αλλά εκείνα που θυμάσαι-και πώς τα θυμάσαι.
(Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες)
Τώρα που τελειώνει αυτή η μικρή σειρά των άρθρων με τις θύμησες των παιδικών και εφηβικών μας χρόνων από μια στρατοκρατούμενη Λάρισα (έδρα του Β’ Σώματος Στρατού), η οποία ακόμα μετρούσε τις βαθιές πληγές ενός καταστροφικού πολέμου, του ισχυρού σεισμού του 1941 και ενός αιματηρότατου εμφυλίου, θα γυρίσουμε λίγο πίσω, στο πρώτο απ’ αυτά (Τα αντίδωρα της διαδρομής, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, 23-1-2018), όπου, εκεί, λέγαμε για τα «σημεία», που συναντούμε στις διαδρομές μας.
Με το συμμάζεμα λοιπόν, αυτών των σημείων-αντίδωρων, ως «φορέων» επενδυμένων συναισθημάτων, φαίνεται τώρα καθαρότερα, πως οι μικρές αυτές ψηφίδες του πολύχρωμου ψηφιδωτού μας, τα σκόρπια αυτά σημεία και τόσα άλλα που δεν αναφέρθηκαν εδώ, «χτίζουν», όντως, την περιπετειώδη ιστορία της ύπαρξής μας και καθορίζουν την πορεία και την ποιότητα της συναισθηματικής ζωής μας.
Μιας κι αναφερθήκαμε όμως στον εμφύλιο, πιστεύουμε, πως θα ήταν χρήσιμο να πούμε, ότι την περίοδο 1946-1949, στο λόφο του Μεζούρλου (σήμερα αύλειος χώρος με τα πεύκα του Διαχρονικού Μουσείου της πόλης), έπεσαν νεκροί από τις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος του ελληνικού στρατού, εκατοντάδες νέοι ανθρωποι-συμπολίτες μας, επειδή πίστεψαν σ’ έναν άλλο κόσμο, καλύτερο, κατά τη γνώμη τους. Ας μην τα σκαλίζουμε τώρα αυτά, δεν είναι της στιγμής… Ο μεγαλύτερος αδελφός μου, ο Μίνως, μου’ λεγε, πως ο πατέρας μας, όταν ακούγονταν αυτοί οι πυροβολισμοί, στο Μεζούρλο, τον έβγαζε έξω απ’ το σπίτι μας, στην οδό Καραθάνου, για ν’ ακούσει κι αυτός, ενώ εγώ, νήπιο τότε, δεν καταλάβαινα τίποτα.
Θα πάρουμε πάλι την οδό Ελευθ. Βενιζέλου (πρώην Μακεδονίας), ή αλλιώς, την οδό των Παντοπωλείων, όπως εμείς την ονομάσαμε, λόγω της συγκέντρωσης πολλών τέτοιων καταστημάτων «αποικιακών ειδών» ή εδωδίμων (φαγώσιμων), θα φτάσουμε μπροστά στο Α’ Αρχαίο Θέατρο, θα στρίψουμε αριστερά, στην οδό Αλεξ. Παπαναστασίου ή όπως την ονομάζουμε εμείς, ΑρχαίουΘεάτρου, (το τμήμα μέχρι την οδό Κύπρου), θα συναντήσουμε την οδό Κ. Κούμα, την οδό των μπουτίκ και κάπου στο μέσο της, θα τερματίσουμε, τη σύντομη, αυτή τη φορά, διαδρομή μας.
Θα προσπεράσουμε τα δέκα παντοπωλεία (Χατζηευθυμίου, Ζαφειρόπουλου, Θεμελή, Σούκου, Αρσενίδη-Παπουλιάκου, Αφών Αγραφιώτη, Καραμήτσου, Τσακαβίτη, Αφών Μητσιού), που ήταν σκορπισμένα σε όλο σχεδόν το μήκος του δρόμου και απ’ τις δυο πλευρές, τα εμπορικά καταστήματα κι εκείνα του χονδρικού εμπορίου (Φάϊς, Λεβή, Ιωαννίδη, Κούβαρου, Αλεξάνδρου, Παπαγιάννη (υπόγειο), κ.α), θα σταθούμε μπροστά στο Α’ Αρχαίο Θέατρο και θα κοιτάξουμε γύρω μας. Από τη γωνία των παιδικών , «η Μέλισσα», τότε κατάστημα υποδημάτων του Κουτσοχερίτη, αρχίζει η οδός Ηφαίστου, με όλα τα είδη του… εμπορίου σε όλο το μήκος της-αφού αργά, τις νύχτες, όταν έκλεινε η αγορά και έσβηναν τα φώτα, ο ανδρικός πληθυσμός, επισκέπτονταν, ανεβαίνοντας δυο-δυο τα σκαλοπάτια, τα «σπίτια» της εφήμερης και… επείγουσας διασκέδασης.
Ο πλανόδιος έμπορος-αργυροχρυσοχόος, ο Πάρδος, στημένος πίσω απ’ το αυτοσχέδιο βιτρινάκι, με μια ζυγαριά ακριβείας πάνω του, πουλούσε και αγόραζε χρυσό κι ασήμι ή τα αντάλλαζε, ενώ εμείς, που περνούσαμε από’ κει, κοιτάζαμε με απορία.
Μπαίνοντας στην Αλεξ. Παπαναστασίου, θυμηθήκαμε, ότι στη θέση του σημερινού ξενοδοχείου, Divani Pallace, στον πρώτο όροφο του διώροφου κτηρίου, εκείνη την δύσκολη περίοδο της Αποστασίας και των Ιουλιανών του 1965, ανεβαίναμε στα γραφεία της «Ένωσης Κέντρου», για να πληροφορηθούμε, από πρώτο χέρι, τα καθέκαστα.
Απέναντι ακριβώς, στο ζαχαροπλαστείο του Βρετόπουλου, βλέπαμε, ενώ πηγαίναμε βόλτα στο «Αλκαζάρ» ή στο φρούριο, τα μαρμάρινα τραπέζια, να είναι γεμάτα από κόσμο της «καλής» κοινωνίας, που απολάμβανε το γλυκό ή τον καφέ του χαζεύοντας τους περαστικούς.
Στη διασταύρωση με την οδό Κύπρου, ο τροχονόμος που ρύθμιζε την κυκλοφορία, χαμένος μέσα στα κουτιά με τα δώρα, κυρίως τις ημέρες των εορτών, σήκωνε τα χέρια και το κεφάλι του για να τον βλέπουν οι οδηγοί…
Πίσω, στη θέση του σημερινού «Σπιτιού του Στρατηγού», θυμόμαστε, το γήπεδο του μπάσκετ, όπου κάπου-κάπου συναντιόμασταν οι φίλοι, για να παίξουμε και να συμμετέχουμε στις δραστηριότητες του Σώματος των Ελλήνων Προσκόπων. Δίπλα απ’ το κτήριο της Εθνικής Τράπεζας, ο θερινός κινηματογράφος, «Τιτάνια», με τις ποιοτικές ταινίες που πρόβαλε, ήταν γεμάτος από κόσμο, κάθε βράδυ, ενώ απέναντι, οι καλογυαλισμένες άμαξες, με τα όμορφα άλογα, περίμεναν τους πελάτες, οι οποίοι, τελευταία, προτιμούσαν τις λιμουζίνες των ταξί, που πρόσφεραν μεγαλύτερη άνεση και πολυτέλεια. Στην αρχή της οδού Κούμα, το ζαχαροπλαστείο του Μέγα, δίπλα το καφενείο «Πανελλήνιον», όπου παρακολουθούσαμε γνωστούς παίχτες του μπιλιάρδου και δεινούς σκακιστές (Καρδομωτές, Πηλέας Μακρής κ.α.), το «Μικρό Ολύμπιο», στέκι τότε της φοιτητικής νεολαίας και το Ανθοπωλείο του Πετρίδη με την παιδική χαρά και το Καρουζέλ, πίσω (Δικαστικό Μέγαρο σήμερα), κάλυπταν την νότια πλευρά της Κεντρικής Πλατείας. Θυμάμαι, στα χαμηλά κτήρια αυτού του οικοπέδου, την έκθεση σκιτσογραφίας του πολυβραβευμένου Φωκίωνα Δημητριάδη, ο οποίος μας «ξεναγούσε» στα απλωμένα σε μεγάλες επιφάνειες σκίτσα, του με θέματα από την τότε πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα.
Ακριβώς πίσω, γωνία Μ. Αλεξάνδρου-Παπακυριαζή, ήταν το φαρμακείο του Επιτρόπου, απ’ όπου αγόραζα το μουρουνέλαιο (ψαρόλαδο) για μένα και τα’ αδέλφια μου. Τι μαρτύριο κι αυτό… Όταν μας το έδινε η μητέρα μας, πάντα με το ζόρι, πιάναμε τη μύτη μας…
Στη γωνία Κούμα-Μ. Αλεξάνδρου (σήμερα κατάστημα προϊόντων ζαχαροπλαστικής-Αρτοποιίας), ήταν το κινηματοθέατρο, «Ορφεύς», που έπαιζε τις καλύτερες ταινίες και φιλοξενούσε τους καλύτερους θιάσους της Αθήνας, ενώ απέναντι, στην άλλη γωνία, στο εστιατόριο «Ερμής», έτρωγαν οι ντόπιοι λεφτάδες και οι ματσωμένοι επισκέπτες της πόλης…
«Έδωσα ένα πολύ προσωπικό, λιγάκι αυτοβιογραφικό τόνο στις γραμμές αυτές. Αν είναι ελάττωμα, παρακαλώ τους αναγνώστες, να με συγχωρήσουν. Αλλά, γιατί να είναι ελάττωμα; Η προσωπική μνήμη μπορεί κι αυτή να στήσει μνημεία. Και τα μνημεία αυτά, είναι, ίσως καμιά φορά πιο αληθινά από όσα στήνονται-προπάντων, από όσα στήνονται κατά παραγγελίαν-στις δημόσιες πλατείες (…) Ας ακούγεται πότε-πότε η καρδιά στους καιρούς μας, καιρούς που έγιναν πολύ αφηρημένοι, ίσως εξωπροσωπικοί, ίσως εξωανθρώπινοι». (Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Μάρκος Αυγέρης, ο φίλος μου).
Φιλολογική Πρωτοχρονιά, 1977, σελ. 13
*Η φωτογραφία του κειμένου είναι από το βιβλίο, ΛΑΡΙΣΑ, των Μ. Αβραμόπουλου-Β. Βουτσιλά, 1962
* Του Τάσου Πουλτσάκη