--Ο HenriTurot, στο βιβλίο του «L’ insurrection cretoiseetlaguerre Greco-Turque», γράφει για την πόλη: «Η μικρή πολιτεία της Λάρισας είναι πολύ ενδιαφέρουσα! Έχει κρατήσει την τούρκικη όψη της και λαμποκοπά στον ήλιο, υψώνοντας προς τον φωτεινό ουρανό, τις μυτερές κορυφές των μιναρέδων της. Αποθαυμάζω τις όχθες του Πηνειού, όπου είναι κτισμένα χαριτωμένα σπίτια, με όμορφους κήπους και τη γραφικότατη γέφυρα, με το κομψό τζαμί στη μια άκρη της. Θα φαντάζεστε ασφαλώς πόση ζωντάνια έδινε στην πόλη η παρουσία δεκάδων χιλιάδων στρατιωτών, η ασταμάτητη προσέλευση εθελοντών, το πέρασμα των παλληκαριών… Τα ξενοδοχεία είναι κατάμεστα, όπως και οι δρόμοι και δεν θα είχα που να μείνω, αν δεν μεριμνούσε για μένα ο στρατηγός Μακρής, ο οποίος με δέχθηκε πολύ εγκάρδια».
--Ο Clive Bigham, ανταποκριτής των Times του Λονδίνου στο τουρκικό μέτωπο, έφθασε στη Λάρισα με την είσοδο των τουρκικών στρατευμάτων στην πόλη και στο βιβλίο του “With the Turkish Armyin Thessaly”, γράφει: «Η Λάρισα, ή Γενή Σεχήρ [Νέα Πόλη] όπως την ονομάζουν οι Τούρκοι, είναι μια όμορφη πόλη, η οποία βρίσκεται στο κέντρο μιας ιστορικής πεδιάδος, και η οποία οριοθετείται από τον Όλυμπο, την Όσσα και το Πήλιο. Βόρεια ο Πηνειός ποταμός κατέρχεται ορμητικός και μέσω της κοιλάδος των Τεμπών εκβάλλει στη θάλασσα… Τα ίχνη της κλασικής περιόδου της πόλεως έχουν σχεδόν ολοκληρωτικά εξαφανισθεί και η πυκνή και δεσπόζουσα παρουσία των μιναρέδων επιβεβαιώνει την αντίληψη ότι ο ισλαμισμός παραμένει ακόμη για τα καλά στη Θεσσαλία. Το πράσινο τζαμί[1]κοντά στη δυτική πύλη, υπερέχει σε αρχιτεκτονική ομορφιά από οτιδήποτε άλλο στην πόλη και αυτό οφείλεται στα ενδιαφέροντα μωαμεθανικά στοιχεία που εμφανίζει. Ο έλληνας αγρότης εδώ φοράει τα ρούχα της περιοχής, τα οποία δεν διαφέρουν από του εργάτη. Έπειτα και ο σύγχρονος έλληνας πολίτης είναι τόσο απογοητευτικός στην εμφάνισή του, όπως είναι και στις ιδέες του και δεν μπορεί να συγκριθεί καν με έναν τίμιο και αξιοπρεπή τούρκο έμπορο. Βρήκα πολλούς έλληνες λιποτάκτες και στη Λάρισα και στο Βόλο, οι οποίοι ήταν αρκούντως προετοιμασμένοι να συζητήσουν τα σφάλματα και την ανικανότητα των στρατηγών τους, αλλά και εξ’ ίσου απρόθυμους να πολεμήσουν με τον στρατό τους».
--O Kinnaird Rose, απεσταλμένος του πρακτορείου Reuterστο βιβλίο του «With the Greeks in Thessaly» την περιγράφει την πόλη μας εκτενέστερα: «Φθάσαμε στη Λάρισα κάπου μεταξύ πέντε και έξι το απόγευμα. Επειδή ο σιδηροδρομικός σταθμός απέχει περίπου ένα μίλι από την πόλη, ο επισκέπτης μπορεί να έχει μια γενική άποψη της Λάρισας καθώς κατευθύνεται από τον σταθμό προς το μέρος της. Εκ πρώτης όψεως η πόλη έχει ανατολίτικη εμφάνιση, με τριάντα μιναρέδες, οι οποίοι προβάλουν τα μυτερά και κυλινδρικά σχήματά τους πάνω από τα πυκνοκατοικημένα σπίτια. Κάποια εποχή η Λάρισα περιβαλλόταν από ισχυρά τείχη. Διακρίνονται ακόμη τα θεμέλια των γωνιαίων οχυρών, ενώ η περιμετρική τάφρος δεν έχει καλυφθεί τελείως. Έξω από τα τείχη, στο δυτικό άκρο της πόλεως, βρίσκονται οι στρατώνες οι οποίοι μπορούν να φιλοξενήσουν μέχρι και 8.000 στρατιώτες. Το πλέον χαρακτηριστικό όμως στοιχείο της Λάρισας είναι η ακρόπολή της, επάνω στην οποία βρισκόταν ένα αμφιθέατρο[2] όταν η πόλη ήταν πρωτεύουσα της αρχαίας Θεσσαλίας. Μερικά ίχνη του αμφιθεάτρου είναι εμφανή ακόμη και σήμερα. Η ακρόπολη είναι κτισμένη επάνω σε ένα βράχο, ο οποίος από την μια πλευρά είναι απόκρημνος και από την άλλη είναι βατός. Η προσέγγιση σ’ αυτήν γίνεται από τη δυτική πλευρά με μια ομαλή ανηφόρα, ενώ στα βόρειο-ανατολικά έχει κλίση απότομη, κρημνώδη, με μιαν απέραντη όμως ορατότητα στην πεδιάδα έως τον Τύρναβο και τα στενά της Μελούνας. Ένα τραχύ μονοπάτι στη νότιο-δυτική πλευρά οδηγεί κατ’ ευθείαν κάτω, στις όχθες του Πηνειού, ο οποίος εδώ περνά κάτω από μια παλιά όμορφη γέφυρα με εννιά οξυκόρυφες αψίδες. Η πόλη περιλαμβάνει μια τούρκικη συνοικία όπου ζούσαν 1.500 περίπου Τούρκοι, οι οποίοι παρά τον πολεμικό πυρετό, μετακινούνταν ελεύθερα και ανενόχλητα, ανάμεσα στον ετερόκλητο χριστιανικό πληθυσμό.
Κατά την άφιξή μου η Λάρισα κατεχόταν από πολεμικό παροξυσμό. Οι δρόμοι είχαν κατακλυσθεί από στρατιώτες και επιστρατευμένους. Όλοι, άσχετα εάν φορούσαν ή όχι στολή –και υπήρχε μια ατέλειωτη ποικιλία γραφικών ενδυμασιών – είχαν μια φυσιγγιοθήκη με εκατόν πενήντα και περισσότερα φυσίγγια και ένα τουφέκι κρεμασμένο στον ώμο τους. Το επίκεντρο της κίνησης βρισκόταν στη μεγάλη πλατεία, μπροστά από το δικαστικό μέγαρο, το οποίο είχε μετατραπεί σε στρατώνα. Εκεί οι «γενναίοι» του καφέ και του ούζου (ενός ποτού οινοπνευματώδους με γεύση μαστίχας), φλυαρούσαν για την επικείμενη προέλαση του ελληνικού στρατού μέχρι τη Θεσσαλονίκη. Η πόλη ήταν γεμάτη από στρατιωτικούς όλων των βαθμίδων, γι’ αυτό και με δυσκολία κατόρθωσα να εξασφαλίσω κατάλυμα για τη νύκτα στο σπίτι ενός Έλληνα ξυλουργού. Στη συνέχεια όμως εγκατέστησα το επιτελείο μου σε ένα δωμάτιο του ξενοδοχείου «Όλυμπος»[3]. Επισκέφθηκα το στρατηγείο του διαδόχου, το οποίο βρισκόταν στην ανατολική πλευρά μιας όμορφης πλατείας, η οποία γειτόνευε με την τούρκικη συνοικία… Από την έδρα του πρίγκιπα κατευθύνθηκα αμέσως προς την ακρόπολη, απ’ όπου μπορούσες να έχεις, μέσα στην υπέροχη καθαρή ατμόσφαιρα, μια μεγαλόπρεπη θέα της παραμεθόριας οροσειράς… Από την ακρόπολη προχώρησα και κατευθύνθηκα προς τη γέφυρα η οποία διασχίζει τον Πηνειό, την πέρασα και βρέθηκα στον τεράστιο χώρο εξασκήσεως των ελληνικών στρατευμάτων.»
--Ο Louis Fuster, Γάλλος εθελοντής συνόψισε τις εμπειρίες του σε βιβλίο με τίτλο «Guerre Greco-turque. Journal d’ un Volontaire», το οποίον εξέδωσε το 1897 στο Montpellier. Εκεί αναφέρεται για τη Λάρισα ότι: «… είναι μια άσχημη πόλη, η οποία έχει διατηρήσει την τούρκικη μορφή της. Είναι βρώμικη, με στενούς ανασκαμμένους δρόμους και χαμηλά σπίτια».
Στη συνέχεια θα αναφέρουμε και τις εντυπώσεις δύο Ελλήνων οι οποίοι βρέθηκαν στο μέτωπο του πολέμου του 1897.
--Ο Τρύφων Ευαγγελίδης, καθηγητής και ιστορικός συγγραφέας, στο βιβλίο του «Ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος», το οποίο εκδόθηκε στην Αθήνα το 1897, γράφει για τη Λάρισα μεταξύ άλλων:«… η πόλις έχει μεν αληθώς μεγάλην έκτασιν, αλλά τας οδούς ως επί το πλείστον στενάς, σκολιάς και επεστρωμένας δια λίθων (καλδιρήμι), τας δε οικίας αραιάς…». Και συνεχίζει ότι είχε την εποχή εκείνη είκοσι επτά μουσουλμανικά τεμένη, δύο εβραϊκές συναγωγές και πέντε χριστιανικούς ναούς, ενώ διέθετε πέντε ελληνικά δημοτικά σχολεία και γυμνάσιο.
--Ο Πέτρος Βρυζάκης ήταν έφεδρος ανθυπολοχαγός του ελληνικού στρατού στον πόλεμο και στο βιβλίο του «Πολεμικαί εικόνες» (1898) γράφει: «Εις την Λάρισαν, τήν κατόπιν τόσον ατυχή ηρωίδα, αλλά τότε άχαριν δι’ ημάς και απέραντον πόλιν, χωρίς καν έν θέλγητρον, αι ωραιότεραι στιγμαί μου ήσαν όταν ήμην εις τον λόχον μου… Η Λάρισα κατά την περίοδον ταύτην είχεν όψιν εξόχως στρατιωτικήν. Κατά τας ώρας καθ’ άς ο στρατός επιστρέφων εκ των ασκήσεων επλημμύρει την πόλιν, οι ολίγοι πολίται της εχάνοντο εν μέσω του πλήθους των στρατιωτικών στολών. Την μεσημβρίαν συνεκεντρούντο όλοι οι αξιωματικοί εις το παρά την πλατείαν ξενοδοχείον «Όλυμπος» προς δείπνον. Που και που εφαίνετο κανείς πολίτης και ιδίως ανταποκριταί ευρωπαϊκών εφημερίδων. Εκυριάρχει το στρατιωτικόν στοιχείον εκ του οποίου έβριθον τα τραπέζια.»
--------------------------------------------------------------------------------------------
[1]. Εννοεί το τζαμί του Χασάν μπέη. Είναι ο μοναδικός δημοσιογράφος απ’ όσο ξέρω που το ονομάζει πράσινο τζαμί, ίσως σε αντίθεση με το μπλε τζαμί της Κωνσταντινουπόλεως όπου στο εσωτερικό του κυριαρχεί το μπλε χρώμα, ενώ στης Λάρισας το πράσινο από το χαρακτηριστικό πράσινο μάρμαρο της Χασάμπαλης από το οποίο είχαν λαξευθεί οι κίονές του.
[2]. Φυσικά εννοεί το αρχαίο θέατρο, το οποίο ήταν καλυμμένο από κατοικίες και την περίοδο εκείνη.
[3]. Βρισκόταν στην βορειοδυτική γωνία των σημερινών οδών Παπαναστασίου και Κύπρου, απέναντι από το κτίριο της Εθνικής Τράπεζας, η οποία δεν είχε κτισθεί ακόμη.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com