Ελάχιστοι άκουσαν τον βόμβο ή είδαν το Β29 της αμερικανικής Αεροπορίας Στρατού, που λίγο το πρωινό εκείνο πετούσε πάνω από την ιαπωνική ενδοχώρα.
Οι περισσότεροι δεν θα το μάθαιναν ποτέ. Δεν κατάλαβαν καν τι ήταν εκείνο που τους χτύπησε, ούτε πως η ζωή έφυγε από μέσα τους. Κι αυτοί ίσως ήταν οι πιο τυχεροί. Καθώς για εκατοντάδες χιλιάδες το άγγιγμα εκείνο του θανάτου, θα έφερνε έναν εφιάλτη, μετατρέποντάς τους σε ζωντανούς-νεκρούς για καιρό…
Στις 8.15 ακριβώς το πρωί η ανθρωπότητα έμπαινε στην πυρηνική εποχή, με τη ρίψη της πρώτης ατομικής βόμβας.
Λίγες ώρες νωρίτερα το αμερικανικό βομβαρδιστικό με το όνομα «Enola Gay» προς τιμή της μητέρας του κυβερνήτη του, συνταγματάρχη Πολ Τίμπετς απογειωνόταν από τη νήσο Tinian, στον Ειρηνικό Ωκεανό με ένα σκοπό: να βομβαρδίσει την ιαπωνική πόλη της Χιροσίμα.
Η ατομική βόμβα ήταν τύπου ουρανίου 235, η οποία είχε λάβει το προσωνύμιο "Little Boy" (αγοράκι) στο κέντρο συναρμολόγησης και δοκιμών Αλαμογκόρντο. Τα αποτελέσματα της έκρηξης δεν ήταν γνωστά εκ των προτέρων, αφού τέτοιου τύπου βόμβα δεν είχε δοκιμαστεί, όπως η βόμβα πλουτωνίου, που ακολούθησε. Τη ρίψη της έκανε ο Τίμπετς. Η βόμβα εξερράγη 600 μέτρα πάνω από τη Χιροσίμα των 300.000 κατοίκων. Μία φωτεινή λάμψη τύφλωσε το πλήρωμα του βομβαρδιστικού το οποίο δέχτηκε ισχυρές αναταράξεις παρότι απείχε 18 χιλιόμετρα από το σημείο της έκρηξης.
Αμέσως σχηματίστηκε πάνω από το σημείο της έκρηξης ένα κόκκινο νεφέλωμα σε σχήμα μανιταριού. Το ωστικό κύμα της έκρηξης, σε συνδυασμό με τη θερμότητα που εκλύθηκε, κονιορτοποίησε τα πάντα σε μία περιοχή 11 τετραγωνικών χιλιομέτρων.
Συνειδητοποιώντας αργότερα το μέγεθος της καταστροφής, ο συγκυβερνήτης του Enola Gate, έγραψε: "Θεέ μου τι κάναμε;"
Αντίθετα ο Τίμπετς ποτέ δεν μετάνιωσε για την απόφαση να πέσει η βόμβα. Σε μια συνέντευξη του 1975 δήλωσε: "Είμαι περήφανος που μπόρεσα ν' αρχίσω με το τίποτα, να σχεδιάσω την επιχείρηση και να δουλέψει όσο τέλεια δούλεψε... Κοιμόμουν ήσυχος κάθε βράδυ." Τον Μάρτιο του 2005 δήλωσε "αν με βάλετε στις ίδιες συνθήκες, σίγουρα, θα το ξανάκανα".
ΘΑΝΑΤΟΣ
Ποτέ πριν στην παγκόσμια ιστορία μία και μόνη βόμβα δεν προκάλεσε τόσους πολλούς θανάτους. Επί τόπου σκοτώθηκαν πάνω από 20.000 στρατιώτες και 78.000 άμαχοι. Οι αγνοούμενοι ξεπέρασαν τις 13.000 και οι βαριά τραυματίες τις 10.000. Για πολλούς από τους επιζήσαντες η ζωή θα είναι μαρτυρική τα επόμενα χρόνια και αρκετές χιλιάδες θα πεθάνουν από καρκίνους.
Από την πόλη διασώθηκε μόνον ο θόλος (από μπετόν) και ο σκελετός του κτιρίου που τον στήριζε. Πριν την έκρηξη αυτό ήταν το κτίριο που στέγαζε την "Εμπορική Έκθεση της Περιφέρειας της Χιροσίμα". Ο θόλος υπάρχει και σήμερα, όπως ακριβώς απέμεινε μετά την έκρηξη, και έχει χαρακτηριστεί Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την UNESCO.
Όσοι βρίσκονταν κοντά στο σημείο της έκρηξης πέθαναν αμέσως ενώ τα πτώματά τους μετατράπηκαν σε κάρβουνα. Σχεδόν όλα τα κτίρια σε ακτίνα 1 μιλίου από το σημείο μηδέν της έκρηξης ισοπεδώθηκαν ενώ όλα τα εύφλεκτα υλικά, όπως το χαρτί, άρπαξαν φωτιά σε ακτίνα 2 χιλιομέτρων. Οι επιζήσαντες περιγράφουν έναν κυριολεκτικά εκτυφλωτικό φως και ένα ξαφνικό και σαρωτικό κύμα θερμότητας.
Οι πολλαπλές μικρές πυρκαγιές που ξεπήδησαν στην πόλη, σύντομα ενώθηκαν σε ένα τεράστιο πύρινο μέτωπο, προκαλώντας δυνατά ρεύματα αέρα προς το κέντρο της φωτιάς. Η πυρκαγιά κάλυψε 4,4 τετραγωνικά χιλιόμετρα της πόλης, σκοτώνοντας όσους δεν πέθαναν από την έκρηξη.
Η κυβέρνηση της Ιαπωνίας δεν γνώριζε τι ακριβώς είχε συμβεί για αρκετές ώρες. Όλες οι επικοινωνίες με την πόλη σταμάτησαν στις 08.16 το πρωί και σταδιακά έφταναν πληροφορίες για μια μεγάλη έκρηξη. Τελικά ένας αξιωματικός απεστάλη με αεροσκάφος να επιθεωρήσει από αέρος τι είχε συμβεί. Ενώ βρισκόταν ακόμα 100 μίλια μακριά άρχισε να δίνει αναφορές για ένα τεράστιο σύννεφο που κάλυπτε την πόλη. Η πρώτη επιβεβαίωση της επίθεσης με ατομική βόμβα ήρθε 16 ώρες αργότερα, όταν οι ΗΠΑ έκαναν την επίσημη ανακοίνωση. Τα ραδιόφωνα μετέδιδαν στις ΗΠΑ δήλωση του προέδρου Τρούμαν που πληροφορούσε το κοινό ότι οι ΗΠΑ έριξαν μια βόμβα νέου τύπου στην ιαπωνική πόλη της Χιροσίμα. Ο Τρούμαν προειδοποιούσε ότι αν η Ιαπωνία εξακολουθούσε να αρνείται την παράδοσή της άνευ όρων, όπως προέβλεπε η Δήλωση του Πότσδαμ της 26ης Ιουλίου, οι ΗΠΑ θα έπλητταν κι άλλους στόχους με συντριπτικά αποτελέσματα.
Στις 8 Αυγούστου η Σοβιετική Ένωση κηρύσσει τον πόλεμο στην Ιαπωνία, τερματίζοντας τις ελπίδες των ΗΠΑ για λήξη του πολέμου πριν την είσοδο της Ένωσης στο πολεμικό θέατρο του Ειρηνικού. Την επόμενη μέρα, αμερικανικά αεροσκάφη πετούσαν φυλλάδια πάνω από την Ιαπωνία που έγραφαν: «Έχουμε στην κατοχή μας το πιο καταστρεπτικό εκρηκτικό που δημιούργησε ποτέ ο άνθρωπος. Μοναχά μία από τις νέες μας ατομικές βόμβες έχει ίση εκρηκτική ισχύ με 2.000 φορτία βομβαρδιστικών B-29. Οφείλετε να αναλογιστείτε το φοβερό αυτό γεγονός και σας διαβεβαιώνουμε ότι είναι απόλυτα ακριβές. Μόλις ξεκινήσαμε να χρησιμοποιούμε αυτό το όπλο κατά της πατρίδας σας. Αν εξακολουθείτε να αμφιβάλετε, ρωτήστε για το τι συνέβη στη Χιροσίμα, όπου έπεσε μοναχά μία ατομική βόμβα».
ΣΤΟ ΝΑΓΚΑΣΑΚΙ
Λίγες ώρες αργότερα, στις 9 Αυγούστου, η κατά 40% ισχυρότερη από αυτή της Χιροσίμα, βόμβα πλουτωνίου με το παρατσούκλι «Fat Man», έπληξε την πόλη Ναγκασάκι.
Αρχικός στόχος ήταν η ιαπωνική πόλη Κοκούρα (Kokura), επειδή όμως το νησί Κιουσού, στο οποίο βρίσκεται, ήταν καλυμμένο από πυκνή ομίχλη, ο επικεφαλής της αποστολής ταγματάρχης Σουέινι, ακολουθώντας το σχέδιο, υποχρεώθηκε να στραφεί στον "αναπληρωματικό" στόχο, την πόλη του Ναγκασάκι. Η έκρηξη ήταν ακόμη σφοδρότερη από την προηγούμενη και σχεδόν διέλυσε το Β29 του κυβερνήτη Σουέινι, το οποίο μόλις που πρόλαβε να προσγειωθεί στην Οκινάβα. Ωστόσο, λόγω της γεωγραφικής θέσης του Ναγκασάκι, τα αποτελέσματά της στο έδαφος ήταν λιγότερο καταστροφικά από αυτά της βόμβας στη Χιροσίμα αν και οι συνέπειες της ραδιενέργειας ήταν εξίσου θανατηφόρες.
Ο αρχικός αριθμός των θυμάτων που πέθαναν ακαριαία από τη ρίψη των βομβών υπολογίζεται σε περίπου 70.000 στη Χιροσίμα και 40.000 στο Ναγκασάκι. Όμως οι ολέθριες συνέπειες της πυρηνικής ακτινοβολίας τους επόμενους τέσσερις μήνες αύξησαν τον αριθμό των νεκρών σε 90.000-166.000 στη Χιροσίμα και 80.000 στο Ναγκασάκι. Μέχρι το 1950 ο απολογισμός των θυμάτων είχε φτάσει τα 200.000 θύματα.
Οι δύο αυτές ρίψεις έγιναν με προσωπική απόφαση του τότε Προέδρου των ΗΠΑ Χάρι Τρούμαν. Για να πραγματοποιηθούν, ο διοικητής της μοίρας της Αεροπορίας Στρατού Σπατζ, στην οποία ανήκαν τα αεροσκάφη, ζήτησε έγγραφη τη διαταγή από την πολιτική ηγεσία "αρνούμενος να σκοτώσει ίσως 100.000 άτομα με προφορικές μόνον εντολές". Η διαταγή πράγματι του στάλθηκε εγγράφως με τις υπογραφές του Υπουργού Εσωτερικών Τζορτζ Μάρσαλ και του Υπουργού Στρατιωτικών Χένρι Στίμσον. Η τελική, ωστόσο, απόφαση, σύμφωνα με το Σύνταγμα των ΗΠΑ, έπρεπε να ληφθεί μόνον από τον Πρόεδρο, ο οποίος και την έλαβε, με την αιτιολογία ότι οι ρίψεις αυτές θα έφερναν γρήγορο τέλος στον πόλεμο στο θέατρο του Ειρηνικού και ότι τα θύματα από τις βόμβες θα ήταν λιγότερα από τις απώλειες σε μια ενδεχόμενη απόβαση στην Ιαπωνία ή από τη συνέχιση του πολέμου. Υπάρχουν απόψεις όμως που υποστηρίζουν ότι η ρίψη των ατομικών βομβών ήταν μια επίδειξη δύναμης από τις ΗΠΑ προς τον υπόλοιπο κόσμο και κυρίως προς τη Σοβιετική Ένωση. Ως τέτοια, προλείανε το έδαφος για την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου.
Υπήρξε η πρόταση από Αμερικανούς επιτελείς να εκτελεστούν κι άλλοι ατομικοί βομβαρδισμοί της Ιαπωνίας, είναι άγνωστο όμως αν κάτι τέτοιο τελικά θα συνέβαινε, καθώς η Ιαπωνία παραδόθηκε στους συμμάχους στις 15 Αυγούστου 1945, δυο μέρες πριν την ολοκλήρωση της κατασκευής της επόμενης βόμβας.