Η Ιέρεια της δημώδους ποίησης, πάντα καταγράφει με ενάργεια, στιγμές πόνου, θλίψης και απελπισίας. Αλλά και στιγμές χαράς και δόξας και του μεγαλείου του λαού μας.
Ο δημοτικός ποιητής, αυτός ο ανώνυμος γλωσσοπλάστης, με τη γλώσσα της κάθε εποχής και του κάθε τόπου, καθώς και με τη θεϊκή του έμπνευση, συνοπτικά, αλλά και με σαφήνεια, με νοητική ενάργεια και συγκλονιστική συναισθηματική φόρτιση, εκφράζει κάθε φορά τον παλμό της ελληνικής ψυχής.
Η λαϊκή αυτή Μούσα, που με τη γλώσσα του ανώνυμου ποιητή δίνει ψυχή και λαλιά, σε βουνά και θάλασσες, σε μπόρες και χαλάζι. Παρηγορεί τους πικραμένους. Εμψυχώνει τους πολεμιστές. Αθάνατη Ελληνική Μούσα. Χέρι, χέρι με το Έθνος σε λύπη και χαρές, σε δύσβατα μονοπάτια κι ανοιχτούς δρόμους, δόξας και περηφάνιας. Αίγλης και μεγαλείου.
Ας πάμε στο έπος του ‘40. Αυτό του παμμεγίστου, αγλαούς και υπερόχου Έπους, ασύλληπτου σε δόξα και κατορθώματα των Ελλήνων κατά το 1940.
Όλοι θ’ ακούσαμε μέχρι τώρα, πως τα βουνά μαλώνουν. «Ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος τα δυο βουνά μαλώνουν / το ποιο να ρίξει τη βροχή, το ποιο να ρίξει χιόνι / ο Κίσσαβος ρίχνει τη βροχή κι ο Όλυμπος το χιόνι…» Θυμώνει ο Όλυμπος και λέει τον Κίσσαβο κονιαροπατημένο (από τους Τούρκους του Ικονίου). Τούτος ο ποιητής απλός κι απέριττος, σαγήνεψε ακόμα και τον Γκαίτε και τον έπεισε να το μεταφράσει.
Όμως στα τραγούδια του ‘40 ο ποιητής δε θέλει να μαλώνουν τα βουνά. Τα βάζει να μιλάνε μεταξύ τους και να πλέκουν τον ιστό του ποιητή. Ένα λαϊκό Ηπειρώτικο βάζει το γερο-Σμόλικα, να ρωτάει λυπημένος την Πίνδο. «Βουνό μου σταυραδέρφι μου και γκαρδιακέ μου φίλε / πού πήγαν οι λεβέντες μας, πού πήγαν οι αετοί μας / κι αφήσανε τον Ιταλό, τον τόπο να ερημώσει; / Αναφέρεται στις πρώτες μέρες του ‘40, που απρόσμενα οι φασίστες του Ντούτσε, πάτησαν για λίγο τα ιερά μας χώματα.
Πριν απαντήσει η Πίνδος, λέει ο ποιητής: «Το λόγο δεν απόσωσε, το λόγο δεν απόειπε / κι αναταράχτηκεν η γης, αντάριασαν οι λόγγοι / κι ένα στοιχειό πετάχτηκε ψηλά στη Δρακολίμνη / είχε σταυρό στα κέρατα, κεφάλι στα καπούλια / και πάνω από τη ράχη του φλάμπουρο ανεμίζει. / Είναι αυτό που σκορπίζει τους Ιταλούς. Κάτι σαν το Θησέα στον ουρανό του Μαραθώνα ή σαν την Παναγιά στα τείχη της Πόλης, που αφάνισε τους Αβάρους. Βγαίνει, κατατροπώνει τους κοκορόφτερους και δόξας στεφάνι, φορά στο νικητή μας.
Άλλο ποίημα μας λέει: Ποιος είδε τέτοιο θάμασμα, παράξενο μεγάλο / να κουβεντιάζουν τα βουνά, με τις ψηλές ραχούλες; / Γυρίζει ο γερο-Όλυμπος κι αναρωτάει την Πίνδο / Βουνό μου γιατί θύμωσες και στέκεις βουρκωμένο; / Μήνα χαλάζι σε βαρεί, μήνα βροχή σε δέρνει; / Ούτε χαλάζι με βαρεί, ούτε βροχή με δέρνει / μον’ με βαρούνε οι Ιταλοί, με μπόμπες και με όλμους / Μαύρα πουλιά σκεπάσανε τον όμορφο ουρανό μου / θερίζουνε τις ράχες μου και καίνε τα έλατά μου. / Και ο Όλυμπος, του απαντά για να τον ενθαρρύνει: «Ρίξε βουνό τις μπόρες σου, ρίξε τις αστραπές σου / κι εγώ σου στέλνω τους αϊτούς τσολιάδες και φαντάρους / Να καθαρίσουν τις πλαγιές / να διώξουν τους φασίστες / που μόλυναν τον τόπο μας, τα όμορφα χωριά μας. / Είναι εκείνη η θεόσταλτη στιγμή, που τα ελαφρά τμήματα της προκάλυψης του στρατού μας, δέχονται ενισχύσεις, καθώς φθάνει κοντά τους το κύριο σώμα του στρατού μας, που μας οδήγησε στο Έπος. Τούτο το τραγούδι μπήκε στο στόμα των παλικαριών μας, κι έγινε φλάμπουρο και έναυσμα, για τη μεγάλη νίκη, το αγλαό έπος.
Άλλο Δημοτικό, που αναφέρεται στους νεκρούς των μαχών λέει: «Έχουν τους όλμους συντροφιά, προσκέφαλο μια πέτρα / και γι’ απανωσκεπάσματα, τους πάγους και τα χιόνια / Ή το άλλο: «Τι έχεις βρεμαυροκόρακα και σκούζεις και φωνάζεις; / Μήνα διψάς για αίματα, γι’ ανθρώπινα κουφάρια; / Έβγα ψηλά στο Σμόλικα κι απάν’ στη Σαμαρίνα / Να δεις κορμιά Ιταλικά, γιομίσαν οι χαράδρες. /
Να κι ένα Ναξιώτικο δημώδες. Ο ανώνυμος ποιητής, επικαλείται το «Ξανθό Γένος», τον Μόσκοβο και μάλιστα με το καλπάκι του κομμουνιστή, που μάταια πολλοί περίμεναν. «Κατεβαίνουσιν οι Ρούσοι / κι όλοι ίσοι θα γενούσι / κατεβαίνουσι εκείνοι, π’ αγαπούν την ισοσύνη / κι άμανέρθουσι οι Ρούσοι / ίσοι και πτωχοί και πλούσι / Φέρε τσι Χριστέ / κι ας είναι και κομμουνισταί. / Την εικόνα σου βρε Στάλιν, θα την κάνουμε μεγάλη. /
Κούφια όμως τα παρακάλια του Ναξιώτη ποιητή και φρούδες οι ελπίδες του, τυχερός που δεν γνώρισε τον δρεπανηφόρο και αιμοσταγή Πατερούλη. Ας είναι. Τυχερός που δεν γνώρισε το Σταλινικό κνούτο. Του ήρθε όμως πληρωμένη η απάντηση: «Ήρθαν οι Άγγλοι στο νησί και η σκλαβιά τελεσί. / Ήρθα και οι Αμερικανοί / με την πλούσια χορηγή».