Επικρατούσε ακόμη ο μονότονος έρρινος αμανές για πολλά χρόνια και ο ελληνικός πληθυσμός προσπαθούσε να επιβάλλει την γνησιότητα της δημοτικής και της εκκλησιαστικής μουσικής, με τα παραδοσιακά γλέντια και τις θρησκευτικές συνάξεις.
Το έναυσμα για να έλθουν οι κάτοικοί της σε επαφή με πιο κλασικά "ακούσματα" το έδωσε από πολύ νωρίς ο στρατός με την μπάντα του, η οποία παιάνιζε σε διάφορες στρατιωτικές εκδηλώσεις και εκτελούσε υπαίθριες συναυλίες με έργα έντεχνης μουσικής. Οι συναυλίες πραγματοποιούνταν τις Κυριακές και τις εορτές, διαδοχικά στην πλατεία Δικαστηρίων, την πλατεία Ανακτόρων και το Αλκαζάρ, "προς τέρψιν" των Λαρισαίων. Το Δημοτικό Συμβούλιο επί δημαρχίας Αργυρίου Διδίκα[1]κατά την συνεδρίασή του στις 8 Μαρτίου 1883, θέλοντας να αναδείξει την περιοχή του Αλκαζάρ, να προσελκύσει επισκέπτες και περιπατητές και να δώσει στους μουσικούς μόνιμη υπαίθρια σκηνή, αποφάσισε την ανέγερση "κτιρίου χρησιμοποιηθησομένου ως καφενείου και παρ' αυτώ ενός παραπήγματος όπου θα παιανίζει η Μουσική". Κατασκεύασε μαρμάρινη εξέδρα στο άλσος των Νυμφών (Αλκαζάρ), όπου κατά τις ημέρες των συναυλιών ο κόσμος κατέκλυζε την περιοχή για να απολαύσει μουσική. Την ίδια εποχή μετατέθηκε στη Λάρισα ο ανθυπολοχαγός Λουκάς Καπελμάιερ[2], ο οποίος ανέλαβε αρχιμουσικός της στρατιωτικής μπάντας και παράλληλα έκανε ιδιαίτερα μαθήματα σε νέους αστικών οικογενειών της πόλης, τους οποίους μυούσε στη μουσική, με την εκμάθηση κάποιου μουσικού οργάνου. Η επιτυχία των συναυλιών αυτών υποχρέωσε τον δήμαρχο Κωνσταντίνο Αναστασιάδη να εισηγηθεί στη συνεδρίαση της 4ης Ιουλίου 1896 στο Δημοτικό Συμβούλιο την μεταφορά της εξέδρας από το Αλκαζάρ. Διαβάζουμε από τα πρακτικά: "Εγκρίνει … την μεταφοράν εκ της πλατείας Αλκαζάρ της μαρμαρίνης εξέδρας της μουσικής εις την πλατείαν Δικαστηρίων, την μόνην θέσιν όπου λαμβάνει αναψυχήν ο κόσμος και εν ή συγκεντρούται όλη η Λάρισα και εν ή παιανίζει η Μουσική εις ορισμένας ημέρας της εβδομάδος και ήτις υποπίπτει εις την αντίληψιν των ξένων".
Στη δημοσιευόμενη φωτογραφία του 1915 μπορεί κανείς να πάρει μια ιδέα της εξέδρας που υπήρχε στο κέντρο της πλατείας. Περί το 1930, επί δημαρχίας Μιχαήλ Σάπκα, η εξέδρα απομακρύνθηκε για να αναμορφωθεί η πλατεία Θέμιδος (Δικαστηρίων) με κήπους και δένδρα από τον γεωπόνο Ιωάννη Κατσίγρα, πατέρα του ιατρού και μεγάλου δωρητή της Λάρισας Γεωργίου Κατσίγρα.
Συγκροτημένη μουσική κίνηση αρχίζει να παρουσιάζει η Λάρισα γύρω στα 1900. Με τη διάλυση της στρατιωτικής μουσικής για λόγους υπηρεσιακούς, ο Δήμος Λαρίσης από το 1896 και κατά διαστήματα χορηγούσε διάφορα χρηματικά ποσά, με τα οποία κατόρθωνε να διατηρεί μία ευπαρουσίαστη μουσική από στρατιωτικούς μουσικούς, με διευθυντή τον αρχιμουσικό Λουκά Καπελμάιερ, τον οποίο διαδέχθηκε το 1899 ο Ιωάννης Σαρρέας. Η Δημοτική μουσική έπαιζε κάθε Πέμπτη και Κυριακή διάφορα μουσικά κομμάτια στην εξέδρα της πλατείας Δικαστηρίων. Φαίνεται όμως πως όταν την διεύθυνση ανέλαβε ο Σαρρέας δεν υπήρχε καμία συνοχή στη Μουσική του Δήμου και οι μουσικές απαιτήσεις των Λαρισαίων δεν ικανοποιούνταν από το ρεπερτόριο της μουσικής του Έλληνα μαέστρου. Όταν το 1900 ανατέθηκε και πάλι η διεύθυνση της Δημοτικής Μουσικής στον Καπελμάιερ, ο τοπικός τύπος ανέφερε: "Η Δημοτική μας Μουσική ηξιώθη τέλος πάντων υπό την διεύθυνσιν του κ. Καπελμάγερ ν’ αφήση τα συνήθη γύφτικα μάρς και να παιανίζη εκλεκτά και νέα όλως μουσικά τεμάχια».
Πρέπει να προσθέσουμε ότι σημαντική προσφορά στην ανάπτυξη μουσικής καλλιέργειας στη Λάρισα κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα είχαν και οι καθηγητές Ωδικής που στελέχωναν τα εκπαιδευτήριά της, όπως το Διδασκαλείο, το Γυμνάσιο. το Παρθεναγωγείο και αργότερα το Αρσάκειο. Μουσικοί δάσκαλοι, όπως οι Ευάγγελος Μπαμιέρος, Ιάκωβος Μπέμ, Κ. Χριστόπουλος και άλλοι, μύησαν τους μαθητές και τους σπουδαστές στα μυστικά του πενταγράμμου.
Εκτός από την καθοριστική συμβολή των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στη μουσική κίνηση της πόλης, ήλθε αρωγός και η ιδιωτική πρωτοβουλία, με επί κεφαλής τους Στυλιανό Παπαγεωργίου, Δημ. Αλεξάνδρου, Γεώργ. Μαρκατά και Γεώργ. Σούτσο. Φιλόμουσοι όλοι τους, ίδρυσαν το 1897 σύλλογο «Των Φίλων του Λαού», με σκοπό όπως «αι εργατικαί και λοιπαί τάξεις αποφεύγουσι τον μεμολυσμένον των καφενείων αέρα και σπεύδουσι να μανθάνουν αρκετά μουσικά μαθήματα». Μεταξύ των κλασικών μαθημάτων του συλλόγου, διδάσκονταν εθνικά τραγούδια από τον Μπαμιέρο και εκκλησιαστικοί ψαλμοί από τον ιεροψάλτη Καισάριο[3].
Και έρχεται τρία χρόνια μετά η ίδρυση ενός άλλου μουσικού συλλόγου, ο οποίος εδραίωσε τις μουσικές σπουδές και την μουσική κίνηση στη Λάρισα. Συγκεκριμένα στις 22 Οκτωβρίου του 1900 σε αίθουσα του Διδασκαλείου συγκεντρώθηκε μια ομάδα επώνυμων πολιτών της Λάρισας και αποφάσισαν την ίδρυση σωματείου με την επωνυμία "Μουσικός και Γυμναστικός Σύλλογος Λαρίσης". Σκοπός του ήταν εκτός από την διάδοση της αθλητικής ιδέας, η ενίσχυση του μουσικού αισθήματος και η γνώση της μουσικής, με την ίδρυση μουσικής σχολής και φιλαρμονικής, προς τέρψιν του κοινού.
Το καταστατικό του Συλλόγου αποτελούμενο από 42 άρθρα δημοσιεύθηκε στο υπ’ αριθμ. 63 φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως της 12ης Δεκεμβρίου 1900. Το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου απαρτίσθηκε από ηχηρά ονόματα της εποχής: Πρόεδρος ο μεγαλοκτηματίας Παναγής Χαροκόπος, Αντιπρόεδρος ο δικηγόρος Δημήτριος Γαλανίδη, Γενικός Γραμματέας ο δικηγόρος Νικόλαος Μανωλάκης, και Ταμίας ο γαιοκτήμονας Κωνσταντίνος Καρακίτης.
Από τα πρώτα μελήματα της Διοίκησης του Συλλόγου ήταν η ενοικίαση της οικίας Φραγκούλη, για την στέγαση των γραφείων του και των αιθουσών μουσικής διδασκαλίας.
Επίσης άμεση ενέργεια του Συλλόγου υπήρξε και η διοργάνωση των μουσικών σχολών. Από τον Σεπτέμβριο του 1901 άρχισε η διδασκαλία των μουσικών μαθημάτων. Στους μαθητές οι οποίοι προορίζονταν για να στελεχώσουν την Φιλαρμονική η διδασκαλία γινόταν δωρεάν από τον αρχιμουσικό Λουκά Καπελμάιερ, ενώ οι υπόλοιποι μαθητές πλήρωναν δίδακτρα. Εκείνο όμως που θεωρήθηκε ως σπουδαία επιτυχία της Διοίκησης ήταν η μετάκληση του Γερμανού αρχιμουσικού Ιάκωβου Μπέμ. Ήταν ένας μουσικός δάσκαλος με σπουδαία μόρφωση και εμπειρία και προσλήφθηκε για να διδάξει την μελοδραματική ομάδα που συστάθηκε από τον Σύλλογο.
Κανένας δεν μπορούσε να φαντασθεί την πρωτοφανή επιτυχία που σημείωσε η πρώτη εμφάνιση των μουσικών τμημάτων του Συλλόγου, η οποία πραγματοποιήθηκε τον Μάϊο του 1902 σε ειδική αίθουσα του Διδασκαλείου, με την παρουσία του διαδόχου τότε Κωνσταντίνου. Από τη συναυλία αυτή, η οποία άφησε εποχή και συζητιόταν για χρόνια, αίσθηση προκάλεσε η συμμετοχή χορωδίας, αποτελούμενης από τους Δ. Γαλανίδη, Κ. Χριστοδουλόπουλο, Νικ. Ράπτη, Κ. Καραποστόλου, Ι. Θωμόπουλο και άλλους και τραγούδησε δύο τετράφωνα κομμάτια. Επίσης και η Ιουλία Λογιωτάτου, μετέπειτα σύζυγος του δημάρχου Μιχαήλ Σάπκα, έπαιξε στο πιάνο, με τη συνοδεία βιολοντσέλου από τον μαέστρο Ιακ. Μπέμ "περιπαθέστατον ελεγείον και από μνήμης λαμπρότατον ροντό" .
Από τη μικρή αυτή αναφορά, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η Λάρισα αγκάλιασε ένθερμα την έντεχνη μουσική από την πρώτη στιγμή που έμεινε ελεύθερη το 1881. Η σημερινή ακμή που σημειώνεται στον τομέα αυτό φαίνεται ότι εδράσθηκε πάνω σε στέρεες βάσεις.
--------------------------------------------
[1]. Ο επιχειρηματίας Αργύριος Διδίκας διορίσθηκε τον Οκτώβριο του 1882 από τον Νομάρχη Λαρίσης Θεοχάρη, νέος δήμαρχος στη θέση του παραιτηθέντος φιλέλληνα μουσουλμάνου Χασάν Εφέντη.
[2]. Βλέπε: Γρηγορίου Αλέξανδρος, Λουκάς Καπελμάιερ (1839-1904). Ο πρώτος διευθυντής της Δημοτικής Φιλαρμονικής, εφ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 3ης Απριλίου 2016.
[4]. Από ανέκδοτο χειρόγραφο του φαρμακοποιού Βάσου Κυλικά, επί σειρά ετών προέδρου του Δημοτικού Ωδείου Λάρισας, με τίτλο "Η Μουσική κίνηση της Λάρισας από το 1881 μέχρι το 1935.
* Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com