Διδάκτορας ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1876) εγκατέλειψε το 1877 την Αθήνα για να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη όπου τα σύννεφα του Ρωσοτουρκικού πολέμου άρχισαν να σκεπάζουν την πόλη. Η τότε συμμετοχή ενός νεαρού ιατρού σε πολεμικές επιχειρήσεις θα αποτελούσε το καλύτερο διαβατήριο για την μετέπειτα σταδιοδρομία του. Στην Κωνσταντινούπολη όμως δέχθηκε πρόταση από το Διεθνές Υγειονομικό Συμβούλιο να αναλάβει ισόβιο υπηρεσία στο Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολη) και στον Αίνο. Στις 28 Οκτωβρίου 1877 έλαβε άδεια από την Ελληνική κυβέρνηση για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην Οθωμανική κυβέρνηση ως υγειονομικός ιατρός στον Αίνο (ΦΕΚ 4/Α/14-1-1878). Χάρη στην προσωπικότητά του κατόρθωσε να διατηρήσει το Οθωμανικό υγειονομείο στο Δεδέαγατς το οποίο είχε περάσει στα χέρια των Ρώσων. Όταν ανέλαβε παράλληλα χρέη επίσημου ανταποκριτή της Daily News του Λονδίνου δέχθηκε δύο δολοφονικές επιθέσεις από Βούλγαρους αυτονομιστές.
Τον Μάρτιο του 1878 ο τότε Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κουμουνδούρος και ο υπουργός των Εξωτερικών Θεόδωρος Δηλιγιάννης ανέθεσαν στον Καραπαναγιώτη διπλωματική αποστολή στην ΝΔ Θράκη η οποία βρισκόταν υπό ρωσική κατοχή. Του ζήτησαν να επηρεάσει τις Ελληνικές και Βουλγαρικές Χριστιανικές κοινότητες, ώστε οι προεστοί τους να υπογράψουν διαμαρτυρία (κατά της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου) προς τους Αντιπροσώπους των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων στο Συνέδριο του Βερολίνου. Ο Καραπαναγιώτης εκπλήρωσε την αποστολή του, πλην όμως αυτή διέρρευσε στις ρωσικές αρχές οι οποίες ζήτησαν την παύση του ως υγειονομικού ιατρού και την άμεση απέλασή του (8 Αυγούστου 1878).
Από το 1878 μέχρι τον Αύγουστο του 1882 εγκαταστάθηκε στο Ελληνικό Προξενείο της Αδριανούπολης, ως ιδιώτης ιατρός αλλά και ως ανεπίσημος συνεργάτης των ελληνικών διπλωματικών αρχών. Συνεργάστηκε με την Μητρόπολη και τον Εκπαιδευτικό Σύλλογο, πραγματοποίησε διαλέξεις και εργάστηκε υπέρ των ελληνικών συμφερόντων ξεσηκώνοντας τα πλήθη με πύρινους λόγους και άρθρα στις εφημερίδες της εποχής. Ο στρατιωτικός διοικητής της πόλης Ρεούφ πασάς ζήτησε από τον Έλληνα πρόξενο Ν. Γεννάδη την απέλασή του από τα Οθωμανικά εδάφη (3 Μαΐου 1880). Ο πρόξενος αρνήθηκε υποστηρίζοντας πως το διάβημά του «ήτο θανάσιμος κατά της Ελληνικής αρχής προσβολή» (5 Μαΐου 1880). Ο Ρεούφ πασάς επέτρεψε τότε στον Καραπαναγιώτη να παραμείνει στην Αδριανούπολη αλλά απαίτησε από τον Έλληνα πρόξενο «να απέχη [ο Καραπαναγιώτης] ενεργειών δυναμένων να γεννήσωσι διαιρέσεις και έριδας μεταξύ Βουλγάρων και Ελλήνων» [2]. Από τον Αύγουστο του 1882 έως το 1890 εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου προσέφερε τις υπηρεσίες του στην Ελληνική πρεσβεία ως άμισθος διευθυντής του Γραφείου της Φιλανθρωπικής και Εκπαιδευτικής Αδελφότητος Κωνσταντινουπόλεως.
Το 1890 επανήλθε στην Αθήνα και διορίσθηκε «άμισθος» σύμβουλος επί του Ανατολικού ζητήματος στο Υπουργείο των Εξωτερικών. Μετά τον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο (1897) εγκαταστάθηκε στη Λάρισα [3]. Το πρωί δεχόταν τους ασθενείς στην οικία του και το απόγευμα στο φαρμακείο του Κωνσταντίνου Παπασταύρου [4]. Από τις πρώτες κιόλας ημέρες έκανε αισθητή την παρουσία του με διαλέξεις εθνικού περιεχομένου με κυρίαρχο θέμα την απελευθέρωση της Μακεδονίας από την μακρόχρονη τουρκική κατοχή. Μαζί με άλλους «ανήσυχους» Λαρισαίους ίδρυσε την «Εταιρία των Φίλων του Λαού» η οποία ασχολήθηκε με τα προαναφερθέντα ζητήματα [5]. Διετέλεσε αρθρογράφος στις εφημερίδες «Μικρά» και «Σάλπιγξ» αναπτύσσοντας μία σειρά κοινωνικών και πολιτικών θεμάτων που απασχολούσαν τη θεσσαλική ύπαιθρο και τους αγρότες της.
Κατήγγειλε τους πολιτευτές της επαρχίας Λαρίσης για τις απατηλές υποσχέσεις και τον κομματισμό τους, για την ανοχή τους στα φαινόμενα τοκογλυφίας και του αθέμιτου ανταγωνισμού. Οι τελευταίοι του κήρυξαν έναν «αόρατο» πόλεμο, με αποτέλεσμα να αποτύχει να εκλεγεί βουλευτής Λαρίσης σε οκτώ εκλογικές αναμετρήσεις (1899, 1902, 1905, 1906, 8/1910, 11/1910, 1912 και επαναληπτικές Λαρίσης του 1913) που έλαβε μέρος.
Παρ' όλα αυτά το έργο του βρήκε απήχηση στην λαρισαϊκή κοινωνία. Τον συνέδραμαν η Μακεδονική Αδελφότης, η Ηπειρωτική Ένωση, ο Δικηγορικός και Εμπορικός Σύλλογος αλλά και αυτός των Εμποροϋπαλλήλων [6], όπως επίσης και ιδιώτες: ο δημοσιογράφος Θ. Μακρής, ο διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας Γ. Δεσύπρης, ο αρχίατρος Ε. Σισμάνης, ο φαρμακοποιός Κ. Παπασταύρου, ο πρωτοδίκης Κ. Μωραΐτης, ο ανακριτής Β. Βασιλειάδης και ο ζαχαροπλάστης Κ. Αντωνιάδης [7].
Το 1915 εγκατέλειψε τη Λάρισα για την ιδιαίτερη πατρίδα του. Στις εκλογές της 31ης Μαΐου 1915 εξελέγη βουλευτής Λέσβου αλλά η θητεία του διήρκεσε ελάχιστα (μέχρι τις εκλογές της 6ης Δεκεμβρίου 1915) [8].
Υπήρξε αδελφικός φίλος με τον εθνικό ευεργέτη Παύλο Στεφάνοβικ Σκυλίτζη τον οποίο έπεισε να χαρίσει τα κτήματά του στους Θεσσαλούς κολίγους (1900), με τους πρωθυπουργούς Αλέξανδρο Κουμουνδούρο και Χαρίλαο Τρικούπη καθώς και με τους βουλευτές Αναστάσιο Αβέρωφ και Μιλτιάδη Δάλλα.
Απεβίωσε στην Αθήνα τη δεκαετία του 1930. Είχε τιμηθεί από την Ελληνική Πολιτεία (23 Φεβρουαρίου 1885) με τον Αργυρό Σταυρό του Β. Τάγματος του Σωτήρος «ένεκα των υπέρ Εθνικών σκοπών υπηρεσιών του».
Ο πρύτανης της λαρισαϊκής δημοσιογραφίας Θρασύβουλος Μακρής είχε γράψει κάποτε για αυτόν: «Η Μάννα μας [Πατρίδα] δεν είναι καλά, είναι βαριά άρρωστη πολλά τώρα χρόνια, και κάθε ημέρα πηγαίνει εις το χειρότερον. Το ωμολόγησαν και οι ιατροί τους οποίους έχομεν τόσα χρόναι διά την άρρωστον Πατρίδα, οι βουλευτές μας δηλ. και οι πρωθυπουργοί. Έγραψαν μάλιστα και μία συνταγή με νέα ιατρικά […]. Το φταίξιμον όμως είναι και ιδικόν μας, ημών των εκλογέων […]. Και δυστυχώς δεν ξέρω αλλού τι γίνεται αλλά εδώ εν τω νομώ Λαρίσης τα πρώτα τσακλοκούδουνα βγάζουν υποψηφιότητα και παρουσιάζονται ως ιατροί. Τι θέλομεν τους κομπογιαννίτες; Τι θέλομεν τους βωβούς; Τι θέλομεν τους δειλούς; Ιδού ο Καραπαναγιώτης. Τοιούτους άνδρας χρειαζόμαστε, τοιούτους ιατρούς. Και εάν δεν εύρωμεν πολλούς ως αυτόν θα προτιμήσωμεν εκείνους που δίδουν εγγύησιν να γείνουν σαν αυτόν» [9].
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Ο άλλος του γιος ήταν ο καθηγητής και τ. Γυμνασιάρχης Απόστολος Καραπαναγιώτης (γεν. Ανατολή Λέσβου 1853).
[2]. Γ. Ξ. Καραπαναγιώτης, Υπόμνημα υποβληθέν τω κ. Αλεξάνδρω Σκουζέ, Υπουργώ επί των Εξωτερικών. Εν Αθήναις 1895, σ. 4.
[3]. «Ο ιατρός κ. Γ. Ξ. Καραπαναγιώτης, πρώην διεθνής υγειονομικός ιατρός, είνε ειδικός διά τους χρονίους πυρετούς και τα επακολουθήματα αυτών, καθώς και διά τα νοσήματα των οφθαλμών». Βλ. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 517 (19 Μαρτίου 1900), φ. 566 (4 Μαρτίου 1901).
[4]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 550 (12 Νοεμβρίου 1900).
[5]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 512 (13 Φεβρουαρίου 1900).
[6]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 742 (11 Ιουλίου 1904).
[7]. Μικρά (Λάρισα), φ. 157 (13 Νοεμβρίου 1905).
[8]. Πρακτικά Συνεδριάσεων Βουλής (από 3 Αυγούστου 1915 έως 21 Οκτωβρίου 1915). Εν Αθήναις: εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1916.
[9]. Μικρά (Λάρισα), έκτακτον ημίφυλλον, 25 Ιουλίου 1910.