Η Ασπασία εκείνο το βράδυ ήταν πολύ χαρούμενη. Το απόγευμα της τηλεφώνησε ο μοναχογιός της, που είχε μέρες ν` ακούσει τη φωνή του.
«Μάνα, αύριο θα σε επισκεφθούμε. Κι αν μπορείς να ετοιμάσεις κάτι να φάμε όλοι μαζί το μεσημέρι, καλά, αλλιώς θα παραγγείλουμε».
«Όχι-όχι παιδάκι μου, τι λες; Και βέβαια μπορώ να ετοιμάσω, σιγά μην παραγγείλουμε! Η χαρά μου είναι να μαγειρεύω για τα παιδιά μου, μόνο που τώρα τελευταία δεν...»
«Έλα μανούλα μου ας μην αρχίσουμε τα ίδια και χαλάσουμε αυτή την ωραία στιγμή της επικοινωνίας μας. Άντε γεια σου και θα τα πούμε αύριο».
Το τηλέφωνο έκλεισε και άφησε εκείνον τον χαρακτηριστικό ήχο... Η Ασπασία κράτησε για λίγο το ακουστικό στο χέρι και ύστερα αφού το ακούμπησε στη συσκευή, πήγε στο σαλόνι και κάθισε στην πολυθρόνα της...
Η Ασπασία ήταν μια ογδοντάρα γυναίκα, καλοστεκούμενη, που δεν την έλεγες πάνω από εβδομήντα. Χήρα εδώ και πολλά χρόνια. Όταν έφυγε απ` τη ζωή ο άντρας της, έμεινε με το γιο της, το Γιώργο. Σπούδαζε ακόμα τότε στο Πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων.
Φιλόλογος τελείωσε, πολύ γρήγορα, χωρίς να χάσει κανέναν χρόνο και χωρίς να χρωστάει κανένα μάθημα. Και μάλιστα με άριστα. Οικονομικό πρόβλημα δεν αντιμετώπιζαν, ο πατέρας άφησε μια καλή σύνταξη και ζούσαν καλά.
Πόνεσαν πολύ για το χαμό του, αλλά σιγά-σιγά ο πανδαμάτωρ χρόνος έκανε τη ...δουλειά του. Έμαθαν να ζούνε χωρίς εκείνον, αλλά ποτέ δεν τον ξέχασαν.
Και τα χρόνια κύλησαν σαν το ποτάμι, σαν τη βροχή που δεν γυρίζουν πίσω. Ο Γιώργος κάποια στιγμή διορίστηκε με το Α.Σ.Ε.Π. σε ένα σχολείο σε μια κοντινή κωμόπολη κι εκεί γνώρισε και τη γυναίκα του. Καθηγήτρια κι εκείνη, παρέδιδε μαθήματα σ` ένα φροντιστήριο, δεν ήταν διορισμένη κι ούτε το είχε σκοπό, δεν μπορούσε να στρωθεί πάλι στο διάβασμα, όπως έλεγε. Παντρεύτηκαν πολύ γρήγορα κι έκαναν και ένα κοριτσάκι. Σε δύο-τρία χρόνια ο Γιώργος πήρε μετάθεση και το ευχάριστο ήταν που ερχόταν στην πόλη του. Η Ασπασία πέταξε απ` τη χαρά της. Επιτέλους θα είχε ...κοντά το γιο της και την οικογένειά του.
Το κοριτσάκι τους θα γέμιζε την άδεια ζωή της, θα είχε τη φροντίδα του οπωσδήποτε, αφού οι γονείς θα εργάζονταν... Είχε ένα τεράστιο σπίτι, που χωρούσαν άνετα άλλες ...δύο οικογένειες. Όμως έκανε «λογαριασμό χωρίς τον ξενοδόχο», έτσι λέει η παροιμία.
Ο Γιώργος της ανακοίνωσε κάποια μέρα πως θα νοίκιαζαν σπίτι κάπου στο κέντρο, δεν θα έμεναν όλοι μαζί.
Η Ασπασία αντέδρασε λιγάκι... «Μα θ` αφήσετε διακόσια τετραγωνικά σπίτι αγόρι μου, με αυλές, κήπους, βεράντες γύρω-γύρω και θα μπείτε σε ένα διαμερισματάκι! Αυτά είναι κλουβιά δεν είναι σπίτια...»
«Μάνα συγνώμη, αλλά το κανονίσαμε μαζί με τη γυναίκα μου... Ε, ξέρεις τώρα, νύφη και πεθερά μαζί στο ίδιο σπίτι... δεν είναι κι ότι καλύτερο. Έπειτα οι νέοι έχουμε έναν δικό μας τρόπο ζωής και οι ηλικιωμένοι πάλι τον δικό τους...»
Και έγινε έτσι. Βρήκαν ένα ωραίο διαμέρισμα στο κέντρο, όπως το ήθελαν, αλλά καμία σχέση με τη μονοκατοικία της μάνας τους. Και η ζωή συνεχιζόταν, ο Γιώργος στο δημόσιο και η γυναίκα του σ` ένα φροντιστήριο στην πόλη τους.
Το κοριτσάκι τους μεγάλωνε με τη βοήθεια μιας γυναίκας που είχαν προσλάβει. Η Ασπασία σπάνια τους έβλεπε... ήταν πολύ απασχολημένοι, έτρεχαν και δεν έφταναν. Της έλειπε πολύ το εγγόνι της, πάνω που είχε κάνει όνειρα όταν έμαθε για τη μετάθεση, ότι θα αποκτούσε ένα νόημα η ζωή της φροντίζοντάς το, έμεινε πάλι στη μοναξιά της.
Γι’ αυτό και παραξενεύτηκε πολύ όταν της τηλεφώνησε ο γιος της και της είπε πως θα έτρωγαν μαζί την επόμενη μέρα. Αυτό είχε να συμβεί κάτι μήνες και μετά από πολλή πίεση της μάνας. Όπως και να είχε όμως, εκείνο το βράδυ ήταν χαρούμενη. Θα έβαζε τα δυνατά της να τους ευχαριστήσει, ήταν τέλεια μαγείρισσα η Ασπασία.
Το τραπέζι ήταν στρωμένο από ώρα, με όλα τα καλά του Θεού επάνω. Είχαν τηλεφωνήσει πως έρχονται και η μάνα φρόντισε να είναι όλα έτοιμα, για να μην χάνουν χρόνο, ίσως βιάζονταν τα παιδιά. Ντολμαδάκια, ψητό κοτόπουλο, μπιφτέκια, πατατούλες, σουπίτσα για το παιδί. Από σαλάτες; Όλος ο λαχανόκηπος στο τραπέζι, φρέσκος και λαχταριστός. Και φρούτα φυσικά.
Χτύπησε το κουδούνι και η Ασπασία έτρεξε στην πόρτα, ανάλαφρη κι ευτυχισμένη. Τα ογδόντα της χρόνια ούτε που τα ένιωθε εκείνη τη στιγμή. Άνοιξε, αγκαλιάστηκαν πήρε το κοριτσάκι απ` το χέρι που είχε ένα μήνα να το δει και κατευθύνθηκαν στην τραπεζαρία.
«Ε βρε μάνα, τι είναι όλα ετούτα, ποιος θα τα φάει!»
«Εμείς γιε μου, έχουμε μήνες να καθίσουμε όλοι μαζί στο τραπέζι».
Ο Γιώργος την αγκάλιασε και με φωνή που έτρεμε...
«Από δω και πέρα μάνα θα μας βλέπεις ...συχνά, κάθε μέρα...»
Η Ασπασία μπερδεύτηκε, δεν ήξερε αν έπρεπε να χαρεί ή να λυπηθεί, ο γιος της ήταν κάπως... Κάθισαν στον καναπέ, ο Γιώργος έσκυψε το κεφάλι και...
«Μάνα δεν ήμουνα κι ο καλύτερος γιος το αναγνωρίζω, ελπίζω να με συγχωρέσεις.
Έχουμε προβλήματα μάνα οικονομικά, η γυναίκα μου είναι άνεργη εδώ και καιρό, το σπίτι που μένουμε το ξενοικιάζουμε, δεν μπορούμε να το πληρώνουμε. Με ένα μισθό κουτσουρεμένο τώρα με την κρίση, τι να πρωτοκάνουμε!
Αν θέλεις... ντρέπομαι γι’ αυτό που θα πω... Αν θέλεις να μείνουμε εδώ μαζί σου... Εσύ βέβαια πάντα το ήθελες, εμείς ήμασταν εκείνοι που επιλέξαμε να ζήσουμε χωριστά... όμως τώρα, μπορεί να άλλαξες γνώμη, έχεις όλα τα δίκια με το μέρος σου έτσι που σου φερθήκαμε...
Την Ασπασία την πήραν τα δάκρυα, τους αγκάλιασε όλους... «Ουδέν κακόν αμιγές καλού» παιδιά μου, είπε και σιώπησε...
Καλλίτσα Γκουράβα - Δικτά