Ήταν η Λαϊκή της Τετάρτης ή για συντομία "Η Τετάρτη" και για την επιλογή αυτής της ημέρας συμφώνησαν, έπειτα από πολλές διαφωνίες, Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι και Εβραίοι της Λάρισας. Διατηρούνταν μέχρι την δεκαετία του 1980, οπότε καταργήθηκε και σήμερα πραγματοποιείται σε όλες σχεδόν της συνοικίες της Λάρισας "Λαϊκή", σε ξεχωριστές ημέρες καθεμιά.
Από τον Σουηδό περιηγητή καθηγητή Julius Centerwall [1844-1923] ο οποίος επισκέφθηκε τη Λάρισα τον Νοέμβριο του 1886, διασώθηκε η πληροφορία ότι παζάρι γινόταν και εκτός του Λόφου, στην περιοχή που βρίσκεται πριν από την είσοδο της μεγάλης λίθινης γέφυρας του Πηνειού. Ο Βολιώτης φωτογράφος Στέφανος Στουρνάρας αποτύπωσε το παζάρι αυτό είκοσι περίπου χρόνια μετά την περιγραφή του Σουηδού, σε χρωμολιθόγραφο επιστολικό δελτάριο το οποίο κυκλοφόρησε πριν το 1910. Είναι αυτό που συνοδεύει το σημερινό κείμενο.
Ο Julius Centerwall γεννήθηκε το 1844. Ανατράφηκε και σπούδασε στην Ουψάλα. Διέπρεψε σαν λόγιος και εργάσθηκε με μεγάλο ζήλο για να προωθήσει τις κλασικές σπουδές στην πατρίδα του. Το 1886 αποφάσισε να επισκεφθεί την Ελλάδα και στο μικρό χρονικό διάστημα που παρέμεινε στη χώρα μας, προχώρησε και προς τη Θεσσαλία όπου πρόλαβε να επισκεφθεί μόνο τον Βόλο και τη Λάρισα. Ενώ βρισκόταν εδώ αρρώστησε. Προσβλήθηκε από τους ελώδεις πυρετούς οι οποίοι ενδημούσαν τότε στον θεσσαλικό κάμπο, διέκοψε την περιήγησή του και κατέφυγε στα παράλια της Ιωνίας όπου ανάνηψε.
Το 1888, δημοσίευσε στη Στοκχόλμη τις εντυπώσεις του σε βιβλίο με τον τίτλο «Fraan Hellas och Levanten», δηλαδή «Από την Ελλάδα και την Ανατολή». Στο οδοιπορικό αυτό καταγράφει την κατάσταση που βρήκε στη Θεσσαλία, περιγράφει την καθημερινή ζωή των κατοίκων της και κάνει συχνές αναφορές στα ήθη, τα έθιμα, τις διαφορετικές ενδυμασίες, και άλλα στοιχεία που τον εντυπωσίασαν. Με βάση τις πληροφορίες αυτές το οδοιπορικό του μας προσφέρει πολλά νέα στοιχεία για τη Λάρισα των πρώτων μεταπελευθερωτικών χρόνων.
Σήμερα θα εστιάσουμε την αναφορά μας στο μικρό παζάρι της Λάρισας που αναφέραμε. Φαίνεται ότι δεν θα είχε την έκταση, την οργάνωση και τον πλούτο σε αγαθά που είχε το παζάρι στον Λόφο, γι' αυτό και δεν μας είναι γνωστό από τις πηγές. Γράφει Centerwall:
"Για να αποκτήσει κάποιος μια πραγματική εικόνα πολιτισμού στη Λάρισα πρέπει να επισκεφθεί το «Παζάρι»[1]. Πρόκειται για τη συνοικία η οποία απλώνεται στη βάση του Λόφου του Φρουρίου, στο οποίο τοποθετείται η θέση της ακρόπολης της αρχαίας πόλης. Στο παζάρι, μέσα σε σανιδένιες πρόχειρες παράγκες ή ακόμα και έξω στο ύπαιθρο αναπτύσσεται η αγορά, στην οποία οι κάτοικοι πωλούν τα προϊόντα τους και αγοράζουν ξένα. Επειδή στους περισσότερους πωλητές του παζαριού κυριαρχεί το κόκκινο φέσι, γίνεται φανερό ότι εδώ υπερτερεί το τουρκικό στοιχείο. Όμως πόση ζωντάνια και τι φωνές κυριαρχούν σ’ αυτή την αγορά! Το πλήθος που την κατακλύζει είναι τόσο μεγάλο ώστε μερικές φορές είναι αδύνατο να προχωρήσεις. Κρέας, χόρτα και ιδιαίτερα το κουνουπίδι και άλλα σαλατικά, φρούτα με λαμπερά μεσογειακά χρώματα, μεγάλα καρβέλια ψωμί, χαλβάς, λουκούμια, ποικιλία από μοσχομυρισμένα τούρκικα γλυκά, λαχταριστά ψάρια, ασπρόψαρα με γυαλιστερά λέπια, από τον γειτονικό Σαλαμβριά[2], πρόβεια σφαχτά άπαχα, εντόσθια κάθε είδους με τα οποία μαγειρεύουν μια νόστιμη πηκτή, είναι μερικά από την ποικιλία των τροφίμων τα οποία προσφέρονται στο πολύβουο αυτό παζάρι. Κόσμος πολύς με τις ανατολίτικες φορεσιές του συνωστίζεται ανάμεσα στις παράγκες και τους πρόχειρους πάγκους. Επικρατεί χαρακτηριστικά η ελληνική φουστανέλα και η αρβανιτορωμαίικη κάπα των βοσκών. Στις πλαγιές του Φρουρίου κάθονται κάτω στο χώμα βλάχες από την Πίνδο, με κάποια διάχυτη μελαγχολία στο βλέμμα τους. Η μητρική γλώσσα των Κουτσόβλαχων αυτών είναι η ρουμανική[3]. Τα ελληνικά τα ομιλούν χειρότερα και από τον ξένο που προέρχεται από τη Σουηδία και διαπραγματεύεται μαζί τους τα πολύχρωμα χειροτεχνήματά, όπως χράμια, πλεχτά γάντια, τσουράπια και πολλά άλλα αντικείμενα που πωλούν…
Για τους αλλοδαπούς επισκέπτες η πιο αξιοπερίεργη γωνιά του παζαριού είναι το στέκι των ραφτάδων και των χρυσοκέντητων υφασμάτων. Εδώ ράβονται σχεδόν όλα τα είδη των ενδυμασιών που συναντάει κανείς στα Βαλκάνια, έτσι ώστε σε λίγες ώρες θα μπορούσε κανείς να συγκροτήσει ένα πλήρες εθνογραφικό μουσείο".
Στο κάτω μέρος της φωτογραφίας που δημοσιεύεται αποτυπώνεται το παζάρι του Τσούγκαρι. Οι πωλητές έχουν συγκεντρωθεί στα άκρα του δρόμου, ενώ το κέντρο του είναι ανοιχτό για να κινούνται οι αγοραστές και οι περαστικοί. Η αγορά είναι υπαίθρια, τα εμπορεύματα κείτονται στον δρόμο, η κίνηση είναι αραιή και το παζάρι φαίνεται ότι επεκτείνεται κεντρικότερα προς την οδό Μακεδονίας (Βενιζέλου). Στο επάνω μέρος της φωτογραφίας διακρίνονται τα κτίρια της νότιας πλευράς του λόφου. Ανάμεσά τους προέχει ο μεγάλος όγκος από το χάνι του Σαχίνη, το οποίο την περίοδο της λήψεως της φωτογραφίας μόλις είχε μετατραπεί σε φυλακές.
[1]. Όπως αναφέρθηκε η λαϊκή αυτή αγορά που γινόταν τότε στον ανοιχτό χώρο πριν από την είσοδο της γέφυρας, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το άγαλμα του αλόγου, έφθανε μέχρι και την περιοχή του Τσούγκαρι. Η περιοχή του Τσούγκαρι αδρά ορίζεται από τους σημερινούς δρόμους Βενιζέλου-Ηφαίστου-Μανωλάκη μέχρι την γέφυρα
[2]. Σαλαμβριάς είναι η μεσαιωνική ονομασία του Πηνειού. Η ονομασία αυτή πρωτοπαρουσιάζεται στην "Αλεξιάδα" της Άννας Κομνηνής και επικράτησε στις συνομιλίες των απλών κατοίκων της Ανατολικής Θεσσαλίας μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα.
[3]. Εδώ ο περιηγητής σφάλλει. Μπορεί η βλάχικη γλώσσα να έχει ομοιότητες με την ρουμανική αλλά ως γνωστόν είναι προφορική και έχει πολλά λατινογενή στοιχεία.
* Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com