Η δύναμη του ΤΜΟ αποτελούνταν από αγωνιστές που προέρχονταν από τα γύρω χωριά του Ολύμπου και του Κισσάβου από άνδρες κυρίως αλλά και από ένα μικρό αριθμό γυναικών ντυμένων με αντάρτικα και κρατώντας όπλα. Δεν έπαιρναν μέρος σε μάχες αλλά κυρίως σε πολιτιστικές εκδηλώσεις που οργάνωνε η ΕΠΟΝ και τα «Αετόπουλα», που συμμετείχαν παίρνοντας μέρος σε κωμικά σκέτς και την απαγγελία ποιημάτων.
Τα μικρά παιδιά σχολικής ηλικίας, τα "αετόπουλα" χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά προφορικών, αλλά και γραπτών μηνυμάτων, περνώντας πολλές φορές μέσα από τα γερμανικά φυλάκια. και τους σταθμούς.
Οι Γερμανοί δεν μπορούσαν να φανταστούν πως αυτά τα καχεκτικά, πεινασμένα και ξυπόλυτα, παιδιά, διέθεταν τόσο μεγάλο ψυχικό σθένος που να μπορούν, χωρίς το παραμικρό ίχνος φόβου και ταραχής στο πρόσωπό τους να κρύβουν πάνω τους και να μεταφέρουν μηνύματα των αντιστασιακών οργανώσεων.
Το κοντινότερο κατοικημένο σημείο από τα φυλάκια των Γερμανών στη σιδηροδρομική γραμμή ήταν τρία χιλιόμετρα περίπου και οι οργανώσεις έπρεπε να επαγρυπνούν για τυχόν αιφνιδιαστική εμφάνιση του εχθρού και να παίρνουν μέτρα προστασίας.
Σημαντικός ήταν ο ρόλος των αετόπουλων, που παίζοντας στην αλάνα με την παραγεμισμένη με μπαλώματα «μπάλα», είχαν πάντα στραμμένη την προσοχή τους προς το μέρος των Γερμανών και αν παρατηρούσαν κάτι ύποπτο, ταχύτατα έτρεχαν να ενημερώσουν τους υπεύθυνους της τοπικής οργάνωσης του ΕΑΜ.
Η συνεισφορά που έδιναν ήταν σημαντική και πολύπλευρη καθώς δεν ήταν μόνο σύνδεσμοι και παρατηρητές, αλλά συγκροτούσαν πολιτιστικές ομάδες που μάθαιναν αντάρτικα τραγούδια, έπαιζαν σκετς, απήγγειλαν ποιήματα και γενικότερα ψυχαγωγούσαν τους αντάρτες, τους κατοίκους των χωριών βοηθώντας να ανθίσει το χαμόγελο, στους τραυματίες, στα πρόχειρα αντάρτικα νοσοκομεία.
Τα αετόπουλα, ήταν οι "Γαβριάδες" της κατοχής και της αντίστασης.
ΕΚΑΨΑΝ ΠΥΡΓΕΤΟ ΚΑΙ ΚΡΑΝΙΑ
Δύο φορές οι Γερμανοί, μετά από σαμποτάζ στη σιδηροδρομική γραμμή, έφτασαν στα κοντινά προς αυτούς χωριά, Πυργετού και Κρανιά. Στην πρώτη περίπτωση, έκαψαν στον Πυργετό 8 σπίτια και εκτέλεσαν στο προαύλιο του Δημοτικού Σχολείου, 7 πατριώτες. Στη δεύτερη περίπτωση, ύστερα από σφυροκόπημα με το πυροβολικό τους, που είχαν κοντά στη σιδηροδρομική γραμμή, έφτασαν στην Κρανιά και έκαψαν δεκάδες σπίτια. Ύστερα από αυτά τα γεγονότα και μετά από κάθε σαμποτάζ, οι κάτοικοι των κοντινών προς τους Γερμανούς χωριών, φοβούμενοι αντίποινα, άφηναν τα σπίτια τους, έκρυβαν τα υπάρχοντά τους και κοιμόταν έξω τα βράδια στα γύρω δάση.
Παρά τα αντίποινα των Γερμανών, τους εμπρησμούς και τις εκτελέσεις, οι κάτοικοι των χωριών αυτών δεν λογάριαζαν τίποτα στον αγώνα για τη λευτεριά. Ούτε τη ζωή ούτε τα σπίτια τους και συμμετείχαν όλο και πιο ενεργά στην αντίσταση. Τώρα, ο ένοπλος αγώνας των ανταρτών παίρνει παλλαϊκή μορφή. Στα σαμποτάζ συμμετέχουν τώρα και άοπλοι άνδρες γυναίκες, ακόμα και παιδιά.
ΣΑΜΠΟΤΑΖ-ΣΤΑΘΜΟΣ
Το γενικό σαμποτάζ, στις 8 Αυγούστου 1944, αποτελεί σταθμό στην ιστορία του κινήματος της Εθνικής Αντίστασης, όχι μόνο για τις μεγάλες καταστροφές που προξένησε στους Γερμανούς, αλλά για τη μαζική συμμετοχή των κατοίκων των χωριών της περιοχής.
Από τις πρώτες μέρες του Αυγούστου του 1944, ενημερώθηκαν οι τοπικές οργανώσεις του ΕΑΜ της ΕΠΟΝ και του Κ.Κ.Ε., ότι, πολύ σύντομα στο σαμποτάζ που αποφασίστηκε και προετοιμάζεται, στόχος θα είναι η σιδηροδρομική γραμμή, από τον σιδηροδρομικό σταθμό Πυργετού (σήμερα Ραψάνης) μέχρι τον Πλαταμώνα, αλλά και οι τηλεφωνικές γραμμές. Γι’ αυτό, θα έπρεπε, να συμμετάσχουν και πολίτες εφοδιασμένοι με τσεκούρια για το κόψιμο των τηλεφωνικών στύλων και με τανάλιες και ψαλίδια για να κοπούν τα τηλεφωνικά σύρματα. Μόλις έγιναν γνωστά αυτά, μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, προσφέρθηκε εθελοντικά, μεγάλος αριθμός πολιτών, άνδρες, γυναίκες, κυρίως νέοι, αλλά και παιδιά, και ζήτησαν να πάρουν μέρος στα σαμποτάζ. Όλοι τέθηκαν επί ποδός πολέμου.
Σε όλη τη διάρκεια της κατοχής και ιδιαίτερα, όταν φάνηκε να γλυκοχαράζει η λευτεριά, ο λαός της Ελλάδας και ιδιαίτερα οι νέοι, που διαπνέονταν από τα ιδανικά της λευτεριάς, της Δημοκρατίας και της Δικαιοσύνης, βρέθηκαν, σε τέτοια ψυχική ανάταση που δεν λογάριαζαν τίποτα. Αψηφούσαν κι αυτόν ακόμα τον θάνατο. Όρθωναν το ανάστημά τους και προέτασσαν τα στήθη τους , μπροστά σε κάθε κίνδυνο. Πολεμούσαν και τραγουδούσαν, με ένα όραμα στο μυαλό και την καρδιά τους :τη λευτεριά της πατρίδας.
Μόλις άρχισε να σουρουπώνει, το βράδυ της 8ης Αυγούστου, οι αντάρτες και οι ομάδες σαμποτέρ, που κρυβόταν εκεί γύρω, μπήκαν στα κοντινά, προς τη σιδηροδρομική γραμμή χωριά. Οι κάτοικοι παραμένουν άγρυπνοι. Υπάρχει πλήρη συσκότιση. Όλοι συνεννοούνται χαμηλόφωνα και με τα μάτια. Στις γωνίες του δρόμου οι μανάδες, οι γυναίκες, οι αδελφές, αγκαλιάζουν τους δικούς τους ανθρώπους, σιωπηλές, δίνοντας λίγο ψωμί, ένα ποτήρι νερό, ένα ζευγάρι κάλτσες, ένα ζευγάρι παπούτσια στους μαχητές και από την καρδιά τους, βγαίνει η ευχή, για καλή επιτυχία και να γυρίζουν ζωντανοί.
Οι άμαχοι εθελοντές, συνωστίζονται στις εξόδους και όλοι ζητούν να τους αφήσουν να περάσουν με τους αντάρτες.. Να μη τους στερήσουν τη μεγάλη χαρά, να πάρουν κι αυτοί μέρος στη μάχη. Σαν να ζητούσαν να πάνε σε κάποιο πανηγύρι χαράς και όχι σε μάχη, που έκρυβε, ιδιαίτερα μεγάλους κινδύνους. Η προσφορά των εθελοντών ήταν πολύ μεγάλη. Το μεγάλο πλήθος όμως υπήρχε κίνδυνος, να γίνει αντιληπτό από τα φυλάκια και τις φρουρές των Γερμανών. Οι υπεύθυνοι της οργάνωσης κάνουν επιλογές. Όχι ηλικιωμένοι, όχι παιδιά. Μεταξύ τους βρίσκομαι και εγώ. Παρόλα τα παρακάλια μας, παρόλο ότι δείχνουμε τις τανάλιες και τα ψαλίδια που κρατούμε, λέγοντας, ότι είμαστε ικανοί να κόψουμε τις τηλεφωνικές γραμμές, δεν γίνεται τίποτα. Μας απωθούν και δεν μας επιτρέπουν να προχωρήσουμε. Παρ’ όλα αυτά όμως ο φίλος μας ο Μίμης Μιχαλόπουλος, σχεδόν συνομήλικος μας, ξεγλιστρά και χάνεται μέσα στους αντάρτες. Ο Μίμης ήταν ένα αδύνατο, ψηλό παιδί, με καταγωγή από τον Πυργετό, αλλά έμενε στην Αθήνα. Η κατοχή και η πείνα τον έφεραν στον τόπο καταγωγής της μητέρας του, και ήταν τότε μόλις 13 ετών.
ΟΛΟΙ ΣΤΗ ΜΑΧΗ
Οι αντάρτες, με τα όπλα και τα εκρηκτικά και οι άοπλοι πολίτες με τσεκούρια, ψαλίδια και τανάλιες, με χίλιες προφυλάξεις, πλησιάζουν τα φυλάκια και τη σιδηροδρομική γραμμή. Η τοποθεσία, είναι οχυρωμένη. Σε κάθε μεγάλη γέφυρα, οι Γερμανοί είχαν υψώσει διάφορα φρούρια. Σε άλλα σημεία, υπήρχαν πολυβολεία από πέτρες και μπετόν, με θυρίδες πίσω από τις οποίες, ήταν τοποθετημένα μυδράλια, που θέριζαν. Ολοι, με κομμένη την ανάσα και χωρίς τον παραμικρό θόρυβο, περιμένουν την πρώτη ανατίναξη.
Σε λίγο, οι λάμψεις και οι εκρήξεις διαδέχονται η μία την άλλη και άρχισε το κροτάλισμα των πολυβόλων και από τις δύο πλευρές. Βροχή πέφτουν οι όλμοι και οι χειροβομβίδες. Και όταν οι Γερμανοί, κλείστηκαν στα οχυρά τους, τότε μια φωτοβολίδα, έδωσε το σύνθημα. Αμέσως ξεχύθηκαν με ιαχές και αλαλαγμούς πάνω στη σιδηροδρομική γραμμή οι νέοι, επονίτες με τα τσεκούρια και τις τανάλιες.
Ο Μίμης σκαρφαλώνει σε ένα στύλο, με την τανάλια στα δόντια. Οι μαχητές, οι σαμποτέρ και οι πολίτες είναι ασυγκράτητοι. Ο ενθουσιασμός και το πάθος, κορυφώνονται. Οι νέοι, τραγουδούν τον ύμνο του Μηχανικού Ολύμπου του ΕΛΑΣ: "Π’ανατινάζει τρένα και γραμμές, μαζί και φάλαγγες γερμανικές". Οι Γερμανοί τα χάνουν. Νομίζουν, ότι τους επιτίθενται χιλιάδες αντάρτες. Κλεισμένοι στους πύργους, αφήνουν όλοι τη σιδηροδρομική γραμμή πάνω στην οποία, κυρίαρχοι είναι τώρα οι αντάρτες και οι άοπλοι πολίτες.
Με το τέλος των εκρηκτικών εφοδίων και την ολοκλήρωση των καταστροφών των τηλεφωνικών γραμμών, ο Βρατσάνος, δίνει το σύνθημα, με άλλη φωτοβολίδα, πράσινη, να αρχίσει η συντεταγμένη υποχώρηση, πριν τα χαράματα, που γίνεται με θαυμαστή τάξη.
Εκείνο το βράδυ, πολλά χιλιόμετρα σιδηροδρομικής γραμμής, καταστράφηκαν. Ανατινάχτηκαν γέφυρες και καμπύλες. Αχρηστεύτηκε το τηλεπικοινωνιακό δίκτυο. Απώλειες σε έμψυχο υλικό, οι Γερμανοί δεν ανακοίνωσαν. Από τους αντάρτες, σκοτώθηκε εκείνο το βράδυ, η επονίτισα Μαρίκα Μήτσου 18 χρόνων από τη Ραψάνη. Τη θέρισε ένα γερμανικό μυδράλιο πάνω στη σιδηροδρομική γραμμή. Στην κηδεία της, στη Ραψάνη, συμμετείχαν, όλοι οι κάτοικοι του χωριού και εκατοντάδες από τα γύρω χωριά. Μαζί με την οδύνη για τον χαμό της ηρωίδας νέας, εκφράστηκε και η σταθερή απόφαση των νέων, να αγωνιστούν, ως το τέλος, χωρίς να λογαριάζουν θυσίες, μέχρι το διώξιμο των κατακτητών.
Το σαμποτάζ της 8ης Αυγούστου 1944, θεωρείται από τα πιο σημαντικά του τάγματος Μηχανικού Ολύμπου του ΕΛΑΣ και μοναδικό σε όλη την κατεχόμενη Ευρώπη. Σηματοδότησε, το πέρασμα, από τον αντάρτικο αγώνα, στην παλλαϊκή μαζική συμμετοχή και δράση για την απελευθέρωση.
Οι Γερμανοί, μετά τη μάχη, δεν ξεμύτισαν από τα οχυρά τους. Δεν τόλμησαν επιδρομές σε χωριά, να προβούν σε αντίποινα καίγοντας σπίτια και εκτελώντας πολίτες. Είχαν καταλάβει πλέον ότι, το αντιστασιακό κίνημα, ήταν καθολικό και είχε καταστεί πανίσχυρο. Οι σύμμαχοι στα μέτωπα, προέλαυναν ακάθεκτοι. Το τέλος για τους Γερμανούς πλησίαζε. Πραγματικά μετά από δυόμιση μήνες, το βράδυ της 23ης με 24ης Οκτώβρη 1944, εγκατέλειψαν την περιοχή και σε λίγο και όλη την υπόλοιπη Ελλάδα. Είχαμε απελευθερωθεί από τους φασίστες, κατακτητές.