Το 1874 διορίσθηκε Πρωτοσύγκελος της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, ενώ στις 16 Μαρτίου 1875 χειροτονήθηκε επίσκοπος Ιερισσού και Αγίου Όρους (1875-1877) από τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’ Δημητριάδη (1834-1912). Κατά τη διάρκεια της ποιμαντορίας του ανέπτυξε πλούσια φιλανθρωπική, κοινωνική και πατριωτική στάση, ίδρυσε νηπιαγωγεία και δημοτικά σχολεία σε χωριά της επαρχίας του [1], ενώ αντιτάχθηκε με σθένος στην ρωσική πολιτική για τις μονές του Αγίου Όρους που ασκούσε ο στρατηγός και πρέσβης της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη Νικολάι Ιγνάτιεφ (1832-1908).
Τον Μάρτιο του 1877 μετετέθη στην Επισκοπή Πλαταμώνος με αρχική έδρα την Ραψάνη και μετέπειτα τα Αμπελάκια (1879) [2]. Διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο στην ατυχή επανάσταση του 1878 και μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας (17 Δεκεμβρίου 1881) παρασημοφορήθηκε από την Ελληνική Κυβέρνηση με τον Σταυρό των Ταξιαρχών του Β. Τάγματος του Σωτήρος (ΦΕΚ 30/Α/30-4-1882).
Στις 27 Σεπτεμβρίου 1882 ανέλαβε τη διεύθυνση της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής στην Αθήνα (ΦΕΚ 120/Α/28-9-1882), θέση από την οποία παραιτήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 1883 (ΦΕΚ 387/Α/24-9-1883). Επέστρεψε στα Αμπελάκια, ενώ επισκεπτόταν συχνά τους κτηματίες αδελφούς του οι οποίοι διέμεναν στο Μεγάλο Κεσερλή (Συκούριο): τον «εξ αίματος» Μιχαήλ Θ. Κασσάρα [3] και τον «εξ υιοθεσίας» Εμμανουήλ Α. Καστρινογιαννάκη. Στις 7 Νοεμβρίου 1884 ο Αμβρόσιος «επιθυμών ν’ ανταμείψη το αδελφόν του διά τας προς αυτόν πολλάς και διαφόρους περιποιήσεις και διότι ούτος μόνος εκ των συγγενών του απεφάσισε να τον ακολουθήση εις Θεσσαλίαν», συνέταξε δωρητήριο συμβόλαιο με το οποίο του παραχωρούσε μία οικία στο Μεγάλο Κεσερλή (συνοικία Βεϊλέρ) και διάφορα κτήματα που είχε στην κατοχή του στο χωριά Μπαλτσή και Μαρμάγιαννη [4]. Με άλλο δωρητήριο συμβόλαιο παραχώρησε στον «εξ υιοθεσίας αδελφόν του Εμμανουήλ Α. Καστρινογιαννάκη διά τας προς αυτόν περιποιήσεις από δεκαετίας και πλέον μία οικίαν μετά του οικοπέδου στη θέση Βεϊλέρ του Μεγάλου Κεσερλή» (Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 014, αρ. 3728/1884). Σύμφωνα με όρο που είχε θέσει ο διαθέτης κανείς από τους προαναφερθέντες δύο δεν θα μπορούσε να εκποιήσει κάποιο από τα δωρηθέντα περιουσιακά στοιχεία όσο θα βρισκόταν εν ζωή ο πρώτος.
Στις 22 Ιανουαρίου 1900 με απόφαση της Ιεράς Συνόδου (ΦΕΚ 16/Α/22-1-1900) ως έδρα της Επισκοπής Λαρίσης στην οποία υπήχθη η αντίστοιχη του Πλαταμώνα, ορίστηκε η ομώνυμη πόλη. Στις 8 Φεβρουαρίου 1900 ο Αμβρόσιος τοποθετήθηκε ως «Επίσκοπος Λαρίσης, Φαρσάλων και Πλαταμώνος» (ΦΕΚ 30/Α/8-2-1900), ενώ λίγες ημέρες αργότερα ορίστηκε και ως Συνοδικός (ΦΕΚ 43/Α/25-2-1900). Η ενθρόνιση του Αμβροσίου πραγματοποιήθηκε με κάθε επισημότητα στον καθεδρικό ναό του Αγίου Αχιλλίου στις 26 Φεβρουαρίου 1900 [5].
Ήδη από το 1901 κατήγγειλε τις τότε επιχειρούμενες μεταφράσεις και παραφράσεις του Ιερού Ευαγγελίου στη δημοτική γλώσσα ως ανοσιούργημα το οποίο σπιλώνει τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία [6]. Μετά το 1902 όταν στον τότε μητροπολιτικό θρόνο των Αθηνών βρισκόταν ο Θεόκλητος Μηνόπουλος (1848-1931) ο Αμβρόσιος στηλίτευσε τις μεθόδους και πρακτικές της Ιεράς Συνόδου οι οποίες ήταν αντίθετες με το καταστατικό και τις αρχές της. Τον Σεπτέμβριο του 1909 σε ομιλία του στη Λάρισα, εκφράστηκε υπέρ του «Στρατιωτικού Συνδέσμου» (κίνημα στο Γουδί). Όλα τα προαναφερθέντα υπήρξαν οι αιτίες για τη μετέπειτα δικαστική του περιπέτεια.
Εκκλησιαστικοί κύκλοι με την στήριξη πολιτικών και δημοσιογράφων αποφάσισαν να φιμώσουν τον λόγο του Αμβροσίου. Δημοσιεύθηκαν λίβελλοι στις Αθηναϊκές εφημερίδες ότι δήθεν ο Αμβρόσιος προέβη σε συκοφαντίες κατά του Οικουμενικού Πατριάρχη, ότι ελάμβανε χρήματα για να χειροτονήσει παράνομα ιερείς και ιεροκήρυκες και άλλα παρόμοια. Στις πόλεις της Θεσσαλίας διοργανώθηκαν συλλαλητήρια και εκδόθηκαν ψηφίσματα υπέρ του Αμβροσίου από τις Δημοτικές και Κοινοτικές αρχές και από όλες τις συντεχνίες τους συλλόγους και τα σωματεία. Στην απολογία του ο Αμβρόσιος ανέφερε ότι όλες οι κατηγορίες είναι «αλάνθαστα σημεία απολυταρχισμού αγνώστου εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία και μη δυναμένου ευτυχώς να εύρη έδαφος στερεόν εν Ελλάδι, έστω και διά της μεθόδου των Εξαρχιών» [7].
Το Συνοδικό δικαστήριο μετά από δύο συνεδριάσεις (22 και 27 Ιανουαρίου 1910) έκρινε ένοχο τον Αμβρόσιο «διά χειροτονιών γενομένων υπ’ αυτού παρά τας κανονικάς εκκλησιαστικάς και συνοδικάς διατάξεις, εξυβρίσει της Ιερ. Συνόδου και απειθείας και καταφρονήσεως αυτής και εξυβρίσει του Πανερ. Προέδρου της Ιερ. Συνόδου και της καθ’ ημάς Ιεραρχίας και θρησκευτικού σκανδάλου» και τον καταδίκασε ερήμην εις την ποινή της καθαιρέσεως (απόφαση 1279-1280/1910). Ο Αμβρόσιος αιτήθηκε την αναθεώρηση της δίκης του η οποία έγινε αποδεκτή (ΦΕΚ 180/Α/24-5-1910 & ΦΕΚ 192/Α/8-6-1910). Το Ανώτατο Αναθεωρητικό Εκκλησιαστικό Δικαστήριο (στη σύνθεση του οποίου συμμετείχαν όλως παρανόμως και πρωτοδίκως δικάσαντες Συνοδικοί) [8] επικύρωσε στις 2 Ιουλίου 1910 τις προαναφερθέντες αποφάσεις (απόφαση 2318/1910).
Έκτοτε απεσύρθη στο Συκούριο όπου στις 20 Ιανουαρίου 1911 κατέθεσε υπόμνημα στον υπουργό επί των Εκκλησιαστικών αιτούμενος την αναψηλάφηση της δίκης του και την αναίρεση της αποφάσεως [9]. Μετά την έναρξη όμως των Βαλκανικών πολέμων η υπόθεση αναβλήθηκε επ’ αόριστον. Το 1917 ο διαπρεπής νομικός και αργότερα βουλευτής Τρικάλων Αλέξανδρος Βαμβέτσος (1890-1971) καθώς και ο νομικός και πρώην υπουργός Δικαιοσύνης την περίοδο 1905-1908, Δημήτριος Βοτοκόπουλος (1850-1934) με άρθρα τους στον Αθηναϊκό Τύπο ανέλυσαν με νομικά επιχειρήματα το δικαίωμα του Αμβροσίου στην αναψηλάφηση της δίκης του [10].
Ο Αμβρόσιος Κασσάρας εκοιμήθη τον Απρίλιο του 1918 στο Μεγάλο Κεσερλή και ετάφη στο προαύλιο του Ιερού Ναού Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, όπου διασώζεται ο τάφος του.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Βλ. άρθρο: «Περί του μητροπολίτη Ιερισσού και Αγίου Όρους κ. Αμβροσίου», Ερμής (Θεσσαλονίκη), φ. 40 (26 Σεπτεμβρίου 1875), φ. 44 (10 Οκτωβρίου 1875) και φ. 73 (6 Φεβρουαρίου 1876).
[2]. Αμβρόσιος Κασσάρας, Η Επισκοπή και ο Επίσκοπος Πλαταμώνος. Εν Αθήναις: Τυπογραφείον Απ. Α. Αποστολοπούλου, 1895. Επίσης βλ. Ιουλία Κανδήλα, «Ο ρόλος και η συμβολή του επισκόπου Πλαταμώνος Αμβροσίου Κασσάρα στη λειτουργία της Μανιαρείου Σχολής των Αμπελακίων», Θεσσαλικό Ημερολόγιο (Λάρισα), τ. 55 (2008), σ. 177-216.
[3]. Ο Μιχαήλ Κασσάρας από τον γάμο του απέκτησε μία θυγατέρα, την Ειρήνη η οποία παντρεύτηκε το 1902 τον Ηλία Δ. Χαδέλη. Βλ. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 615 (3 Φεβρουαρίου 1902) και φ. 632 (2 Ιουνίου 1902).
[4]. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Λάρισας, Συμβολαιογραφικό Αρχείο Αγαθάγγελου Ιωαννίδη, φκ. 014, αρ. 3727 (7 Νοεμβρίου 1884).
[5]. Μικρά (Λάρισα), φ. 7 (27 Φεβρουαρίου 1900) και Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 514 (27 Φεβρουαρίου 1900).
[6]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 600 (28 Οκτωβρίου 1901).
[7]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 1024 (20 Δεκεμβρίου 1909).
[8]. Σοφ. Τριανταφυλλίδης (δικηγόρος, τ. βουλευτής Ν. Λαρίσης), Περί εκκλήτων δικών επισκόπων κατά το εν Ελλάδι ισχύον κανονικόν δίκαιον (Η δίκη του επισκόπου Αμβροσίου). Εν Βόλω: Εκ των Τυπογραφείων της Εφημερίδος η «Θεσσαλία», 1911, σ. 58-60.
[9]. Υπόμνημα προς τον Υπουργό. Βλ. Μικρά (Λάρισα), φ. 40/494 (10 Φεβρουαρίου 1911).
[10]. Σκριπ (Αθήνα), από φ. 8072 (14 Φεβρουαρίου 1917) έως φ. 8079 (21 Φεβρουαρίου 1917).