Είναι ένα θαυμάσιο χρωμολιθογραφημένο επιστολικό δελτάριο του Λαρισαίου τυπογράφου Γεωργίου Βελώνη, ο οποίος είχε το τυπογραφείο του στη γωνία των σημερινών οδών Κύπρου και Ασκληπιού, απέναντι από το Φαρμακείο Δημητρίου Κυλικά. Έχουμε γράψει και άλλες φορές για το συγκεκριμένο εκκλησάκι που βρίσκεται στο κέντρο της Λάρισας. Σήμερα όμως θα μας κάνει την περιγραφή του ο Θρασύβουλος Μακρής, ο πρύτανης των δημοσιογράφων του μεσοπολέμου και διευθυντής της εφημερίδας "Μικρά". Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Λαρισαϊκός Τύπος"[1] κατά τη διάρκεια της κατοχής (15 Σεπτεμβρίου 1943) με την ευκαιρία της εορτής του Αγίου.
Από το άρθρο αυτό αποδελτιώνουμε ό,τι έχει σχέση με το εκκλησάκι και τα ανάκτορα, καθώς και διάφορα ιστορικά γεγονότα των τελευταίων χρόνων της τουρκοκρατίας. Για ευκολότερη κατανόηση, το κείμενο έχει υποστεί μικρές γλωσσικές επεμβάσεις. Γράφει ο Μακρής: "Επιτελείται σήμερον η μνήμη του εν Αγίοις πατρός ημών Βησσαρίωνος επισκόπου Λαρίσσης, κοινώς καλουμένου "Βλησσαρίου" ή "Άϊ-Βλησσάρη". Τη βορειοανατολική γωνία του έναντι της Νέας Αγοράς μας Δημοτικού κήπου (Κήπου Ανακτόρων), στόλιζε μέχρι του Φεβρουαρίου προπέρυσι (1941) κομψότατος ναΐσκος, τιμώμενος επ' ονόματι του εορταζομένου σήμερον Αγίου. Αξίζει να μάθουμε την ιστορία του μικρού αυτού Ναού, ο οποίος ως γνωστόν μετεβλήθη σε ερείπια κατά τον φοβερό σεισμό της 1ης Μαρτίου 1941.
Πολύ προ της εκ βάθρων ανακαινίσεως το 1887-1889 του μητροπολιτικού μας ναού Αγίου Αχιλλίου, σώζονταν, προσκολλημένο σ' αυτόν, παρεκκλήσιο τιμώμενο επ' ονόματι του Αγ. Βησσαρίωνος. Κατεδαφισθέντος του παρεκκλησίου τούτου, μεταφέρθηκαν οι εικόνες και τα άλλα ιερά κειμήλιά του στον Κήπο των Ανακτόρων, όπου τη αρωγή της Βασιλίσσης Όλγας, ανεγέρθηκε το 1898 ναΐσκος, πλουτισθείς με αφιερώματα φιλόθρησκων συμπολιτών. Εις το μέρος αυτό, προ της κατά το 1881 απελευθερώσεως της Θεσσαλίας, ήσαν τα "οτζάκια" ήτοι τα μαγειρεία, τα πλυσταριά και τα δωμάτια των χριστιανών υπηρετριών και θαλαμηπόλων της πλουσιωτάτης Νουριέ (;) Χανούμ, στενής συγγενούς του φοβερού Αλή Πασσά των Ιωαννίνων, ιδιοκτήτριας της μεγάλης στη θέση εκείνη οικίας, αληθούς ανακτόρου. Η οικοδέσποινα αυτή, η οποία εξακριβώθηκε ότι ήτο χριστιανικής καταγωγής, επέτρεψε και παρότρυνε τις υπηρέτριές της να χρησιμοποιούν ένα από τα δωμάτιά τους ως εκκλησία, πράγμα που έγινε, πολλών χριστιανών γειτόνων προσερχομένων κατά τις Κυριακές και τις μεγάλες εορτές για την επιτέλεση των θρησκευτικών καθηκόντων τους. Λόγω της ανάρτησης στο δωμάτιο-ναό εκείνο μεγάλης παλαιοτάτης αγιογραφίας του Βησσαρίωνος, δόθηκε στο ναό το όνομα τούτου, λυχνάρι δε αργυρούν έκαιε προ της εικόνας νύκτα και ημέρα. Μία νύκτα του Νοεμβρίου του 1872 τα μαγειρεία και πλυσταριά παρ' ολίγο να γίνονταν παρανάλωμα του πυρός. Η οικοδέσποινα απέδωσε το κακό σε ολιγωρία των θαλαμηπόλων της, πράγματι δε αυτές τη νύκτα εκείνη δεν είχαν ανάψει την προ της εικόνος του Αγίου κανδήλα.
Θανούσης της Νουριέ, το μέγαρό της περιήλθε στην κυριότητα του ανεψιού της Χαηρή Βέη, ο οποίος το 1881 το δώρισε στον τότε για πρώτη φορά επισκεφθέντα την πόλη μας Βασιλέα Γεώργιο τον Α΄. Ο Βασιλεύς δια του υπασπιστού του απέστειλε στον Χαηρή Βέη εντός μεταξωτού μανδηλίου αρκετά χρυσά εικοσάφραγκα, τα οποία είχαν πρόσφατα κοπεί και έφεραν την προτομή του. Αυτός δεν εδέχθη το βασιλικό φιλοδώρημα, αλλά ασπάσθηκε το μανδήλι σε ένδειξη σεβασμού, το κράτησε για ανάμνηση και παρουσιασθείς στον Βασιλέα τον παρεκάλεσε όπως επιτρέψει εις τους νέους υπηκόους του Οθωμανούς να επισκευάσουν το έναντι κείμενο τζαμί (Ομέρ Βέη καλούμενο)[2], όπου από τετραετίας [1939] στεγάζεται η Δημοτική μας Βιβλιοθήκη. Ο αείμνηστος Γεώργιος όχι μόνον επέτρεψε την επισκευή του τεμένους, αλλά και αρκετά προσέφερε δια την τέλεια τούτου ανακαίνιση. Σημειωτέον ότι το τζαμί τούτο θεωρήθηκε ως εθνικό κειμήλιο και δεν κατεδαφίσθηκε μετά τον πόλεμο του 1912-13, παρέμεινε δε ως ανάμνηση της τουρκικής κυριαρχίας, μόνον αυτό από τα τριάντα δύο συνολικά, τα οποία υψώνονταν στην πόλη.
Το μεγαλοπρεπές οικοδόμημα (παλάτι), υπό την επίβλεψη του μακαρίτη επιμελητή των Ανακτόρων Ν. Θών επιδιορθώθηκε και ευπρεπίσθηκε κατόπιν βασιλικής αρωγή. Σ' αυτό δε διέμεινε άνετα επί δέκα ημέρες ολόκληρη η Βασιλική Οικογένεια, όταν αυτή κατά το 1889 περιήλθε την Θεσσαλία, επισκεφθείσα και τα ονομαστά "Μετέωρα". Για την ιστορία σημειώνουμε ότι οι μοναχοί των Μετεώρων τότε και δια μόνην φοράν επέτρεψαν σε γυναίκα να ανέλθη εις την Μονήν Βαρλαάμ. Το απαίτησε η αείμνηστος Βασίλισσα Όλγα, η οποία βρήκε την εν λόγω Μονή όμοια με αυτές της πατρίδος της Ρωσσίας.
Αυτή εν συντομία είναι η ιστορία του ναΐσκου του Αγίου Βησσαρίωνος. Κλείνοντας, προσθέτουμε ότι σε ένα των δωματίων των ανακτόρων σωζόταν μέχρι την Θεσσαλική Επανάσταση του 1878 η χρυσοποίκιλτη σπάθη του κατακτητού της Θεσσαλίας στρατάρχου Τουρχάν. Η σπάθη αύτη θεωρείτο θαυματουργή. Τοποθετημένη επί της κοιλίας των επιτόκων, επέφερε ταχύ και αίσιο τον τοκετό τους."
[1]. Ο "Λαρισαϊκός Τύπος" ήταν κοινή έκδοση των δύο προπολεμικών εφημερίδων της Λάρισας "Ελευθερία" και "Κήρυξ" κατά τη διάρκεια της κατοχικής περιόδου, υποκείμενος σε αυστηρή λογοκρισία από τις δυνάμεις κατοχής.
[2]. Το τζαμί του Ομέρ Βέη βρισκόταν βορειότερα, στο ύψος της οδού Γαριβάλδη. Σύμφωνα με τον Θεόδωρο Παλιούγκα επί της οδού Όγλ βρισκόταν ένα μικρό τζαμί με το όνομα Γενί τζαμί. Πιστεύεται ότι αυτό ανακαινίσθηκε μερίμνη της βασιλικής οικογένειας.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com