Ένα χρόνο πριν, το Φεβρουάριο του 1945, μετά την αιματοχυσία των Δεκεμβριανών, είχε υπογραφεί η συμφωνία της Βάρκιζας .
Και τα δύο μέρη, η κυβέρνηση και ο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, είχαν κάνει ό,τι ήταν δυνατό για να την υπονομεύσουν. Η μεν κυβέρνηση, παρόλο που είχε υπογραφεί αμνηστία, ανεχόταν ή ενθάρρυνε τις διώξεις αριστερών από παραστρατιωτικές οργανώσεις στις τάξεις των οποίων υπήρχαν αρκετοί ακροδεξιοί εγκληματίες του ποινικού δικαίου, όπως επίσης και πρώην συνεργάτες των ναζί. Ο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ από την πλευρά του, παρόλο που είχε συμφωνηθεί αφοπλισμός των ενόπλων τμημάτων του, είχε κρύψει σημαντικό αριθμό όπλων για το ενδεχόμενο επόμενου γύρου στρατιωτικών συγκρούσεων.
Η ίδια η προκήρυξη των εκλογών στις 31 Μαρτίου του 1946 αποτελούσε παραβίαση της συμφωνίας της Βάρκιζας, αφού προβλεπόταν πρώτα λύση του πολιτειακού θέματος με δημοψήφισμα και μετά εκλογές. Η λεγόμενη «λευκή τρομοκρατία» της μιας πλευράς απαντήθηκε με απόφαση από την ηγεσία του ΚΚΕ για αποχή στις εκλογές. Το αποτέλεσμα ήταν η πλήρης πόλωση του ελληνικού λαού, αφού όσοι δεν ψήφισαν, μπήκαν και επίσημα πλέον στη μαύρη λίστα των αρχών.
Η ένοπλη επίθεση την παραμονή των εκλογών από άντρες του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στο σταθμό της χωροφυλακής του Λιτοχώρου, άνοιξε την πρώτη πράξη της τραγωδίας που ακολούθησε. Να σημειώσουμε εδώ ότι σπάνια ένας εμφύλιος πόλεμος παραμένει μια εσωτερική σύρραξη σε ένα λαό όπως υποδηλώνει η λέξη. Αυτό έγινε και στη χώρα μας. Μικρότερο ή μεγαλύτερο ρόλο έπαιξαν η Αγγλία, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Σοβιετική Ένωση, η Γιουγκοσλαβία, η Βουλγαρία και η Αλβανία.
Οι δυο αντίπαλες παρατάξεις δεν είχαν, από ένα σημείο και μετά, κανένα σημείο συνεννόησης. Την ίδια στιγμή είχαν ανοιχτή γραμμή επικοινωνίας και συνεργασίας με ξένες χώρες. Η κυβέρνηση με τους Άγγλους και τους Αμερικανούς. Το ΚΚΕ με τη Σοβιετική Ένωση και τα «αδελφά» κόμματα των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Ο πόλεμος πήρε τελικά μορφή, αγριότητα και διάρκεια που ίσως κανένας από τους τότε πρωταγωνιστές δε φανταζόταν. Ο εμφύλιος πόλεμος έχει κάποια χαρακτηριστικά που τον διαφοροποιούν από τους πολέμους μεταξύ λαών. Είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς «καλούς» και «κακούς». Πού είναι το δίκιο και πού το άδικο. Που σταματάει η γενναιότητα και πού αρχίζει η φρίκη, η απανθρωπιά και η εκδικητικότητα. Πού σταματάει η όποια ιδεολογία και πού αρχίζουν τα προσωπικά συμφέροντα και εγκλήματα .
Υπήρχαν τρόποι να μη ξεκινήσει αυτή η συμφορά αλλά οι τότε ηγεσίες δε μπόρεσαν ( ή δεν ήθελαν ) να βρουν πού είναι το φρένο. Τι θα είχε συμβεί για παράδειγμα, αν η τότε κυβέρνηση Σοφούλη είχε αποδεχθεί το αίτημα της Αριστεράς και του Κέντρου για εκλογές αργότερα, αφού ξεκαθαριζόταν το πολιτειακό ζήτημα και ομαλοποιούνταν η πολιτική ζωή της χώρας; Ποια θα ήταν η εξέλιξη της μεταπολεμικής ιστορίας μας, αν η ηγεσία του ΚΚΕ είχε προτιμήσει αντί της αποχής, τη συμμετοχή στις εκλογές και τη συνεργασία με τις υπόλοιπες δυνάμεις της τότε αριστεράς; Αλήθεια, ποιο θετικό αποτέλεσμα περίμεναν οι ηγέτες του ΚΚ από την αποχή, πέρα από τον αποκλεισμό του μεγαλύτερου μέρους της αριστεράς από την κοινοβουλευτική και πολιτική ζωή της χώρας; Τι δείχνει η ελληνική ιστορία των τελευταίων διακοσίων χρόνων; Κάθε φορά που δε μπορούμε να έχουμε ως κόμματα και ως οπαδοί μια ελάχιστη βάση συνεννόησης έναντι των μεγάλων εθνικών προβλημάτων, η πραγματικότητα και τα γεγονότα αποκτούν μια δική τους ανεξέλεγκτη δυναμική.
Τότε ο «σοφός ελληνικός λαός» αφημένος στα πάθη του, είναι ικανός για τα μεγαλύτερα εγκλήματα εις βάρος του γείτονα, του συμπατριώτη, του αδελφού, οποιουδήποτε έχει διαφορετικές απόψεις. Ας το έχουν αυτό υπόψη τους οι σημερινοί πολιτικοί μας ηγέτες. Όταν συνομιλούν για σημαντικά εθνικά ζητήματα, ας θυμούνται τους διχασμούς που έχουν προηγηθεί και τις καταστροφές που ακολούθησαν και ας κρατούν τόνους χαμηλούς . Όσο για μας τους απλούς πολίτες, έχουμε τη δύναμη με τη ψήφο μας να στείλουμε στο σπίτι τους πολιτικούς που με βερμπαλισμούς και προσωπικές προσβολές στους αντιπάλους δείχνουν ότι αντιμετωπίζουν την πολιτική ως φτηνή θεατρική επιθεώρηση ή ως τηλεοπτικό survivor. Μια τακτική που σε κρίσιμες καταστάσεις οδηγεί κατευθείαν σε εθνικές καταστροφές.
Από τον Ηρακλή Τσιάμαλο