Από την Κωνσταντινιά Πατσή*
* Η Κωνσταντινιά Πατσή είναι διευθύντρια του ΓΕ.Λ Τυρνάβου, πτυχιούχο της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, κάτοχο Μεταπτυχιακού διπλώματος Master of Business Administration (MBA) του Staffordshire University