Ένα πραγματικό στολίδι για την πόλη. Η Εθνική ήταν από τις πρώτες, αν όχι η πρώτη Τράπεζα, που ίδρυσε υποκατάστημα στη Λάρισα. Η Κεντρική Διοίκησή της στην Αθήνα λίγους μήνες μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας από τους Τούρκους το 1881 αποφάσισε να ιδρύσει υποκατάστημα στη θεσσαλική πρωτεύουσα. Κτίρια κατάλληλα για να στεγασθούν μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δεν υπήρχαν στην πόλη μας την εποχή εκείνη. Αρχικά ενοικιάσθηκε η κατοικία του Αχιλλέα Λογιωτάτου[1] για να στεγασθεί. Βρισκόταν στην οδό Μ. Αλεξάνδρου, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το εγκαταλειμμένο ξενοδοχείο «Άνεσις». Στο ισόγειο της κατοικίας αναπτύχθηκαν τα γραφεία της Τράπεζας, ενώ στον όροφο έμενε η οικογένεια του διευθυντού του υποκαταστήματος. Επειδή το οίκημα Λογιωτάτου δεν παρείχε μεγάλη ασφάλεια για τα ταμεία της Τράπεζας, λέγεται ότι τα βράδια κατέβαζαν τις τεράστιες μπάρες πίσω από την πόρτα του ισογείου, ενώ ένας ένοπλος νυκτοφύλακας μισθωμένος από την Τράπεζα περιπολούσε τον χώρο. Μετά την αποχώρηση των Τούρκων την άνοιξη του 1898 από την προσωρινή κατοχή της Λάρισας διευθυντής του υποκαταστήματος διορίσθηκε ο Γεώργιος Δεσύπρης[2], ο οποίος έμεινε στη Λάρισα μέχρι το θάνατό του το 1912.Στο οίκημα Λογιωτάτου το υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας παρέμεινε μέχρι το 1907.
Όμως από τις αρχές του 20ου αιώνα η Τράπεζα αποφάσισε την κατασκευή ιδιόκτητου υποκαταστήματος στη Λάρισα. Για τον λόγο αυτό αγόρασε από τους δερβίσηδες τον τεκέ του Κουρά Εφέντη[3], ο οποίος βρισκόταν στη γωνία των οδών Αλεξάνδρας (Κύπρου) και Ακροπόλεως (Παπαναστασίου), καθώς και τα γύρω κτίσματα τα οποία κατεδάφισε όλα για να ανεγείρει στη θέση αυτή το νέο της κτίριο. Η εφημερίδα ΜΙΚΡΑ της Λάρισας της 23ης Οκτωβρίου 1905 αναφέρει ότι τη μελέτη του έργου κατασκευής του κτιρίου της Εθνικής Τράπεζας εκπόνησε ο Αθηναίος μηχανικός Μπαλάνος, ενώ η ίδια εφημερίδα δύο περίπου χρόνια αργότερα, στις 17 Ιουνίου 1907, γράφει ότι το κτίριο εγκαινιάσθηκε τον Ιούνιο του 1907 και συμπληρώνει: «Από της παρελθούσης εβδομάδος το ενταύθα Υποκατάστημα της Εθνικής Τραπέζης εγκατεστάθη εις το όπισθεν των πυρποληθέντων Δικαστηρίων[4]λαμπρόν μέγαρον, το οποίον ιδίαις δαπάναις η Τράπεζα ωκοδόμησεν».
Όπως φαίνεται και από τη φωτογραφία, η λήψη της οποίας προσδιορίζεται στη δεκαετία 1910-1920, ολόκληρο το οικοδόμημα ήταν μια τριώροφη οικοδομή με υπόγειο. Το ισόγειο φιλοξενούσε τα γραφεία και τις διάφορες υπηρεσίες της Τράπεζας, ενώ στον επάνω όροφο βρισκόταν η κατοικία του διευθυντού. Στους χώρους αυτούς έζησε και ο Μ. Καραγάτσης, όταν διευθυντής της Τράπεζας ήταν ο πατέρας του Γεώργιος Ροδόπουλος. Πολλές φορές στα διαμερίσματα αυτά φιλοξενήθηκαν και υψηλά πρόσωπα (μέλη βασιλικής οικογένειας, πολιτικοί, αξιωματούχοι, κλπ). Ο τρίτος όροφος αποτελείτο από επίμηκες υπερώο, με τριγωνική αετωματική πρόσοψη.
Όλη όμως η ομορφιά του κτίσματος επικεντρωνόταν στο νεοκλασικό προστώο του ισογείου το οποίο έβλεπε προς την πλευρά της πλατείας. Δύο ορθογώνιοι κίονες στο κέντρο διαμόρφωναν στην κεντρική είσοδο τοξοστοιχία μέσω της οποίας, με τη βοήθεια μικρής μαρμάρινης σκάλας, εισέρχονταν οι πολίτες στα ενδότερα του κτιρίου. Πάνω απ’ αυτήν υπήρχε ο μακρόστενος εξώστης του πρώτου ορόφου, τον οποίο συγκρατούσαν τέσσερα μαρμάρινα φουρούσια. Στα μαρμάρινα κιγκλιδώματα του εξώστη αυτού υπήρχε η επιγραφή ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ. Τα ανοίγματα του ισογείου (παράθυρα και πόρτες) ενισχύονταν με πυκνές και ισχυρές σιδεριές, ενώ των άλλων ορόφων ήταν ελεύθερα. Ολόκληρο το κτίριο αντανακλούσε αισθητική ομορφιά και κομψότητα, ιδιαίτερα στην πρόσοψη.
Ο σεισμός του 1941 επέφερε στο κτίσμα αρκετές ζημιές, οι σοβαρότερες των οποίων εμφανίσθηκαν στο υπερώο του τρίτου ορόφου, το οποίο τελικά κατεδαφίσθηκε. Από τα χρόνια της κατοχής αντίκριζε κανείς από την πλατεία πάνω στην ταράτσα του κτιρίου της Τράπεζας την σειρήνα η οποία ειδοποιούσε τους Λαρισαίους για τυχόν επικείμενες εχθρικές αεροπορικές επιδρομές και όχι μόνον. Μ’ αυτή τη μορφή λειτούργησε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960, οπότε ή διοίκηση της Τράπεζας προχώρησε την κατεδάφιση ολόκληρου του κτιρίου. Στη θέση του οικοδομήθηκε το σημερινό τσιμεντένιο κτίριο, επενδυμένο με μαρμάρινες πλάκες, ένας τεράστιος κύβος αισθητικά αδιάφορος. Θα ήθελα να σας συστήσω να συγκρίνετε το σημερινό κτίριο της Τράπεζας με το προπολεμικό νεοκλασικό τη φωτογραφίας και να βγάλετε μόνοι τα συμπεράσματά σας…
[1]. Ο Αχιλλεύς Λογιωτάτου (1847-1896) σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο Αθηνών και ήταν εγγονός του λόγιου Ιωάννη Οικονόμου-Λογιωτάτου. Διετέλεσε δήμαρχος Λαρίσης από τον Σεπτέμβριο του 1895 μέχρι τον θάνατό του και το 1888 για ένα μικρό διάστημα βουλευτής.
[2]. Ήταν μια πολυσχιδής προσωπικότητα και συγχρωτίσθηκε στενά με την τοπική κοινωνία σε πολλούς τομείς. Μία από τις κόρες του, η Μαρία Δεσύπρη (Αθήνα 1892-Αθήνα 1976) τελείωσε το 1909 το Αρσάκειο της Λάρισας και το 1923 παντρεύτηκε τον Αλέξανδρο Σβώλο, καθηγητή πανεπιστημίου και πολιτικό. Η ίδια εξελέγη μεταπολεμικά βουλευτής με την ΕΔΑτο 1958 και το 1961. Από τον καιρό που ήταν ακόμη νέα και ζούσε στη Λάρισα, πρωτοστατούσε στο φεμινιστικό κίνημα.
[3]. Παπαγιαννόπουλος Ιωάννης, Επαρχία Λαρίσης, Θεσσαλικά Χρονικά, έκτακτος έκδοσις επ’ ευκαιρία της πεντηκονταετηρίδος (1881-1931) από της απελευθερώσεως της Θεσσαλίας. Πανηγυρικός τόμος της Ιστορικής Λαογραφικής Εταιρείας Θεσσαλών, Αθήναι (1935) σ. 282 και Στεργιόπουλος Δημ., Μνημεία Μουσουλμανικής Ιστορίας και Τέχνης στο νομό Λάρισας, εφ. Λαρισαϊκή Ηχώ της 11ης Μαρτίου 1985.
[4]. Στη ΒΔ γωνία επί της Πλατείας Θέμιδος, βρισκόταν το θαυμάσιο νεοκλασικό κτίριο των Δικαστηρίων (Θέμιδος Μέλαθρον), κτίσμα της τουρκοκρατίας (1874), το οποίο αποτεφρώθηκε από πυρκαγιά στις 14 Ιανουαρίου 1905. Κατεδαφίσθηκε τον Οκτώβριο του 1907 και έτσι διαμορφώθηκε ο τεράστιος σημερινός χώρος ο οποίος αποτελεί την μεγάλη Κεντρική Πλατεία της Λάρισας.
Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com