Σήμερα, θα αναφερθούμε στα σημεία μιας αγαπημένης διαδρομής, ίσως της πλέον ενδιαφέρουσας, αφού στην ευρεία περιοχή του λόφου του Φρουρίου, βρίσκονται τα μεγάλης σπουδαιότητας ιστορικά μνημεία Α’ Αρχαίο θέατρο, Βασιλική του Αγ. Αχιλλείου), καθώς και οι «πυρήνες» της σύγχρονης διασκέδασης και του λιανικού εμπορίου.
Μια Τετάρτη, έχοντας σκοπό να ακολουθήσουμε αυτή τη διαδρομή, ξεκινούμε και συναντούμε το πρώτο σημείο στην πλατεία του Δημάρχου Μπλάνα, με τα υπολείμματα του τείχους της πόλης, τα οποία «ανέβηκαν» στην επιφάνεια, όταν κατασκευαζόταν το υπόγειο Garage αυτοκινήτων. Στη θέση αυτή, υπήρχε και λειτουργούσε για δεκαετίες, η λεγόμενη Νέα Αγορά, με καταστήματα όπως κρεοπωλεία, ψαράδικα, μανάβικα, ουζερί… Εκεί, που ο πατέρας μου, ως λογιστής κάποιων κρεοπωλών, περνούσε και ενημέρωνε τα λογιστικά βιβλία τους, εκείνα τα πέτρινα χρόνια.
Στρίβοντας στην οδό Ελ. Βενιζέλου, όπου μέχρι σχεδόν το τέλος της, δραστηριοποιούνταν επαγγελματίες, διαθέτοντας προϊόντα, κυρίως, για χαμηλών εισοδημάτων αγοραστές. Δεξιά του δρόμου, στο πρώτο στενό, στην οδό Λαπιθών, κυριαρχούσαν τα καροποιεία της πόλης, όπως του Γερογιώκα, ενώ παράλληλα, ήταν και ο τερματικός σταθμός των Καραγωγέων, όταν μετέφεραν με τα κάρα τους τα προϊόντα τους από τα γύρω χωριά, προς πώληση.
Εδώ κατέβηκε και η μητέρα μου, κοριτσάκι τότε δέκα χρονών, για να… βρει το νήπιο αδελφάκι της, τον Νικολάκη, που το έδωσε ο πατέρας της σε κάποια φιλική οικογένεια να το μεγαλώσει, ύστερα από τον θάνατο της γυναίκας του…
Μπαίνοντας στην οδό Παπαφλέσσα, στα πόδια του λόφου κι αφήνοντας πίσω μας τα υπολείμματα του Τούρκικου τζαμιού (Μπαϊρακλή), φτάνουμε στην «κοιλιά» του λόφου του Φρουρίου, εκεί, που η σχετικά πρόσφατη αλλαγή της χρήσης γης και της μετατροπής των παλιών καταστημάτων του εμπορίου σε ταβέρνες και σουβλατζίδικα, όπως και οι πεζοδρομήσεις, αφήνουν απρόσκοπτα… τις οσμές του σύγχρονου τρόπου γαστριμαργικής διασκέδασης να αιωρούνται στους δρόμους… Τα παλιά καταστήματα του χονδρεμπορίου φρούτων-λαχανικών-σιδηρικών, όπως και των ειδών οικιακής χρήσης από λευκοσίδηρο και κάποια σπίτια με το κόκκινο φωτάκι πάνω από την εξώπορτα, αφού απομακρύνθηκε η βρώμα και φωτίστηκαν οι δρόμοι, έγιναν όμορφα και καλαίσθητα εστιατόρια, ταβέρνες και ήσυχα μπαρ. Στα ανήσυχα εφηβικά μας χρόνια, την περιοχή αυτή, όπως και άλλες, που την επισκεπτόμασταν συχνά σε ομάδες, ήταν μέρος της φτωχής νυχτερινής διασκέδασης, η… τσάρκα.
Κάνοντας λίγα βήματα προς τα πάνω, φτάνουμε στην απλωσιά της πλατείας Δημάρχου Λαμπρούλη σήμερα, εκεί όπου κάποτε λειτουργούσε η εβδομαδιαία λαϊκή αγορά της «Τετάρτης», η μοναδική λαϊκή αγορά της πόλης. Ακόμα ηχούν στ’ αφτιά μας οι φωνές των παραγωγών-πωλητών-εμπόρων που διαλαλούσαν την πραμάτεια τους, ενώ οι πολύχρωμες εικόνες του πλήθους και των λογής-λογής προϊόντων, παρέπεμπαν σε ζωγραφικό πίνακα λαϊκού ζωγράφου. Προϊόντα, άλλα ριγμένα σε σωρούς κάτω, άλλα σε τελάρα κι άλλα σε κοφίνια, περίμεναν τον πρόθυμο κι αποφασισμένο πελάτη, ενώ οι ζωηρές κότες, ατίθασες, δεμένες δυο-δυο ή τρεις-τρεις με σπάγγο στα πόδια τους, κακάριζαν ασταμάτητα και προσπαθούσαν να ξεφύγουν από την αιχμαλωσία τους… Κι ο υπάλληλος του Δήμου, αρμόδιος για την απολύμανση των τουαλετών που ακουμπούσαν στον ανατολικό τοίχο του Μπεζεστενιού (αγοράς υφασμάτων στα χρόνια της Τουρκοκρατίας), φορτωμένος στον ώμο το χάλκινο δοχείο με το φάρμακο, ψέκαζε, και το σύννεφο, έφτανε ως τα μάτια και τη μύτη μας… Στον σημερινό χώρο του υπαίθριου Parking των αυτοκινήτων, στη βόρεια πλευρά της πλατείας, καμιά δεκαριά φορτηγά, το ένα δίπλα στο άλλο, με κατεβασμένα τα πίσω παραπέτα τους, γεμάτα πορτοκάλια και μανταρίνια, έκλεβαν τη θέα προς τα Ταμπάκικα (Αμπελοκήπους) και τον αγέρωχο Όλυμπο, χιονισμένο.
Ανεβαίνοντας προς το Κέντρο του Φρουρίου και έχοντας δεξιά το κούφωμα από το Μπεζεστένι, θυμήθηκα τα χρόνια εκείνα, που η περιοχή αυτή, ως πλησιέστερη όαση χαράς από την κεντρική πλατεία, φιλοξενούσε τραγουδιστές (Μητσάρας, Πατέτσος), θέατρο Σκιών (Καραγκιόζης), θερινό κινηματογράφο κι αργότερα το δημοτικό αναψυκτήριο για οικογένειες. Επίσης θυμηθήκαμε, πως, στα πρώτα φοιτητικά μας χρόνια, θέλοντας να φωτογραφίσουμε την πόλη από ψηλά, ανεβήκαμε από μια χωμάτινη ράμπα, πίσω, στη χορταριασμένη οροφή, αφού τότε, το εσωτερικό του, ήταν μπαζωμένο μέχρι πάνω. Πριν οι ψηλές πολυκατοικίες, που κτίστηκαν λίγο αργότερα, κλέψουν τη θέα στο άπλωμα της πόλης, η Λάρισα, προς τα νότια, έφτανε μέχρι το κτήμα του Αβέρωφ, δυτικά μέχρι τον Πέρα Μαχαλά (Ιπποκράτης), ανατολικά μέχρι το Αεροδρόμιο και βόρεια, στους Αμπελόκηπους… Λίγο μετά το Μνημείο, σταματούμε μπροστά στις προτομές, εκεί που βρισκόταν το διώροφο κτίριο του Β` Δημοτικού Σχολείου. Εκεί θυμηθήκαμε, πως την ίδια εποχή, στα μέσα της δεκαετίας του 1960, παρακολουθήσαμε, στην ευρύχωρη αυλή του τις «Όρνιθες», του Αριστοφάνη, από το θίασο του Θεάτρου Τέχνης, του Καρόλου Κουν. Μια παράσταση που έμεινε ιστορική κι ανεπανάληπτη. Κατεβαίνοντας τις σκάλες του Αγ. Αχιλλίου, κατευθυνθήκαμε προς το Άλσος του Αλκαζάρ.
Εκεί, στον χώρο του σημερινού Κηποθέατρου και του… διπλανού σουβλατζίδικου, λειτουργούσε το περίφημο αναψυκτήριο «Αλκαζάρ», το οποίο έπεσε και αυτό, θύμα, στον βωμό της «ανάπλασης» που «εκπόνησε» τότε, η… αριστερών πεποιθήσεων δημοτική Αρχή. Ο γράφων, θυμάται, 10χρονο παιδί, παρακολουθούσε συχνά, σχεδόν κάθε βράδυ το πρόγραμμα του κέντρου, όπου εμφανίζονταν οι μεγαλύτεροι τραγουδιστές της εποχής (Γούναρης, Μαρούδας, Βέμπο, Δανάη…). Στα χρόνια της αποστασίας, το 1965, επίσης, στον ίδιο χώρο, παρακολούθησε και τη Συναυλία που έδωσε ο Μίκης Θεοδωράκης με τραγούδια του Αγώνα για τη Δημοκρατία, ενώ γύρω, ακροβολισμένοι, κάτι περίεργοι τύποι, έβλεπαν και… κατέγραφαν.
Με την ευκαιρία, θα ήθελα να επισημάνω και τα εξής σχετικά:
1ον Την περασμένη Κυριακή, στην ξενάγηση που έγινε από Αρχαιολόγο για τους φίλους του Διαχρονικού Μουσείου στο κέντρο της πόλης, διαπιστώθηκε και κάτι ανεπίτρεπτο…, τουλάχιστον... Το ψηφιδωτό του νάρθηκα στη Βασιλική του Αγ. Αχιλλίου, του 6ου μ.Χ., είναι απροστάτευτο και οι ψηφίδες σιγά-σιγά εξαφανίζονται.
2ο Στην οδό Νίκης, στο Ιουστινιάνειο τείχος που βρέθηκε, είναι και αυτό απροστάτευτο. Ένα τζάμι για το ψηφιδωτό και λίγος μπετονίτης για το τείχος θα τα έσωζε. Ας το έχει υπόψη της η Αρχαιολογική Υπηρεσία, γιατί ειπώθηκε από την Αρχαιολόγο που ξεναγούσε, πως δεν υπάρχουν χρήματα…
Του Τάσου Πουλτσάκη