Γράφει ο Ηλίας Κανέλλης
Η Νέα Δημοκρατία έχασε στις εκλογές την ευκαιρία να κυβερνήσει. Ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης δεν αποδείχθηκε η προσωπικότητα που θα αντέστρεφε τις προτιμήσεις των ψηφοφόρων. Το γεγονός ότι πολιτεύτηκε με αξιοπρέπεια και χαμηλόφωνα, χωρίς κραυγές και χωρίς προσωπικές επιθέσεις κατά του κύριου αντιπάλου του, του προσέδωσε, απροσδόκητα για όσους πιστεύουν στα στερεότυπα, τα χαρακτηριστικά ενός ιδεολόγου πολιτικού αρχών. Η φήμη της λαϊκότητας, που τον συνόδευε, έμεινε συστατικό της δημόσιας εικόνας του. Βεβαίως, ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης δεν μπόρεσε να εμβαθύνει, να διαβάσει την πολυπλοκότητα της πολιτικής συγκυρίας και να αποδειχθεί ένας ρηξικέλευθος, ταυτόχρονα λαϊκός και εμβριθής πολιτικός, που θα έπειθε τους αναποφάσιστους πολίτες. Κατά τη γνώμη μου, η μάχη χάθηκε την τελευταία εβδομάδα, σε δυο επίπεδα. 1. Στο επίπεδο της επικοινωνίας, όταν η ΝΔ επέλεξε να αντιπαρατεθεί στον ΣΥΡΙΖΑ με γενικόλογα ταινιάκια με υπόθεση, αντί να εστιαστεί στα λάθη, στα ψέματα και στα οδυνηρά αποτελέσματα του επταμήνου Τσίπρα – επέτρεψε, έτσι, στους επικοινωνιολόγους του αντιπάλου να εμβαθύνουν την πεποίθηση ότι η ΝΔ παραμένει τμήμα του παλιού, σε αντίθεση με το νέο που εμφανιζόταν να το εκπροσωπεί ο ΣΥΡΙΖΑ. 2. Στο ντιμπέιτ, όταν ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης υπέκυψε σε μια σκηνοθετημένη αυτάρκεια, χωρίς να υπερβεί τα δεδομένα μιας τηλεοπτικής εικόνας.
Η εκλογική ήττα της ΝΔ, όμως, σηματοδοτεί μια ακόμα χαμένη ευκαιρία για το κόμμα που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής: την ευκαιρία να ανασυγκροτηθεί ως η μεγάλη συντηρητική κομματική συνιστώσα μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής δημοκρατικής χώρας. Και μετά την εκλογική αναμέτρηση, επιστρέφει στην εσωστρέφεια.
Ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης, βεβαίως, ο οποίος ανήγγειλε εσωκομματικές εκλογές για την ανάδειξη νέου αρχηγού, δεν έπραξε κατ’ ανάγκη λάθος. Η απόφασή του να δώσει τη δυνατότητα στη βάση του κόμματος να αναδείξει, με την ψήφο της, τον νέο αρχηγό είναι ένδειξη λαϊκότητας. Αλλά το θέμα είναι η βάση απλώς να ψηφίζει, δηλαδή να στοιχίζεται; ‘Η να συμμετέχει επί της ουσίας;
Η λαϊκή ψήφος δεν είναι πάντα απόδειξη εσωκομματικής δημοκρατίας. Προέχει η συζήτηση της ιδεολογικής ταυτότητας. Και οι ιδεολογικές συζητήσεις, από τη βάση, οδηγούνται στα συνέδρια – ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης ξέρει από πρώτο χέρι τις ζυμώσεις που έγιναν στο συνέδριο της Βόλβης, στη Χαλκιδική, τον Μάρτιο του 1979, όπου ουσιαστικά η ΝΔ μετατράπηκε από αρχηγικό κόμμα σε κόμμα αρχών.
***
Υπό κανονικές συνθήκες, λοιπόν, στη ΝΔ θα έπρεπε να αναμετρηθούν οι προσωπικότητες και οι τάσεις εντός του κόμματος και, συντεταγμένα, έπειτα από εσωκομματικές συζητήσεις και ψηφοφορίες, να πάνε σε ένα συνέδριο όπου, εκεί, μαζί με τις ιδεολογίες θα αναμετρηθούν και οι υποψήφιοι αρχηγοί. Στοχος του νέου επικεφαλής είναι να συνθέσει ένα νέο κράμα πολιτικής, που δεν θα αμφισβητεί ούτε την ευρωπαϊκή πορεία ούτε την πίστη στην ελεύθερη οικονομία και που θα βρεθεί με επάρκεια και πειστικότητα στον αντίποδα του σημερινού κυβερνητικού σχήματος ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Σε όλο τον δημοκρατικό κόσμο, κάπως έτσι θα γίνονταν τα πράγματα. Η ΝΔ, όμως, έχει πολλαπλά τραυματιστεί, ιδίως τα τελευταία χρόνια. Απ’ τη στιγμή που η πολιτική της έπαψε να είναι ο ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός, από τα χρόνια του Κωνσταντίνου Καραμανλή και έπειτα, δηλαδή, το κόμμα έπαψε να πολιτεύεται ως μια ιδεολογική ενότητα και «μπάταρε» ως συστατικό στοιχείο του πελατειακού κράτους – που μάλιστα υποσχόταν τη νομή του. Με αυτά τα χαρακτηριστικά, η λαϊκή Δεξιά του Κώστα Καραμανλή, που πολιτεύθηκε σαν ακόμα πιο λαϊκό ΠΑΣΟΚ, εκτός του ότι προετοίμασε τη χρεοκοπία της χώρας, στην ουσία διέλυσε το κόμμα, μετατρέποντάς το σε άθροισμα συμφερόντων. Από το κόμμα αυτό, προέκυψαν οι αγανακτισμένες ομάδες που, βοηθούντος του αντιμνημονιακού Σαμαρά, γέμισαν το Σύνταγμα της δήθεν αγανάκτησης μετά το πρώτο μνημόνιο, από το κόμμα αυτό βγήκαν οι επικεφαλής ομάδων συμφερόντων που δεν είχαν πρόβλημα, αργότερα, να συνταχθούν με τους «ταξικούς αντιπάλους» του ΣΥΡΙΖΑ.
***
Στο σημείο αυτό βρίσκεται και το πρόβλημα της ΝΔ, που έχω την εντύπωση ότι δεν θα το θίξει η εσωκομματική αναμέτρηση για τη νέα ηγεσία. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν πάσχει μόνο από πρόσωπα, πάσχει και από ιδεολογικές αρχές. Όμως, χωρίς πρόσωπα και χωρίς ιδεολογία δεν είσαι κόμμα αρχών αλλά σημαία ευκαιρίας, μαγαζί με διάφορα παραμάγαζα, που αν δεν εξυπηρετούνται τα συμφέροντά τους μοιραία σκορπίζουν.
Ακούω τακτικά διακεκριμένους νεοδημοκράτες να γκρινιάζουν ότι η Αριστερά έχει την ιδεολογική ηγεμονία στην Ελλάδα, τουλάχιστον από τη μεταπολίτευση και πέρα. Ισχύει. Αλλά τι έχει κάνει και τι σκοπεύει να κάνει η ΝΔ προκειμένου να την αφαιρέσει από τους αντιπάλους της. Με ποιες προσωπικότητες, με ποια όπλα κάνει παιχνίδι;
Παρακολουθώντας ένα θλιβερό γαϊτανάκι από ανυπόστατα πρόσωπα, όπως π.χ. ο Παναγιώτης Ψωμιάδης, που λένε ότι θα διεκδικήσουν την ηγεσία ή στοιχίζονται για να πάρουν καλή θέση στη μετά τη διαδοχή περίοδο, γνωρίζουμε καλά ότι αυτό το κόμμα μοιάζει με την Ελλάδα: αδυνατεί να κάνει την υπέρβαση, επειδή έχει ελάχιστα στελέχη και ίσως ακόμα λιγότερα μέλη που την πιστεύουν. Χρειάζεται ένα μεταρρυθμιστικό μνημόνιο. Αλίμονο, δεν αρκεί να επικαλείσαι τις ευρωπαϊκές αξίες αν η πολιτική σου ιδεολογία αρχίζει και τελειώνει στην πατριδοκαπηλία και τον εθνικισμό, στη νομή του κράτους και στην υπόσχεσή της και στα επικοινωνιακά κλισέ του βασικού προσωπικού σου.
Ένα κόμμα που υπόσχεται μεταρρυθμίσεις στην κοινωνία, αλλά δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί το ίδιο, είναι άξιο της μοίρας του. Κρίμα, επειδή η χώρα βυθίζεται – και προφανώς χρειάζεται κόμματα και πολιτικούς που θα αποτρέψουν το μοιραίο.