Μαμά δεν θέλω να ξυπνήσω το πρωί να πάω σχολείο. Δεν μ’ αρέσει, δεν μου δίνει τίποτα. Δεν συζητάμε με τους καθηγητές, δεν μας δείχνει κανείς ενδιαφέρον. Γίνονται τόσο σημαντικά πράγματα και κανείς δεν μας τα μαθαίνει. Αδιαφορία. Μας μιλάνε με θυμό αν δεν είμαστε βολικά παιδιά, αν δεν φερόμαστε όπως εκείνοι θέλουν (κατά προτίμηση να το βουλώνουμε), αν δεν ντυνόμαστε όπως εκείνοι θέλουν, αν δεν είμαστε καλοί στα μαθήματά μας. Προτιμούν τα ξώκοιλα και ξέκωλα, τους φύτουλες τα φλώρια, από εμάς με τα μαύρα ρούχα. Μας κοιτάνε κάπως… Θυμώνουν μαζί μας. Καλά δε, αν τολμήσουμε και πούμε τίποτα; Ε τότε … ποιος είδε τον καθηγητή και δεν τον φοβήθηκε! Όλοι σχεδόν έτσι είναι.
Σκότωσαν ένα μαθητή, ένα συμμαθητή μας. Αναίσθητοι είναι;
Νιώθω οργή μαμά. ΝΑ ΤΑ ΣΠΑΣΟΥΝ ΟΛΑ, ΝΑ ΚΑΟΥΝ ΟΛΑ μπας και γίνει ο κόσμος καλύτερος. Μπας και φύγει όλη η σαπίλα αυτή και γεννηθεί κάτι καινούριο. Έφτασαν στο σημείο να μας ρωτήσουν : «Γιατί αντιδράτε έτσι; Μήπως τον γνωρίζατε; Ξένος σας ήταν»
Έλεος μάνα. Έλεος. Κάντε κάτι.
ΜΑΣ ΑΚΟΥΕΙ ΚΑΝΕΙΣ;
Μαρία-Ελένη- Θαλασσινού -Παπαιωάννου